Ντίνα Χαριτάτου
«Όχι» σε πολιτική συνεργασία με την ΛΑΕ, αναγκαία η κοινή δράση
Με γοργούς ρυθμούς προχωρούν οι διαδικασίες για την 4η συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία θα πραγματοποιηθεί στις 21-22 Απρίλη στην Αθήνα. Ήδη οι περισσότερες τοπικές και κλαδικές επιτροπές έχουν πραγματοποιήσει την πρώτη γενική συνέλευση, στον πρώτο αυτό γύρο καταγράφηκε αυξημένη συμμετοχή σε σχέση με παλιότερες συνεδριάσεις. Συνολικότερα, εμφανίζεται μια επαναδραστηριοποίηση μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ σημειώνονται και αρκετές νέες εγγραφές στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κυρίως από εργαζόμενους και νέους που ήρθαν σε επαφή με το μέτωπο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στους αγώνες της προηγούμενης περιόδου. Δυνατότητα εγγραφής νέων μελών για συμμετοχή στις διαδικασίες της συνδιάσκεψης υπάρχει μέχρι τις 4 Απρίλη. Στις τοπικές και κλαδικές επιτροπές θα πραγματοποιηθούν τουλάχιστον δύο συνελεύσεις (αρκετές έχουν προγραμματίσει και τρεις), ενώ σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του ΠΣΟ πρέπει μέχρι τις 17 Απρίλη να έχει ολοκληρωθεί η εκλογή των αντιπροσώπων.
Ταυτόχρονα, σε πόλεις και γειτονιές έχουν ξεκινήσει και ανοικτές εκδηλώσεις-συζητήσεις, για να φτάσουν οι Θέσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Επιτυχημένη ήταν η εκδήλωση παρουσίασης των Θέσεων που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη στην Πετρούπολη, με ομιλητή τον Παύλο Αντωνόπουλο, ενώ αντίστοιχη εκδήλωση πραγματοποιήθηκε χθες το απόγευμα στο Ηράκλειο στην Κρήτη.
Χθες το απόγευμα, την ώρα που το Πριν είχε φύγει για εκτύπωση, ήταν προγραμματισμένη και η συνάντηση αντιπροσωπειών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, μετά τη σχετική πρόσκληση της ΛΑΕ για να παρουσιάσει την πρότασή της προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για πολιτική και εκλογική συνεργασία. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσήλθε στη συνάντηση έχοντας δημοσιοποιήσει από πριν την πολιτική της τοποθέτηση (βλ. www.antarsya.gr). Σε αυτήν σημειώνει πως από τον Ιανουάριο του 2017 «έχει απευθύνει προτάσεις προς τη ΛΑΕ, το ΚΚΕ, καθώς και προς μια σειρά άλλες πολιτικές οργανώσεις της μαχόμενης αριστεράς, για την κοινή δράση και την οικοδόμηση ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της επίθεσης κυβέρνησης-ΕΕ-κεφαλαίου» και υπογραμμίζει πως σήμερα «το πιο σημαντικό και άμεσο ζήτημα είναι η συμβολή κάθε μαχόμενης αριστερής δύναμης στην κοινή δράση».
Η κοινή δράση μπορεί να εκφραστεί:
Πρώτο, στην πάλη ενάντια στο μόνιμο αλυσόδεμα στο ευρωμνημονιακό καθεστώς της εκμετάλλευσης και της επιτροπείας με αιχμή τα ζητήματα της τρίτης και τέταρτης αξιολόγησης, ιδιαίτερα των ιδιωτικοποιήσεων, των ΣΣΕ, των προσλήψεων, της αποτροπής των πλειστηριασμών, με βασικό ζητούμενο τη συμβολή στην «από τα κάτω» οργάνωση των εργαζόμενων, τον μόνιμο συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων, επιτροπών αγώνα, αγωνιστικών ομοσπονδιών, υπερβαίνοντας την υποταγή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Δεύτερο, στην πάλη ενάντια στον εθνικισμό, τον ιμπεριαλισμό, την πολεμική προετοιμασία και τους αντιδραστικούς ανταγωνισμούς των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο, στη βάση της κοινής δήλωσης που συνυπέγραψαν μια σειρά οργανώσεις της μαχόμενης αριστεράς ενάντια στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το μακεδονικό. Τρίτο, στην αντιρατσιστική και αντιφασιστική δράση, στη βάση του πλαισίου της 17ης Μάρτη. Τέταρτο, στη συμβολή στον αγώνα για την έξοδο της χώρας μας από την ΕΕ από εργατολαϊκές διεθνιστικές θέσεις.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξεκαθαρίζει πως «δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μία εφ’ όλης της ύλης πολιτική ή/και εκλογική συνεργασία, καθώς η πρόταση σας, για ένα “ένα ευρύ μέτωπο κοινωνικού και πολιτικού αγώνα με κορμό τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής Αριστεράς” κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση από την πολιτική πρόταση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και μετώπου για το οποίο παλεύει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
Σημειώνει, όμως, «η συμβολή των δυνάμεων μας στην κοινή δράση και τον διάλογο μέσα στους εργαζόμενους και τη νεολαία για την ανάπτυξη ενός μαχητικού κινήματος ανατροπής αποτελεί το κρίσιμο ζήτημα σήμερα».