Αιμιλία Τσαγκαράτου
Η φετινή Έκθεση του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, δεν διαφέρει στην ουσία του σε τίποτα με την αντίστοιχη του 2011. Εκείνο που αλλάζει μονάχα είναι η κυβέρνηση που επιχειρεί κάθε φορά να εφαρμόσει τις αναδιαρθρώσεις που κρίνονται απαραίτητες, προς όφελος των καπιταλιστικών αναγκών.
Οι επισημάνσεις για το ρόλο του ΟΟΣΑ συνολικά είναι εντελώς απαραίτητες για να κατανοήσουμε το χαρακτήρα της παρέμβασής του στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Η τοποθέτησή του είναι συνολική, οι «συστάσεις πολιτικής» που κάνει κάθε φορά για κάθε επιμέρους θέμα έχουν ως συνεκτικό ιστό την ανάγκη της αναπροσαρμογής και των αναδιαρθρώσεων που κρίνονται απαραίτητες για την εκπαίδευση που θα υπηρετεί τις καπιταλιστικές ανάγκες. Ταυτόχρονα, η εθνική εκπαιδευτική πολιτική προσαρμόζεται και εφαρμόζει εκείνα τα μέτρα τα οποία εκείνη θεωρεί αναγκαία και που της επιτρέπει ο κάθε φορά συσχετισμός δυνάμεων. Γι’ αυτό είναι τουλάχιστον παραπλανητικός ο τίτλος του άρθρου της Εφημερίδας των Συντακτών «σκληρά νεοφιλελεύθερες, αλλά από την προστακτική στην υποτακτική», συγκρίνοντας τις εκθέσεις του 2011 και του 2018 με τη ρητορική ότι η πρώτη απαιτούσε εφαρμογή μέτρων ενώ η δεύτερη απλά έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παρούσα έκθεση συντάχθηκε κατά παραγγελία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ότι ουσιαστικά συνδιαμορφώθηκε με αυτήν. Γι’ αυτό και η αφήγησή της είναι ότι κινείται σε «θετικότερη» κατεύθυνση από εκείνη του 2011. Υπάρχει η διαπίστωση ότι «υπάρχουν ενθαρρυντικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν σήμερα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ωστόσο υπάρχουν ακόμα προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν». Έτσι αναγνωρίζεται ότι το έργο της κυβέρνησης στην εκπαίδευση είναι σε θετική κατεύθυνση κι ότι τα πρακτικά βήματα έχουν ήδη δρομολογηθεί.
Μέσα σε μόλις μια βδομάδα από τη δημοσίευση της έκθεσης υπάρχουν μερικά πρώτα δείγματα γραφής. Η έστω και μερική θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής δίχρονης προσχολικής αγωγής ποδοπατήθηκε κάτω από τους μνημονιακούς όρους της δημοσιονομικής στενότητας και της αδιοριστίας και από την πολιτική επιλογή της παράδοσης μιας δομής της εκπαίδευσης, όπως είναι η προσχολική αγωγή και εκπαίδευση στην αποκέντρωση, στα τροφεία και στα voucher, αφού θα εφαρμοστεί μόνο εκεί που επί της ουσίας δεν θα έχει κανένα οικονομικό κόστος. Αυτό δεν είναι εφαρμογή και των πολιτικών του ΟΟΣΑ;
Άλλο παράδειγμα είναι η κατάθεση του νόμου για τις δομές υποστήριξης εκπαιδευτικού έργου. Η μείωση του ωραρίου των διευθυντών των σχολείων, που σημειωτέον δεν υπήρχε στο αρχικό νομοσχέδιο προς διαβούλευση, με την προσπάθεια να τους δοθεί και οικονομικό κίνητρο δεν κινείται στην κατεύθυνση της προετοιμασίας για το ρόλο τους στην αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας; Η έκθεση τονίζει σε πολλά σημεία την ανάγκη ενίσχυσης της σχολικής ηγεσίας, θεωρώντας ότι είναι στρέβλωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος το γεγονός ότι ο διευθυντής δεν έχει τη δυνατότητα να επιλέγει ο ίδιος το προσωπικό του «με βάση τις ανάγκες του σχολείου», στα πλαίσια της «αυτονομίας» του. Όσο για την αξιολόγηση, ο υπουργός Παιδείας σε συνέντευξή του την Πέμπτη στην κρατική τηλεόραση και σε ερώτηση για το θέμα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, είπε ότι «όταν στο μέλλον τα πράγματα αυτά στεριώσουν», εννοώντας την αυτοαξιόληγηση και τη δημιουργία αξιολογικής κουλτούρας, «του χρόνου τέτοια εποχή που θα έχουμε διανύσει αυτή τη διαδικασία, αφού δούμε αν λειτουργεί αυτό το σύστημα ή όχι, θα δούμε (τι θα κάνουμε με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών)», θέτοντας για πρώτη φορά έστω και ένα θολό χρονοδιάγραμμα, σε συμφωνία με τη διαπίστωση της έκθεσης για την ανάγκη ενός καλά σχεδιασμένου πλαισίου αξιολόγησης.
Αξίζει να κάνουμε μια ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα των διορισμών, αφού σκόπιμα δόθηκε η εντύπωση ότι ο ΟΟΣΑ προκρίνει μόνιμους διορισμούς. Ας αφήσουμε όμως το κείμενο να μιλήσει μόνο του:
«Μια απλή επιστροφή στην προ κρίσης προσέγγιση (για τους διορισμούς) είναι μια πολιτική επιλογή που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες και απαιτεί βαθύτερη συζήτηση […] η λύση των μόνιμων διορισμών όχι μόνο είναι ακριβή, αλλά θα επαναφέρει ακαμψίες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα […]. Οι ελληνικές αρχές πρέπει να αξιοποιήσουν την κρίση για να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες λύσεις, οι οποίες κάτω από διαφορετικές συνθήκες μπορεί να μην είναι διαθέσιμες […],τα σχέδια βελτίωσης των σχολείων δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικά χωρίς ειλικρινή αξιολόγηση της συνεισφοράς στην παιδαγωγική διαδικασία του κάθε εκπαιδευτικού και τελικά χωρίς μια διαδρομή διακοπής της απασχόλησης των αδύναμων εκπαιδευτικών». Η πρόταση που υπάρχει στη συνέχεια για πενταετείς συμβάσεις αναπληρωτών και συμβάσεων μερικών χρόνων για εκπαιδευτικούς μερικής απασχόλησης, το μόνο που κάνουν είναι να μονιμοποιούν την αναπλήρωση και όχι τους εκπαιδευτικούς, ενώ οι απολύσεις ονομάζονται «διακοπή απασχόλησης».
Είναι καθήκον της ταξικής πτέρυγας, με βάση τα παραπάνω, να συμβάλει στο να έρθει το εκπαιδευτικό κίνημα αλλά και η συνείδηση των εκπαιδευτικών σε ρήξη και με τα ιδεολογήματα και τις πρακτικές του ΟΟΣΑ, να αποδεικνύει ότι είναι αντίθετα με τα εργατικά συμφέρονται και τα μορφωτικά δικαιώματα.
Ο αντιδραστικός ρόλος των υπερεθνικών οργανισμών
Από τα μέσα του 20ου αιώνα, οι υπερεθνικοί οργανισμοί παίζουν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο ως «προμηθευτές ιδεών» στη μάχη για το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής πολιτικής. Η περίπτωση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αφού ενώ δεν έχει τα νομικά όργανα και τους οικονομικούς μοχλούς για να προωθεί ενεργά τη διαμόρφωση της πολιτικής της, ωστόσο έχει ενισχυμένο ρόλο ως πολιτικό υποκείμενο και στην Ευρώπη. Οι εργαλειοθήκες του λειτουργούν ως «εργαλεία διακυβέρνησης», όχι απλά για να μετρούν και να ελέγχουν αλλά για να διαμορφώνουν και να προωθούν συγκεκριμένες πολιτικές.
Ο ίδιος ο οργανισμός αυτοπροσδιορίζεται ως «[…] ένα κλαμπ από χώρες με τον ίδιο τρόπο σκέψης. Είναι πλούσιος, με την έννοια ότι οι χώρες του ΟΟΣΑ παράγουν τα δύο τρίτα των παγκόσμιων αγαθών και υπηρεσιών, όμως δεν είναι μια κλειστή λέσχη. Ουσιαστικά, η συμμετοχή περιορίζεται μόνο από την αφοσίωση μιας χώρας στην οικονομία της αγοράς». (ΟΟΣΑ, 1997)
Το ενδιαφέρον του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση είναι ξεκάθαρα συνδεδεμένο με τους συνολικούς οικονομικούς του στόχους. Οι βασικές θεματικές του είναι η σχέση κόστους-αποτελέσματος, οι βασικές δεξιότητες, το νέο δημόσιο μάνατζμεντ, η αποδοτικότητα, η λογοδοσία. Στην Ελλάδα, έχει σαφή παρέμβαση στην οικονομική πολιτική μεταφέροντας στις εργαλειοθήκες του προτάσεις για τους κατώτατους μισθούς, την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης και τις απολύσεις, ενώ για την εκπαίδευση κομβικό σημείο αποτελεί η έκθεση του 2011 επί υπουργίας Άννας Διαμαντοπούλου. Α.Τ.