Βαγγέλης K. (μέλος συντακτικής ομάδας περιοδικού HUMBA!)
Το γκολ του Αλσίδες Γκίτζια, στο 79ο λεπτό, στο περίφημο Μαρακανάζο του 1950, ήταν αυτό που έδωσε το τρόπαιο στην ψυχωμένη Ουρουγουάη, με τεράστια νίκη 2-1 επί της οικοδέσποινας Βραζιλίας, χαρίζοντας στον ίδιο και στην ομάδα της Σελέστε την απόλυτη ποδοσφαιρική αθανασία. Μισό αιώνα και πλέον μετά, η σημερινή Ουρουγουάη του Όσκαρ Ταμπάρες, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι βαδίζει στα ίδια αγωνιστικά και πολιτισμικά επίπεδα.
Η Ουρουγουάη αποτελεί την εθνική ομάδα με τους περισσότερους ποδοσφαιρικούς τίτλους στον κόσμο
Λίγες μέρες πριν την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (FIFA) διοργάνωσε μια ιδιότυπη ψηφοφορία σχετικά με τον κορυφαίο παίκτη στην ιστορία των Μουντιάλ. Το αποτέλεσμα έμοιαζε αρχικά ως ακόμα μια προδιαγεγραμμένη κόντρα ανάμεσα στους δύο γνωστούς άσπονδους φίλους Πελέ και Ντιέγκο, αν και τελικά το αποτέλεσμα εξέπληξε πολλούς.
Ο Αλσίδες Γκίτζια ήταν 24 ετών όταν πάτησε το χορτάρι του Μαρακανά, μπροστά σε 199.854 θεατές, στις 16 Ιουλίου του 1950. Αρκετοί για να κάνουν ακόμα και τον αρχηγό-θρύλο της Ουρουγουάης, Ομπντούλιο Βαρέλα, να θεωρεί το ματς χαμένο κατά 99%. Ωστόσο, εκείνο το μεσημέρι του Ιούλη, ήταν η σειρά του 1% να επιβεβαιώσει πως το ποδόσφαιρο είναι ό,τι πιο γοητευτικά όμοιο με την αρχαία τραγωδία. Το γκολ του Γκίτζια ήταν αυτό που έδωσε το τρόπαιο στην ψυχωμένη Ουρουγουάη, σε έναν από τους πιο σπουδαίους σημειολογικά αγώνες στην ιστορία του παιχνιδιού, χαρίζοντας την απόλυτη αθανασία τόσο στην ομάδα της Σελέστε όσο και τον ίδιο τον δεξιό εξτρέμ της Πενιαρόλ, ώστε να μπορεί να ξεπερνά τον Πελέ και τον Μαραντόνα στις προτιμήσεις του κοινού, εν έτη 2018.
Αν για τη Βραζιλία, η απώλεια του τροπαίου οδήγησε ανθρώπους μέχρι και την αυτοκτονία, γεννώντας έναν φαύλο κύκλο εσωστρέφειας και εθνικής κατήφειας, για την Ουρουγουάη των 3 εκατομμυρίων ανθρώπων, η νίκη της, μια νίκη κόντρα σε όλες τις πιθανότητες, ήταν μια ακόμα απόδειξη «για την ύπαρξη αυτού του έθνους», όπως έχει γράψει ο Γκαλεάνο. Επίσης, ήταν μια ακόμα κατάθεση του πνεύματος της «γκάρα», της μαχητικής ιδιοσυγκρασίας που θεωρούν οι σύγχρονοι Ουρουγουανοί ότι κληρονόμησαν από τους ντόπιους ιθαγενείς Τσαρούας, και που διαπνέει κάθε έκφανση της ζωής τους. Κι όπως έχουν αποδείξει, το ποδόσφαιρο είναι μία από αυτές.
Η Ουρουγουάη αποτελεί την εθνική ομάδα με τους περισσότερους ποδοσφαιρικούς τίτλους στον κόσμο (20). Παράλληλα είναι η μικρότερη χώρα που έχει κατακτήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, και μάλιστα δύο φορές (1930 και 1950), νικώντας Αργεντινή και Βραζιλία αντίστοιχα, όντας όχι μόνο γεωγραφική αλλά και αθλητική «σφήνα», στους «γίγαντες» της Λατινικής Αμερικής.
Πολλά από αυτά τα κατορθώματα τα χρωστά στις «χρυσές γενιές» της δεκαετίας του ’20 και του ’50. Σε κόντρα με πολλά από τα στερεότυπα που επικρατούσαν στις απαρχές της διεθνούς ποδοσφαιρικής ιστορίας, η Σελέστε ήταν η πρώτη εθνική ομάδα που στην ενδεκάδα της αγωνίζονταν μαύροι ποδοσφαιριστές, την ίδια εποχή που στη Βραζιλία έβαφαν το πρόσωπό τους με μπριγιαντίνη για να φαίνονται λευκοί. Όπως υποδηλώνεται και με τη φαντασιακή σύνδεση με τη μαχητική παράδοση των Τσαρούας, το ποδόσφαιρο στην Ουρουγουάη αποτέλεσε σημείο ενσωμάτωσης ντόπιων και Ευρωπαίων, και όχι ταξικού διαχωρισμού όπως στη Βραζιλία. Αυτό οφείλεται επίσης στις στοιχειακές ιδιαιτερότητες της ουρουγουανικής κοινωνικής συγκρότησης. Μιας κοινωνίας που στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα μπορούσε να περηφανεύεται για το ανεκτικό και λίαν φιλελεύθερο -για τα δεδομένα της εποχής- πνεύμα της, σε σύγκριση με πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής που ταλανίζονταν από εσωτερικά πάθη κυρίως λόγω των απότοκων της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η γενιά που πήρε το κύπελλο στο Μαρακανά διέθετε ποδοσφαιριστές που ήταν οργανωμένοι σε συνδικάτα και κατέβαιναν σε απεργίες διεκδικώντας τα δικαιώματά τους, την ίδια περίοδο που οι Αργεντίνοι σταρ έπαιρναν μεταγραφή στην Κολομβία, το ποδοσφαιρικό Ελντοράντο της εποχής, εξαργυρώνοντας το ταλέντο τους με πετροδόλαρα.
Ωστόσο, από τα «χρυσά χρόνια» του Σεντενάριο και του Μαρακανά, η Σελέστε βυθίστηκε για πολλές δεκαετίες σε τέλμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν φρόντιζε πού και πού να κάνει αισθητή την παρουσία της στον αγαπημένο θεσμό της, το Κόπα Αμέρικα. Χρειάστηκε όμως να έρθει η δεκαετία του 2000, όταν ένα εκπρόσωπος από το παρελθόν ανέλαβε τις τύχες της εθνικής ομάδας, και μαζί ολόκληρου του ποδοσφαιρικού οικοδομήματος.
Ο Όσκαρ Ταμπάρες αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες στο ποδόσφαιρο της Λατινικής Αμερικής. Ο γηραιότερος κόουτς του φετινού Μουντιάλ, ή αλλιώς ο «δάσκαλος», είναι ο ιθύνων νους ενός εθνικού ποδοσφαιρικού προγράμματος προσαρμοσμένο στη νεολαία, ώστε να μεταδίδεται η εγχώρια ποδοσφαιρική κουλτούρα και ιστορία στα νέα παιδιά, υποψήφιους ποδοσφαιριστές του αύριο. Γαλουχώντας τους νέους και τις νέες με την ποδοσφαιρική κληρονομιά της Ουρουγουάης σε αγωνιστικό και πολιτισμικό επίπεδο, και συχνά διανθίζοντας τις διδαχές του με κείμενα του Γκαλεάνο, ο Ταμπάρες μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει κατορθώσει να αναβιώσει την παράδοση της Σελέστε στο σήμερα, στην εποχή του «τέλους της ιστορίας», όπου οι ισχυροί γίνονται ισχυρότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι σε κάθε πεδίο του γίγνεσθαι, όπως και στον αθλητισμό. Την παράδοση μιας χώρας μόλις 3 εκατομμυρίων ψυχών, ανάμεσα σε Αργεντινή και Βραζιλία, που μπορεί να αψηφά τις πιθανότητες. Ή κατά τον Γκαλεάνο, «να δημιουργεί ένα κλίμα που ευνοεί τα θαύματα».
*****
Ο Γκίτζια πέθανε στις 16 Ιουλίου του 2015, 65 χρόνια ακριβώς και τελευταίος επιζών, από την αναμέτρηση του Μαρακανά. Μάλλον για να μας θυμίζει ότι υπάρχουν πράγματα στη ζωή που μας ακολουθούν μέχρι το τέλος. Πρόλαβε να δει τη Σελέστε και πάλι πρωταγωνίστρια σε Παγκόσμιο Κύπελλο (2010) και πρωταθλήτρια Νοτίου Αμερικής (2011) μέσα στο «σπίτι» της Αργεντινής. Χάρη στο έργο του Ταμπάρες.
Βέβαια, στα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν μπορούσε πια να ακούσει τις ραδιοφωνικές περιγραφές από τα γκολ του θρυλικού αγώνα. Παρά τη σκληράδα και την αντοχή που τον διέκρινε τόσο στο χορτάρι όσο και ως χαρακτήρα, η εμπειρία αυτού του γεγονότος περιείχε τέτοια συναισθηματική φόρτιση, που ξεπερνούσε ακόμα και τον Αλσίδες Γκίτζια.