Γιώργος Μιχαηλίδης
Το ΚΚΕ και το Αριστερό Ρεύμα της ΛΑΕ θεωρούν βασικό πρόβλημα τον «αλυτρωτισμό των Σκοπίων» λόγω των αναφορών σε μακεδονικό έθνος και γλώσσα.
Είναι απαραίτητη η αποκάλυψη του εθνικού, κρατικού σχεδίου της ελληνικής αστικής τάξης για επανεξόρμηση στα Βαλκάνια.
Η στάση απέναντι στα λεγόμενα εθνικά ζητήματα αποτελεί σημαντικό δείκτη για την πολιτική ανεξαρτησία της Αριστεράς από την αστική πολιτική. Στο πρώτο εξάμηνο του 2018 το μακεδονικό και τα ελληνοτουρκικά αποτέλεσαν δύο βασικά ζητήματα γύρω από τα οποία η κυβέρνηση κι η αστική εξουσία προσπάθησαν να επιτύχουν την πολιτική υποταγή του ελληνικού λαού κάτω από τα συνθήματά τους και με βάση τις προτεραιότητές τους. Η στάση της Αριστεράς δεν υπήρξε ενιαία, μάλιστα σημαντικά της τμήματα υιοθέτησαν ιδιαίτερα προβληματικές θέσεις.
Το Μακεδονικό αποτελεί ζήτημα που αγγίζει τον πυρήνα του εθνικού αφηγήματος του νέου ελληνικού κράτους. Πρώτα, η θεωρία της αδιάσπαστης, τρισχιλιετούς συνέχειας του έθνους και άρα των ιστορικών/εθνικών δικαίων του ελληνικού κράτους επί των συγκεκριμένων εδαφών που δένουν με το ιστορικό αφήγημα περί απελευθέρωσης της Μακεδονίας κατά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αποκρύπτοντας παράλληλα τον πολυεθνικό χαρακτήρα της περιοχής και τις εθνικιστικές πολιτικές εθνοκάθαρσης που εφάρμοσε διαχρονικά και συστηματικά το ελληνικό κράτος επί του σλαβικού στοιχείου εντός των ελληνικών συνόρων. Έπειτα, το ιδεολόγημα του «σλαβικού κινδύνου» βάσει του οποίου η αστική τάξη επιχειρεί να μπετονάρει στο άρμα της τον πληθυσμό της Βόρειας Ελλάδας (και όχι μόνο). Ιστορικά (πιο αναλυτικά δες εδώ), το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα στάθηκε απέναντι σ’ αυτούς τους δύο πυλώνες της εθνικής, αστικής πολιτικής.
Στη δεκαετία του ‘20 αρνήθηκε (όπως και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες) να δεχτεί τα αποτελέσματα της ιμπεριαλιστικής χάραξης των συνόρων και υπερασπίστηκε την προοπτική της ανεξάρτητης, πολυεθνικής Μακεδονίας και Θράκης στα πλαίσια μιας σοσιαλιστικής βαλκανικής ομοσπονδίας. Στη δεκαετία του ‘30, όταν τα σύνορα είχαν παγιωθεί και το παραπάνω σύνθημα κρίθηκε πλέον ανεπίκαιρο αναγνώρισε –με απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1934– την ύπαρξη μακεδονικού έθνους και πάλεψε για τα δικαιώματα της (σλαβο)μακεδονικής εθνικής μειονότητας στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες. Στη δεκαετία του ‘40 τόσο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, όσο κι ο ΔΣΕ. πέρα από εκφραστές των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς. ξεχώριζαν για τη διαφορετική προοπτική που έθεταν για τις εθνικές μειονότητες της χώρας. Πλάι στους σχετικά λίγους Αλβανούς Τσάμηδες και Πομάκους που πολέμησαν με τον ΕΛΑΣ ή/και τον ΔΣΕ υπήρξαν δεκάδες χιλιάδες Σλαβομακεδόνες, που πύκνωσαν τις γραμμές των δύο λαϊκών στρατών, βλέποντας στη νίκη τους ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους, χωρίς εθνική καταπίεση. Στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, το ΚΚΕ, παρά την εθνικιστική προπαγάνδα και το στίγμα της «εθνοπροδοσίας» που το ακολουθούσε, υπερασπίστηκε σταθερά τα δικαιώματα των Σλαβομακεδόνων ως εθνικής μειονότητας με τη δική της συνείδηση, γλώσσα και έθιμα. Παράλληλα, ουδέποτε τέθηκε από το εν Ελλάδι ή διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ζήτημα μη αναγνώρισης του μακεδονικού έθνους και της μακεδονικής γλώσσας. Αντιθέτως, οι σοβιετικοί εθνολόγοι και γλωσσολόγοι –παρά τη ρήξη Γιουγκοσλαβίας-ΕΣΣΔ μετά το 1948– υπερασπίζονταν την ύπαρξη σύγχρονου μακεδονικού έθνους και μακεδονικής γλώσσας, κάτι που εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς ανατρέχοντας στα αντίστοιχα λήμματα της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας.
Η τομή για το ΚΚΕ ήρθε το 1988, όταν για πρώτη φορά ο τότε ηγέτης του Χαρίλαος Φλωράκης δήλωσε ότι: «για το ΚΚΕ μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα δεν υπάρχει». Ωστόσο, στη σημερινή συγκυρία η τομή φαίνεται να βαθαίνει. Σε απανωτές συνεντεύξεις του γ.γ. Δημήτρη Κουτσούμπα (Real fm 19/1, Έθνος 17/6) αμφισβητείται η ύπαρξη (σλαβο)μακεδονικής εθνικής μειονότητας στην Ελλάδα, αλλά και σύγχρονου μακεδονικού έθνους και γλώσσας. Μάλιστα, η αναγνώριση της ύπαρξης οποιουδήποτε από τα παραπάνω θεωρείται πως αποδεικνύει τις αλυτρωτικές βλέψεις του γειτονικού κράτους και ανοίγει ζήτημα αλλαγής των συνόρων. Παράλληλα, με κεντρικά άρθρα στον “Ρ” και στο 902.gr επιχειρείται το ζήτημα ύπαρξης σύγχρονου μακεδονικού έθνους να αποδοθεί στις μηχανορραφίες του Τίτο (μάλιστα μετά το ‘48 ώστε να συνδεθεί με τη φιλο-αμερικάνικη στροφή της Γιουγκοσλαβίας και να μην τεθούν ερωτήματα για τη στάση της ΕΣΣΔ!), ενώ αποσιωπούνται ολόκληρες σελίδες της ιστορίας του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που αποδεικνύουν τη συνέχεια και συνέπεια στη στάση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα. Ακόμα χειρότερα, σε πρόσφατη ανάρτηση με τίτλο “Για το λεγόμενο μακεδονικό ζήτημα” στο 902.gr, γίνεται λόγος για Σλαβόφωνους (ούτε καν Σλαβομακεδόνες!) στην ελληνική επικράτεια. Μόνο που η θέση για Σλαβόφωνους που δεν αποτελούν εθνική μειονότητα και για μακεδονικό έθνος-δημιούργημα του Τίτο ήταν ακριβώς οι δύο βασικοί πυλώνες της τοποθέτησης του εμφυλιοπολεμικού, μοναρχοφασιστικού, αντικομμουνιστικού κράτους. Αυτή τη θέση εκφράζει με συνέπεια και διαχρονικά η Δεξιά ιστοριογραφία και τα ινστιτούτα της, το ΙΜΧΑ, το ΕΜΣ κ.ο.κ.
Έτσι το ΚΚΕ, μετά την επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στα δυτικά Βαλκάνια (σε αυτό συμφωνούμε απολύτως!) αναδεικνύει σήμερα ως δεύτερη σε σημασία πλευρά του Μακεδονικού, αυτή του κινδύνου των συνόρων της Ελλάδας από τον αλυτρωτισμό των γειτόνων. Από κοντά και το Αριστερό Ρεύμα της ΛΑΕ, με την ίδια ιεράρχηση, θεωρεί ότι «το κεντρικό πρόβλημα της χώρας μας σε σχέση με την FYROM συνίσταται στον αλυτρωτισμό της γείτονος» (Θέσεις Αρ. Ρεύματος, 29/01/2018) ενώ εκφράζει τη διαφωνία του για την αναγνώριση μακεδονικού έθνους και γλώσσας από την πλευρά της Ελλάδας (Ανακοίνωση Αρ. Ρεύματος 20/06). Αυτό όμως που λάμπει διά της απουσίας του από τις θέσεις του Αριστερού Ρεύματος για το μακεδονικό (η ΛΑΕ δεν έχει βγάλει ακόμα ανακοίνωση για τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ) είναι η αναφορά σε οποιοδήποτε οικονομικά και πολιτικά επιθετικό-επεκτατικό σχέδιο της ελληνικής αστικής τάξης. Στην περίπτωση του ΚΚΕ, οι αναφορές στα σχέδια της ελληνικής αστικής τάξης είναι υπαρκτές αλλά αρκετά υποβαθμισμένες ενώ θα έπρεπε να στέκονται ως δεύτερο, ισότιμο καθήκον για το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα πλάι στην αποκάλυψη των ευρω-ΝΑΤΟϊκών σχεδίων για την περιοχή. Πώς αλλιώς θα αποκτήσει γερές ρίζες η αντικυβερνητική κριτική και η πάλη ενάντια στη δική μας αστική τάξη αν δε σηκώσουμε την αντιπαράθεση απέναντι στη λογική της “ισχυρής Ελλάδας” στα Βαλκάνια που επανεμφανίζεται από πολιτικούς κι επιχειρηματικούς παράγοντες;
Δεύτερο κι εξίσου σημαντικό. Τόσο, από τη γενικότερη τοποθέτηση του ΚΚΕ, όσο κι απ’ αυτήν του Αριστερού Ρεύματος (βασική δύναμη της ΛΑΕ) λείπουν ή είναι πολύ υποβαθμισμένα τα καθήκοντα απέναντι στον ελληνικό εθνικισμό. Πώς όμως μπορεί να καταπολεμηθεί αποτελεσματικότερα ο εγχώριος σοβινισμός-εθνικισμός; Όταν υιοθετούμε τμήμα της επιχειρηματολογίας του; Όταν κρούουμε τον κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας από τον αλυτρωτισμό των γειτόνων ή όταν αποδομούμε θαρρετά τους εθνικούς μύθους και το ιδεολόγημα της πανταχόθεν βαλλόμενης και αμυνόμενης Ελλάδας;
Αυτή η λογική έχει ένα διπλό πρόβλημα. Υπογραμμίζοντας διαρκώς το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας και του αλυτρωτισμού των γειτόνων, νιώθει αμήχανα απέναντι στις κυβερνητικές επισημάνσεις ότι η Συμφωνία προβλέπει ρητά την αμοιβαία αναγνώριση και το απαραβίαστο των συνόρων, την προοπτική ένταξης των δύο κρατών σε κοινές συμμαχίες (ΝΑΤΟ-ΕΕ), τη μη-ύπαρξη εθνικής ή γλωσσικής/πολιτιστικής μειονότητας στο εσωτερικό της Ελλάδας, επιβάλλει γεωγραφικό προσδιορισμό στο γειτονικό κράτος και προσδιορίζει τον σλαβικό χαρακτήρα της γλώσσας και του έθνους του κρατώντας την αρχαιότητα για το ελληνικό. Για όλα αυτά, μαζί και για την πρωτοφανή παρέμβαση για αλλαγή χωρίων του Συντάγματος γειτονικής χώρας εν καιρώ ειρήνης, οι εν λόγω δυνάμεις το μόνο που έχουν να σχολιάσουν είναι ότι αυτά δεν είναι αρκετά και μάλιστα συνιστούν επικίνδυνη υποχώρηση. Μένουν στο απυρόβλητο οι επιθετικές/ηγεμονικές διαθέσεις του ελληνικού κράτους στην περιοχή. Το έτερο πρόβλημα αυτής της λογικής είναι ότι, παρά τα ευχολόγιά που διατυπώνονται, υποσκάπτει κάθε δυνατότητα επικοινωνίας με τον γειτονικό λαό, τη στιγμή που απαιτείται κοινό μέτωπο απέναντι στις ελληνικές επιχειρήσεις, το πολυεθνικό κεφάλαιο, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ρωτάμε. Πώς θα προχωρήσει αυτή η προοπτική με έναν λαό του οποίου τον εθνικό, γλωσσικό και κρατικό αυτοπροσδιορισμό αρνούνται; Αυτό μόνο οι ηγεσίες των ΚΚΕ και Αριστερού Ρεύματος μπορούν να μας εξηγήσουν.
Εδώ όμως πρέπει να γίνει μια αναφορά και στο ανάποδο λάθος. Τμήμα της εγχώριας Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου αντιμετωπίζει τη Συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ ευμενώς ή τουλάχιστον επιεικώς. Πίσω απ’ αυτή τη στάση κρύβεται η λανθασμένη λογική ότι η Συμφωνία αποτελεί πλήγμα στον εθνικισμό και (σχετικά) δίκαιη διευθέτηση του ζητήματος. Εδώ υπάρχει μια σαφής υποτίμηση του ιμπεριαλιστικού παράγοντα και των πασιφανών προτεραιοτήτων του στην περιοχή που εξυπηρετούνται μέσω αυτής της Συμφωνίας, ενώ παραβλέπεται η εθνικιστική δυναμική που θα δημιουργήσει το αφήγημα της “εθνικής προδοσίας” που ήδη καλλιεργείται από την παραδοσιακή Δεξιά και Ακροδεξιά και στις δύο πλευρές των συνόρων. Επιπλέον, αθωώνεται εμμέσως η επιθετική/επεκτατική πολιτική του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου στην περιοχή κι η υπηρέτηση αυτού του σχεδίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η στάση είναι μειοψηφική στην Αριστερά, επικοινωνεί όμως άθελά της με την κυβερνητική προπαγάνδα σ’ ένα ευρύτερο προοδευτικό ακροατήριο και δε βοηθά στην αποκάλυψη των αστικών σχεδίων.
Προβληματική τέλος είναι κι η υποβάθμιση του ΝΑΤΟϊκού και ΕυρωΕνωσιακού ρόλου από τμήμα της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, στο όνομα της ανάδειξης των ευθυνών της ελληνικής αστικής τάξης. Η στάση αυτή αποτελεί εν πολλοίς αντίδραση στην κυρίαρχη γραμμή υποβάθμισης ή και αποσιώπησης του ρόλου και των στοχεύσεων της ελληνικής αστικής τάξης, είναι κατανοητή αλλά είναι επίσης προβληματική απ’ τη στιγμή που τείνει να χάσει έναν βασικό στόχο της πάλης.
Είναι απαραίτητο η κομμουνιστική κι εργατική πολιτική όσον αφορά το μακεδονικό να εδράζεται πάνω σε τρεις βάσεις. Η πρώτη είναι η αποκάλυψη των ΝΑΤΟϊκών και Ευρω-Ενωσιακών σχεδίων για την ολοκληρωτική πρόσδεση των δυτικών Βαλκανίων στο ιμπεριαλιστικό τους άρμα. Η Συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ εξυπηρετεί αυτές τις προτεραιότητες. Η δεύτερη είναι η αποκάλυψη του εθνικού, κρατικού σχεδίου της αστικής τάξης και του αστικού πολιτικού προσωπικού για επανεξόρμηση στα Βαλκάνια και μετατροπή της Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε πεδίο άγριας κερδοφορίας για το ελληνικό κεφάλαιο. Έτσι, η ελληνική αστική τάξη θα αποκτήσει προβάδισμα στην περιοχή για να μπορέσει να στραφεί στην άλλη και σοβαρότερη εκκρεμότητα, την αντιπαράθεσή της με την Τουρκία για τον έλεγχο του Αιγαίου και των ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο. Η αστική τάξη και το ελληνικό κράτος έχουν σχέδιο. Η Συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ εξυπηρετεί αυτό το «εθνικό σχέδιο». Τρίτη βάση αποτελεί ο εσωτερικός ιδεολογικός αγώνας για την απονομιμοποίηση των αστικών, εθνικιστικών αφηγημάτων περί μίας και αποκλειστικά ελληνικής Μακεδονίας, περί ανυπαρξίας σύγχρονα διαμορφωμένου μακεδονικού έθνους και γλώσσας και ανυπαρξίας (σλαβο)μακεδονικής εθνικής και πολιτιστικής μειονότητας στην Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα η διεθνιστική εργατική παρέμβαση, ιδιαίτερα των κομμουνιστών, για τη συνεργασία των εργατικών τάξεων και των λαών ενάντια σε όλες τις αστικές τάξεις, τον ιμπεριαλισμό και όλους τους εθνικισμούς και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Μόνο πατώντας πάνω και στις τρεις αυτές βάσεις διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των ταξικών δυνάμεων από την αστική πολιτική, μπαίνουν τα θεμέλια διαμόρφωσης μιας άλλης προοπτικής για τη χώρα και τα Βαλκάνια και μπορεί να επιτευχθεί η κοινή αντιιμπεριαλιστική, αντιεθνικιστική, αντιπολεμική πάλη με τους εργαζόμενους και τις αριστερές δυνάμεις της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, που επίσης χτυπούν τον δικό τους εθνικισμό και τη δική τους αστική τάξη. Η ιστορία αποδεικνύει το δίκαιο της στάσης αρχών των κομμουνιστών πάνω στο μακεδονικό ζήτημα κι ευρύτερα και ταυτόχρονα τα αδιέξοδα και την υποκρισία των ελληνικών κυβερνήσεων που διαχρονικά υπογείως αναγνωρίζουν και αποδέχονται τα πάντα και δημοσίως διατείνονται περί του αντιθέτου.