του Άρη Χατζηστεφάνου
«Πληρώνουν ελάχιστους ή καθόλου φόρους, χρησιμοποιούν τα ταχυδρομεία μας σαν το παιδί για τα θελήματα και οδηγούν χιλιάδες μικρούς επιχειρηματίες στην χρεοκοπία». Είναι ελάχιστες, εάν όχι πρακτικά ανύπαρκτες, οι φορές που μπορείς να συμφωνήσεις με κάθε λέξη από ένα μήνυμα του Τραμπ στο Twitter. Όταν όμως επιτίθεται στον Τζεφ Μπέζος, ιδιοκτήτη του διαδικτυακού γίγαντα του λιανικού εμπορίου Amazon και πλουσιότερο άνθρωπο του πλανήτη, έχει πάντα δίκιο.
Αν και κανένας δεν γνωρίζει με βεβαιότητα από πού ξεκινά η προσωπική βεντέτα των δυο ολιγαρχών και ποια επιχειρηματικά συμφέροντα εξυπηρετούν τα ξεσπάσματα του Τραμπ, είναι βέβαιο ότι η αντιπαράθεση αγγίζει μια λεπτή χορδή του σύγχρονου αμερικανικού καπιταλισμού. Και μόνο το γεγονός, άλλωστε, ότι η αξία των μετοχών της Amazon έπεσε κατά 30 δισ. δολάρια από την στιγμή που ξεκίνησε ο τελευταίος γύρος επιθέσεων του αμερικανού προέδρου, αποδεικνύει ότι οι αγορές δεν προεξοφλούν γρήγορη «κατάπαυση του πυρός».
Ο Τραμπ αδιαφορεί φυσικά για το γεγονός ότι σε ορισμένες χρονικές περιόδους ο Μπέζος καταφέρνει να βγάζει σε μια ημέρα όσα θα έβγαζε ένας εργάτης της εταιρείας του στην Ινδία σε 1.001.430 χρόνια. Τον αφήνει παγερά αδιάφορο ότι μόνο το 2017 αύξησε την προσωπική του περιουσία κατά 30 δισ. δολάρια – όσα χρήματα υπολογίζει ο ΟΗΕ ότι απαιτούνται κάθε χρόνο για την εξάλειψη της παγκόσμιας φτώχειας. Και φυσικά ο Τραμπ δεν θα μπορούσε να ανησυχεί λιγότερο για το γεγονός ότι ο ιδρυτής της Amazon κερδίζει κάθε χρόνο τα χρήματα που αντιστοιχούν στο άθροισμα των ΑΕΠ της Τζαμάικα, του Νίγηρα και της Ζιμπάμπουε – τριών χωρών με συνολικό πληθυσμό 40 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Ίσως αυτό που πραγματικά ανησυχεί τον πολιτικό και επιχειρηματία Τραμπ είναι ότι ο Μπέζος ενδέχεται να αποκτήσει σύντομα πολύ μεγαλύτερη ισχύ από κάθε πρόεδρο των ΗΠΑ και κάθε αυτοκράτορα που έχει αφήσει το ίχνος του στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της Amazon από το λιανεμπόριο σε τομείς που θεωρούνται κομβικοί για τη λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού – όπως η online αποθήκευση δεδομένων αλλά και οι υπηρεσίες τραπεζικού δανεισμού– προσφέρει στον Μπέζος δυνατότητα ελέγχου σημαντικών τομέων της παγκόσμιας οικονομίας. Ο σχεδόν μονοπωλιακός έλεγχος σε αυτούς τους τομείς ίσως αρχίσει σύντομα να προκαλεί δομικά προβλήματα, όχι μόνο για τους ανταγωνιστές της, αλλά και για το ίδιο το σύστημα που την εξέθρεψε και της επέτρεψε να γιγαντωθεί.
Κατανοεί άραγε ο Τραμπ αυτούς τους κινδύνους και είναι αποφασισμένος να δώσει τη μάχη για τη διάσωση του ίδιου του συστήματος; Πολύ αμφιβάλλουμε. Ίσως απλώς να μην χωνεύει τον Μπέζος…