Γιώργος Παυλόπουλος
Η κατά μέτωπο σύγκρουση δείχνει για την ώρα να αποτρέπεται, όμως όσα συμβαίνουν φέρνουν τους λαούς πιο κοντά στον εφιάλτη
Τα ξημερώματα του Σαββάτου αποφάσισαν ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του, κυρίως Γαλλία και Βρετανία, να πατήσουν το κουμπί για την (προαναγγελθείσα) επίθεση κατά της Συρίας, εκτοξεύοντας πάνω από 100 πυραύλους από πλοία και αεροπλάνα, σε ένα «ισχυρό και στοχευμένο» χτύπημα, όπως ισχυρίστηκε ο πρόεδρος των ΗΠΑ στο διάγγελμά του. Όσο για την απέναντι πλευρά, Μόσχα, Τεχεράνη και Δαμασκός επέλεξαν να απαντήσουν με οργισμένες ανακοινώσεις και μια προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας, κινήσεις ανούσιες από άποψη ουσίας – ενώ παρά τον ισχυρισμό τους ότι αρκετοί πύραυλοι καταρρίφθηκαν από την ρωσική αεράμυνα, είναι μάλλον σαφές ότι κανείς από τους δύο δεν επέλεξε να χτυπήσει στο ψαχνό. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι όλα έγιναν μάλλον βιαστικά, προτού φτάσει στην περιοχή η αμερικανική αρμάδα με επικεφαλής αεροπλανοφόρο, η παρουσία της οποίας θα ήταν απολύτως απαραίτητη σε περίπτωση μιας κατά μέτωπο σύγκρουσης.
Παρά την τελευταία διαπίστωση, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι τα χειρότερα μοιάζουν να αποφεύχθηκαν για την ώρα, υπάρχει κάτι που είναι αναμφισβήτητο: Τα όσα έχουν συμβεί, συμβαίνουν και θα συμβούν αυτές τις ημέρες στη γειτονιά μας, καθιστούν πιο τρομακτικό το φάντασμα του μεγάλου πολέμου και της άμεσης εμπλοκής όλων των λαών της περιοχής σε αυτόν. Φέρνουν τουλάχιστον ένα βήμα πιο κοντά τον εφιάλτη μιας γενικευμένης αναμέτρησης η οποία, ακόμη κι αν δεν καταλήξει σε πυρηνικό ολοκαύτωμα, θα έχει τραγικές συνέπειες και πολλές χιλιάδες θύματα.
Άλλωστε, το «μετρημένο» χτύπημα και η ήπια απάντηση δεν είναι κάτι που οφείλεται στην καλή θέληση Αμερικανών και Ρώσων, ούτε στην δήθεν παραδοχή τους ότι η ιστορία με τα χημικά είναι στημένη και δεν πείθει κανέναν – αλλά σε δύο άλλους λόγους: Είτε αμφότεροι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το κόστος που θα κληθούν να πληρώσουν σε μία κατά μέτωπο σύγκρουση θα είναι υπερβολικά μεγάλο σε σύγκριση με το όφελος που θα μπορούσαν να αποκομίσουν στη συγκεκριμένη συγκυρία είτε επιτεύχθηκε ένας συμβιβασμός της τελευταίας στιγμής, που επιτρέπει και στα δύο στρατόπεδα να τον χειριστούν καταλλήλως επικοινωνιακά και να τον εμφανίσουν ως δικαίωσή τους.
Η ιστορία, ωστόσο, δεν τελειώνει εδώ. Ούτε στη Συρία, ούτε στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ούτε βεβαίως στο επίπεδο της συνολικής αντιπαράθεσης και του ανταγωνισμού ανάμεσα στα καπιταλιστικά κέντρα και τους παγκόσμιους και περιφερειακούς ιμπεριαλισμούς. Το κουβάρι των αντιθέσεων ανάμεσα στις υπερδυνάμεις, αλλά τους τοπικούς παίκτες –όπως είναι εδώ η Τουρκία, το Ισραήλ, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία και άλλους– δεν πρόκειται να λυθεί με διαπραγματεύσεις και ειρηνικά μέσα, όπως δείχνουν και οι εξελίξεις στο μέτωπα του Κουρδικού και του Παλαιστινιακού, στην Υεμένη και το Ιράκ, όπως και αλλού.
Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Τραμπ χτύπησε τα τύμπανα του πολέμου και εξαπέλυσε τους πυραύλους του λίγες μέρες αφότου είχε δηλώσει ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα αποχωρήσουν «πολύ σύντομα» από τη Συρία. Οι επιτελείς του, στους οποίους κυριαρχούν πλέον τα ψυχροπολεμικά «γεράκια», επιμένουν ότι είναι αναγκαίο να δοθεί ένα μάθημα στη Ρωσία προτού να είναι αργά, προτού δηλαδή να αναδειχτεί οριστικά ως ο μεγάλος νικητής του πολέμου στη Συρία – κάτι που ίσχυε μέχρι χθες και δεν έχει αλλάξει από τα συγκεκριμένα πυραυλικά χτυπήματα, τα οποία δεν δείχνουν να διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνα που είχαν γίνει πριν ακριβώς ένα χρόνο και μάλιστα με την ίδια αφορμή (τη χρήση χημικών όπλων που ποτέ δεν αποδείχθηκε), ούτε είναι ικανά από μόνα τους να αναγκάσουν τον Άσαντ να φύγει και τον Πούτιν να τον θυσιάσει, προσφέροντας έτσι έστω μια συμβολική νίκη στους Αμερικανούς.
Η πίεση αυτή δεν αφορά, βεβαίως, μόνο τη Ρωσία, αλλά όλους τους ανταγωνιστές των ΗΠΑ και πρώτα από όλους την Κίνα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι και στη ζώνη του Ειρηνικού καταγράφονται πυρετώδεις πολεμικές προετοιμασίες και φρενήρεις εξοπλισμοί, με τη δύναμη πυρός που συγκεντρώνεται να είναι ασύλληπτη. Οι αναγγελθείσες διαπραγματεύσεις (ως τις αρχές Ιουνίου, εάν δεν αλλάξει κάτι) ανάμεσα στον Τραμπ και τον Βορειοκορεάτη Κιμ, ο οποίος λειτουργεί υπό την εποπτεία του Πεκίνου, δεν αλλάζουν τα δεδομένα ούτε περιορίζουν την απειλή.