Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η ελληνική αστική τάξη έχει αμετάκλητα συνδέσει την τύχη της με το στρατόπεδο ΕΕ-ΗΠΑ, επιδιώκοντας την οικονομική και στρατιωτικοπολιτική αναβάθμισή της
Σήμερα, για πρώτη φορά μετά το 1962, όταν οι ΗΠΑ απείλησαν με πυρηνικό πλήγμα την Κούβα αν δεν αποσύρονταν οι πύραυλοι της ΕΣΣΔ, διεξάγεται ανάλογη συζήτηση με αφορμή τα όσα συμβαίνουν στη Συρία, αλλά και στην Κορέα. Μετά το 1990, άλλωστε, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για αναδιανομή των αγορών και των πλουτοπαραγωγικών πηγών οδηγεί σε φρενήρεις εξοπλισμούς και δη σε πυρηνικούς. Είναι γεγονός, βεβαίως, ότι η υπέρμετρη συγκέντρωση πυρηνικού πυρός και η διάχυση πυρηνικών όπλων ακόμη και σε περιφερειακούς ιμπεριαλισμούς γεννούσε την ελπίδα ότι θα αποκλειόταν ο πυρηνικός Αρμαγεδδώνας, αφού τα συσσωρευμένα πυρηνικά όπλα αρκούν, για να καταστρέψουν τον πλανήτη μας περισσότερες από μία φορές. Ωστόσο, ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι σε τέτοιο βαθμό ανορθόλογο και βάρβαρο σύστημα, που η απληστία του για κέρδος δεν αποκλείεται να τον ωθήσει στον πυρηνικό όλεθρο, έστω και αν αυτό συνεπάγεται την αυτοκαταστροφή του.
Η αγωνία εντάθηκε τις ημέρες που προηγήθηκαν του περασμένου Σαββάτου, όταν μαζί με συμμάχους τους (Αγγλία και Γαλλία), οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν πάνω από 100 πυραύλους κατά συριακών στρατιωτικών θέσεων. Αν και δεν επλήγησαν ρωσικές εγκαταστάσεις και, κατά συνέπεια, απεφεύχθηκε η κατά μέτωπο σύγκρουση Αμερικάνων και Ρώσων, η αλήθεια είναι ότι το «ταμπού» μιας αμερικανορωσικής σύγκρουσης έχει πλέον σπάσει για τα καλά και ο εφιάλτης μιας πυρηνικής σύρραξης πλανιέται πάνω απ’ τα κεφάλια μας.
Ο τυχοδιωκτισμός των ηγετικών καπιταλισμών δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη περιοχή και οδηγεί στην απειλή θερμού επεισοδίου και μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας και στο μέτωπο του Ειρηνικού. Εκεί όπου, παρά την αναγγελθείσα διαπραγμάτευση μεταξύ Τραμπ και Κιμ Ον Γιούνγκ, η ένταση δεν μετριάζεται και η απειλή παραμένει.
Όσο για τις αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, η θέση τους και η στάση τους στην αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας καθορίζεται από τη στρατηγική τους στο πεδίο των οξυνόμενων αντιθέσεων στη Μέση Ανατολή και στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, αλλά και στο πεδίο των μεταξύ τους αντιθέσεων.
Η ελληνική αστική τάξη έχει αμετάκλητα συνδέσει την τύχη της με το στρατόπεδο ΕΕ-ΗΠΑ, παρά το ότι μικρή μερίδα κεφαλαίου συνδέεται με ρωσικά συμφέροντα (Σαββίδης). Μέσα από τη συμμαχία μαζί τους επιδιώκει την οικονομική και στρατιωτικοπολιτική αναβάθμισή της στην περιοχή, ιδιαίτερα με την αποκόμιση μικρού μέρους των ενεργειακών αποθεμάτων και έλεγχο των ροών τους. Συμβάλλει ανεπιφύλακτα στην επεκτατική πολιτική της Δύσης. Διευκολύνει την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και την αποτροπή της διείσδυσης της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Υποστηρίζει την επιθετική πολιτική των ΗΠΑ στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή, αυξάνει τις στρατιωτικές διευκολύνσεις με νέες βάσεις και αναβάθμιση των παλαιών. Ειδικά η Σούδα έχει αποκτήσει στρατηγική σημασία για τις πολεμικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ, καθώς είναι το μοναδικό λιμάνι στην περιοχή που μπορεί να φιλοξενήσει τα κολοσσιαία αεροπλανοφόρα των ΗΠΑ. Η πρόσφατη αεροπορική επίθεση των Δυτικών κατά της Συρίας κατέστη δυνατή χάρη στη βάση της Σούδας και σε αυτή που διατηρούν οι Βρετανοί στο Ακρωτήρι της Κύπρου.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παρά τους πομφόλυγες περί πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και μη συμμετοχής στον πόλεμο συμβάλλει αποφασιστικά στην πραγματοποίησή του. Παράλληλα, αξιοποιεί τα οικονομικά (ΑΟΖ) και στρατιωτικοπολιτικά δώρα στους ηγετικούς καπιταλισμούς της Δύσης, για να εξασφαλίζει στήριξη απ’ αυτούς, στην απροθυμία της να συνομολογήσει μια «δίκαιη» ειρήνη στις υπαρκτές διαφορές της με την Τουρκία και γισα να στηρίξει την επιθετική στάση της στο θέμα της ΑΟΖ.
Η Τουρκία, από την πλευρά της, αν και από στρατηγική άποψη τείνει να εξελιχθεί σε ευρασιατική μάλλον δύναμη παρά σε ευρωπαϊκή, δεν διακόπτει τους δεσμούς της με τη Δύση. Παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ και υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ. Η Δύση παραμένει ο πρώτος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Την εφοδιάζει με όπλα τελευταίας τεχνολογίας, συνεργάζεται με την εθνική εξοπλιστική βιομηχανία της. Εξασφαλίζει σοβαρούς πόρους από την ΕΕ για να μην επιτρέψει στους πρόσφυγες που έχουν εγκλωβιστεί στο έδαφος της να περάσουν στην Ευρώπη.
Η Τουρκία φοβάται, παράλληλα, ότι η ρήξη με ΕΕ-ΝΑΤΟ μπορεί να ωθήσει τη Δύση σε μονόπλευρη συμμαχία με την Ελλάδα, μεταβάλλοντάς την σε νέο Ισραήλ της περιοχής. Στην πρόσφατη επίθεση της Δύσης στη Συρία τήρησε μια καιροσκοπική στάση ελισσόμενη μεταξύ των δύο μετώπων. Υποστήριξε με νομιμοφροσύνη ως μέλος του ΝΑΤΟ την επίθεση των Δυτικών, απέφυγε όμως να καταδικάσει την Ρωσία, στηλιτεύοντας μόνο το καθεστώς Άσαντ για την επίθεση με χημικά στη Ντούμα. Αυτή η δυαδική πολιτική εξασφάλισε στην Τουρκία την κατάληψη του Αφρίν με ανοχή τόσο Αμερικανών όσο και Ρώσων. Όσο, όμως, οξύνεται η αντίθεσή τους, η Τουρκία θα ωθείται προς την κατεύθυνση του ενός πόλου.
Τα αριστερά κόμματα της χώρας μας καταδίκασαν ομόθυμα την ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στη Συρία. Από ορισμένες δυνάμεις, όμως (στελέχη της ΛΑΕ, ΚΚΕ, ορισμένοι διανοούμενοι), εκδηλώθηκε μια μονομέρεια που αλλοιώνει τον χαρακτήρα του πολέμου, αλλά και την ταξική διεθνιστική στάση απέναντί του. Για παράδειγμα, η ευρωκοινοβουλευτική ομάδα του ΚΚΕ καταδίκασε σε οξεία γλώσσα την επίθεση των ΗΠΑ κατά της Συρίας, χωρίς καμία αναφορά και στον ρώσικο ιμπεριαλισμό. Στέλεχος της ΛΑΕ, πιο τολμηρά, όχι απλώς δεν αποσιωπά την ρωσική επέμβαση, αλλά προτρέπει να υποστηριχτεί ο άξονας Ρωσίας, Ιράν και Συρίας…
Δεν υπάρχει «καλός» και «κακός» ιμπεριαλισμός
Το να στρέφει η Αριστερά την αιχμή της κατά των δυτικών ιμπεριαλιστών είναι εύλογο, αφού ο ελληνικός λαός από αυτούς καταπιέζεται, από αυτούς στερείται τον πλούτο του, από αυτούς σύρεται σε τυχοδιωκτικούς πολέμους. Η πάλη για την ειρήνη και τον σοσιαλισμό στο εθνικό πεδίο, όμως απαιτεί πρωταρχικά πάλη με την ελληνική αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές πάτρωνές της, αλλά και με όλους τους ιμπεριαλισμούς. Η διάκριση των ηγετικών καπιταλισμών σε «καλούς και κακούς», «αμυνόμενους και επιτιθέμενους» είναι έωλη και ανιστόρητη, ένα πρόσχημα για υποτελή συμμαχία.
Ο πόλεμος δεν προκαλείται από μιαν απρόκλητη επίθεση, αλλά από την υπερόξυνση των αντιθέσεων των ηγετικών καπιταλισμών που καθιστούν αναπόφευκτη την πολεμική λύση τους. Εξάλλου, ο δεχόμενος σήμερα επίθεση μπορεί να είναι ο επιτιθέμενος του χθες ή του αύριο. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός δέχεται σήμερα επίθεση, το 2015 όμως με την δυναμική στρατιωτική επέμβασή του στη Συρία άλλαξε τον ρου του πολέμου υπέρ του Άσαντ και των ρωσικών συμφερόντων, θέτοντας υπό τον έλεγχό τους το 75% του συριακού εδάφους.
Η απενοχοποίηση και συμμαχία με τον έναν ή τον άλλο ιμπεριαλισμό είναι θέση του αστισμού και του ρεφορμισμού. Δεν έχει σχέση με την αντίληψη της επαναστατικής Αριστεράς για τη δυνατότητα αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, υπό τον απαράβατο όρο ενός θεμιτού και προωθητικού συμβιβασμού. Τυπικό παράδειγμα αυτής της θέσης αποτελεί η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, η οποία παρά την παραχώρηση εκτεταμένου εδάφους στον γερμανικό ιμπεριαλισμό, υπήρξε, στη συγκεκριμένη συγκυρία, σωτήρια για την Οκτωβριανή Επανάσταση.