Γιώργος Παυλόπουλος
Συντριβή για τα δύο πάλαι ποτέ κυρίαρχα κόμματα, Δημοκρατικούς και Φόρτσα Ιτάλια, που αθροιστικά μόλις που έφτασαν στο ένα τρίτο του εκλογικού σώματος. Πρωταγωνιστές, πλέον, το Κίνημα Πέντε Αστέρων και η Λίγκα του Βορρά
Η μερίδα του ιταλικού κεφαλαίου που διεκδικεί αναβάθμιση εντός ΕΕ-ευρώ εγκλώβισε λαϊκές μάζες που φτωχοποιήθηκαν ραγδαία
Η ολοκληρωτική σχεδόν κατάρρευση του «παλιού» πολιτικού σκηνικού, η πολύμορφη στροφή προς την Ακροδεξιά, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό, καθώς και η εκκωφαντική απουσία της Αριστεράς από το μετεκλογικό σκηνικό είναι τα τρία βασικά στοιχεία που σφράγισαν την αναμέτρηση της περασμένης Κυριακής στην Ιταλία. Ήταν μια αναμέτρηση η οποία, εκτός των άλλων, άφησε πίσω της ένα θολό τοπίο, μη δίνοντας καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε κανένα κόμμα, συνασπισμό κομμάτων ή συμμαχία από όλες όσες θεωρούνταν πιθανές προτού ανοίξουν οι κάλπες, κάτι που προαναγγέλλει μια νέα περίοδο κρίσης.
Σίγουρα δε, σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός ολόκληρου κύκλου στην πολιτική ζωή της χώρας, ο οποίος άνοιξε με την αποκαλούμενη «Επιχείρηση Καθαρά Χέρια» στις αρχές της δεκαετίας του ’90 — προϊόν της οποίας ήταν τόσο η ίδρυση της Φόρτσα Ιτάλια από τον Μπερλουσκόνι όσο και η διάλυση του ιστορικού ΚΚ, που οδήγησε σε μια σειρά σοσιαλδημοκρατικά μορφώματα και την πολλά υποσχόμενη τότε Κομμουνιστική Επανίδρυση. Με άλλα λόγια, σήμερα γράφεται ο επίλογος της Δεύτερης Ιταλικής Δημοκρατίας η οποία ξεκίνησε πριν 25 περίπου χρόνια. Φυσικά, η τελική δομή που θα έχει η Τρίτη Δημοκρατία δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί, όπως δεν είναι γνωστοί ούτε οι πρωταγωνιστές της. Σε κάθε περίπτωση, πολύ δύσκολα θα είναι το Δημοκρατικό Κόμμα και η Φόρτσα Ιτάλια, που μόλις και μετά βίας κατάφεραν αθροιστικά να συγκεντρώσουν το ένα τρίτο του κάτι λιγότερο από το 75% του εκλογικού σώματος που προσήλθε στις κάλπες, με απώλειες οι οποίες άγγιξαν το 15% (7% και 7,5% αντιστοίχως) συνολικά σε σύγκριση με το 2013.
Αντίθετα, πρωταγωνιστικό ρόλο διεκδικούν ο Σαλβίνι, ο οποίος κατάφερε να τετραπλασιάσει τις ψήφους της Λίγκας του Βορρά και να κερδίσει καθαρά την εσωτερική αναμέτρηση από τον Μπερλουσκόνι. Μαζί και ο επικεφαλής του πρώτου κόμματος, του Κινήματος των Πέντε Αστέρων — ο ντι Μάγιο, ο οποίος έχει νεοφασιστική ρίζα από τον πατέρα του, ενώ βρέθηκε να είναι στην ίδια συμμαχία με τον Βρετανό Φάρατζ στην Ευρωβουλή. Φιλοδοξίες αναβάθμισης τρέφει ακόμη και η νοσταλγός του Μουσολίνι, Μελόνι, ως επικεφαλής των Αδελφών της Ιταλίας που υπερδιπλασίασαν το ποσοστό τους.
Από τα παραπάνω, λοιπόν, καθίσταται ήδη σαφές ότι η αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού της Ιταλίας κινείται σε αντιδραστική κατεύθυνση. Δεν είναι μόνο ότι οι υποσχέσεις που έδωσαν οι νικητές των εκλογών για αύξηση του κατώτατου μισθού, των συντάξεων και του αφορολόγητου συνοδεύονται από εξαιρετικά σκληρές θέσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την αντιμετώπιση της «παράνομης μετανάστευσης». Είναι, κυρίως, ότι συγκαλύπτουν το γεγονός ότι έρχονται να εκφράσουν τις αγωνίες και τις φιλοδοξίες μιας αστικής τάξης που θεωρεί ότι αδικείται κατάφωρα στον καταμερισμό εντός της ΕΕ και της ευρωζώνης, έχοντας υποβαθμιστεί σε σύγκριση με τις αντίστοιχες της Γαλλίας, της Γερμανίας, καθώς και άλλων πλούσιων χωρών του Βορρά.
Αν προσπαθήσουμε να αποτυπώσουμε σύντομα και απλά αυτό που συμβαίνει, στην Ιταλία, μοιάζει να παίρνει σάρκα και οστά η κοινωνική-πολιτική συμμαχία η οποία δοκιμάστηκε χωρίς επιτυχία σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία (στο πρόσωπο της Λεπέν). Μια συμμαχία που φέρνει στο ίδιο στρατόπεδο, έστω και προσωρινά (χωρίς αυτό να είναι βέβαιο…) την ισχυρή μερίδα του εγχώριου κεφαλαίου που επιδιώκει να διεκδικήσει περισσότερα στον ενδοευρωπαϊκό ανταγωνισμό, μαζί με ευρύτατα τμήματα της κοινωνίας τα οποία έχουν φτωχοποιηθεί ραγδαία από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια και χρεώθηκαν κυρίως στο ευρωπαϊκό «διευθυντήριο», αλλά και τις προηγούμενες κυβερνήσεις, των Ρέντσι και Μπερλουσκόνι, οι οποίες τα είχαν καλά μαζί του.
Αναμφίβολα, όποια και αν είναι η κατάληξη του παζαριού που έχει ξεκινήσει για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης (χωρίς να αποκλείονται νέες εκλογές), το σκηνικό στη Ρώμη αποτελεί κακά μαντάτα για τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι. Μπορεί μεν να έχουν αποφύγει μέχρι στιγμής το μεγάλο «ατύχημα», όμως τώρα διαπιστώνουν ότι παρά την ευημερία των οικονομικών «δεικτών», η κρίση συνεχίζεται και βαθαίνει. Όσο για τα σχέδια μεταρρύθμισης της ΕΕ, δεν θα υλοποιηθούν ούτε εύκολα ούτε ομαλά.