Γιώργος Παυλόπουλος
Οι βαθύτερες ρίζες της επιθετικότητας Ερντογάν
Αναμφίβολα, ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας έχει σταθερά ταξική-εκμεταλλευτική βάση και είναι αντιδραστικός και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Είναι γεγονός, ωστόσο, ότι η ελληνική αστική τάξη βγαίνει αποδυναμωμένη από μια δεκαετία βαθύτατης κρίσης, ενώ η τουρκική ιδιαιτέρως ενισχυμένη υπό την ηγεσία του Ερντογάν. Η αλλαγή δεν είναι αμελητέα.
Ποια πΓΔΜ και ποια Αλβανία; Η Τουρκία!
Η επιδείνωση στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία και η όξυνση της αντιπαράθεσης σε όλο το «μέτωπο», από τον Έβρο μέχρι την Κύπρο, σφραγίζουν τις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου που ζούμε. Αναμφίβολα δε, και παρά το γεγονός ότι τα φαινόμενα και οι δηλώσεις συχνά οδηγούν σε αντίθετα συμπεράσματα, τις σφραγίζουν περισσότερο από ό,τι το Μακεδονικό. Άλλωστε, η ημέτερη αστική τάξη και τα κόμματά της ποτέ δεν έκρυψαν ότι ο βασικός ανταγωνιστής τους στην περιοχή δεν ήταν ούτε είναι η πΓΔΜ ούτε η Αλβανία, αλλά η Τουρκία. Παρά την επίκληση των από βορρά κινδύνων, η πραγματική απειλή και πρόκληση για την ελληνική ολιγαρχία προέρχεται εξ ανατολάς, κάτι που και η ίδια έχει αναγνωρίσει με κάθε τρόπο. Έχοντας, παράλληλα, πλήρη συνείδηση ότι ενώ τα Σκόπια και τα Τίρανα είναι «του χεριού» της, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά (η σύγκριση είναι συντριπτική υπέρ της Ελλάδας και στα δύο επίπεδα), τα πράγματα είναι διαφορετικά με την Άγκυρα.
Ειδικά σήμερα, λοιπόν, που η κρίση έχει επιταχύνει την τάση ανατροπής της περίφημης ισορροπίας δυνάμεων και έχει δώσει πολλούς πόντους στην Τουρκία, είναι ανάγκη να γνωρίζουμε ποιους έχουμε απέναντί μας. Όχι, φυσικά, για να τους κατατροπώσουμε πιο εύκολα και αποτελεσματικά στην αντιπαράθεση και την ενδεχόμενη κορύφωσή της, μέσω μιας πολεμικής σύρραξης — εξάλλου κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι ποτέ ο στόχος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος καμίας χώρας. Αλλά για να αποτυπώσουμε την ισχύ και να ερμηνεύσουμε τη στάση της αστικής τάξης της Τουρκίας, εντός και εκτός συνόρων.
Στα 15 χρόνια του Ερντογάν, η Τουρκία έχει ανέβει στην πρώτη κατηγορία και διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα
Τι είναι και τι αντιπροσωπεύει η σημερινή Τουρκία; Είναι το κακό παιδί που ξαφνικά τρελάθηκε και αποφάσισε να βάλει μπουρλότο στη Μέση Ανατολή και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο; Ακόμη χειρότερα, μήπως είναι μια χώρα βαρβάρων μουσουλμάνων, που επιδιώκουν να κάνουν τους πάντες να γονατίσουν μπροστά τους δια της βίας; Ή μήπως ο Ερντογάν και η παρέα του είναι οι χρήσιμοι ηλίθιοι που θα αξιοποιηθούν για να ανάψει η πυρκαγιά των μεγάλων ανακατατάξεων στην περιοχή την οποία θα έρθουν να σβήσουν οι πραγματικά ισχυροί, επιβάλλοντας τελικά τα δικά τους συμφέροντα;
Πρώτα από όλα, επειδή η ιστορία –και μαζί της οι ελληνοτουρκικές σχέσεις– δεν αρχίζουν ούτε τελειώνουν με την εισβολή του ΄74 στην Κύπρο και το «θερμό επεισόδιο» του 1996 στα Ίμια, οφείλουμε να μην ξεχνάμε ένα θεμελιώδες γεγονός: Ότι η σημερινή Τουρκία αντιπροσωπεύει ουσιαστικά ό,τι διασώθηκε από μια μεγάλη αυτοκρατορία, την Οθωμανική, η οποία παρήκμασε και διαλύθηκε βίαια πριν από ένα σχεδόν αιώνα. Καθώς, δε, βρέθηκε να είναι στο στρατόπεδο των ηττημένων και με το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, με αποτέλεσμα (εκτός των άλλων) να χάσει οριστικά και εδάφη τα οποία ήλπιζε ότι θα προσαρτούσε, όπως τα Δωδεκάνησα, είναι φανερό ότι ο συνολικός απολογισμός είναι αρνητικός για την Τουρκία.
Η πληγωμένη αστική της τάξη, συσπειρωμένη για λόγους επιβίωσης γύρω από τον Κεμάλ Ατατούρκ (τον ιδρυτή του σύγχρονου τουρκικού κράτους το 1923) και τους επιγόνους του, αναγκάστηκε να «θάψει» για μεγάλο χρονικό διάστημα κάθε μεγαλοϊδεατισμό και να περιοριστεί στα ασφυκτικά γι’ αυτήν σύνορα που της επιβλήθηκαν. Επί δεκαετίες, ο βασικός ρόλος που επιτελούσε ήταν αυτός του προκεχωρημένου φυλακίου του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών έναντι της ΕΣΣΔ και του «κομμουνιστικού κινδύνου» στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Διασφάλιζε δε την κυριαρχία της στο εσωτερικό σχεδόν αποκλειστικά με την άγρια καταστολή κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας και κυρίως των κομμουνιστών, της Αριστεράς και της κουρδικής μειονότητας, με τη βοήθεια του πολυπληθούς και απόλυτα ελεγχόμενου από την Ουάσινγκτον και τη CIA στρατού της.
Επρόκειτο, με άλλα λόγια, για μια καθυστερημένη χώρα του στρατοπέδου της αποκαλούμενης «Δύσης», τόσο σε επίπεδο οικονομικής βάσης και παραγωγικών δυνάμεων όσο και πολιτικού οικοδομήματος, όπως αποδεικνύουν, αφενός, τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα και, αφετέρου, η βιομηχανική υπανάπτυξη και τα τεράστια επίπεδα φτώχειας και αναλφαβητισμού. Ήταν, πρακτικά, μια κατάσταση διπλής (αν και διαφορετικής μορφής) καταπίεσης, των «πάνω» αλλά και των «κάτω», η οποία ήταν προφανές πως δεν ανταποκρινόταν ούτε στο δυναμικό της Τουρκίας ούτε στη στρατηγική γεωπολιτική της θέση, ούτε βεβαίως στην ιστορία της.
Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει και πρακτικά αποδείχθηκε μη βιώσιμη πλέον μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα του 1989-91, τα οποία είχαν και ως συνέπεια να λήξει ο ρόλος της Τουρκίας όπως περιγράφηκε πιο πάνω. Σταδιακά και ενώ οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, που αποτελεί και τον «ζωτικό χώρο» της, έδειχναν ήδη ότι θα εξελιχθούν σε μια συνολική και βίαιη ανατροπή του υπάρχοντος σκηνικού και των παλιών συσχετισμών –διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στα Βαλκάνια, πρώτος Πόλεμος του Κόλπου κ.λπ.– η Άγκυρα άρχισε επίσης να αλλάζει την ατζέντα της. Δίχως αμφιβολία, μάλιστα, κινητήρια δύναμη αποτέλεσε η επιτάχυνση της πρωταρχικής συσσώρευσης που επεδίωκε το τουρκικό κεφάλαιο, καθώς οι αγορές και οι δουλειές πλέον άνοιγαν, δημιουργώντας τεράστιες ευκαιρίες επέκτασης και κερδοφορίας.
Η διαδικασία αυτή γέννησε νέες κοινωνικές τάσεις, ενίσχυσε στρώματα που ασφυκτιούσαν στο πλαίσιο του κεμαλικού συστήματος εξουσίας και οδήγησε στην ανάγκη μιας μεγάλης πολιτικής αλλαγής. Μιας αλλαγής την οποία αξίζει να θυμηθούμε ότι ο Γ. Δελαστίκ είχε περιγράψει εγκαίρως και εξαιρετικά εύστοχα μέσα από τις σελίδες του ΠΡΙΝ, προβλέποντας ότι το ΠΑΣΟΚ της Τουρκίας θα είναι ένα κόμμα ισλαμικό.
Πράγματι, η άνοδος στην κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) το 2002-03 εξέφρασε μιαν αντικειμενική ανάγκη που υπήρχε στην Τουρκία. Απελευθέρωσε τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις και οικοδόμησε νέες και ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες, ανάμεσα στη νέα ολιγαρχία, τα μεσαία στρώματα που πολλαπλασιάστηκαν και ενδυναμώθηκαν, αλλά και σημαντικό τμήμα των πιο φτωχών και καταπιεσμένων που απέκτησαν ξαφνικά ελπίδα για καλύτερη ζωή (αν και συχνά χωρίς υλικό αντίκρισμα). Αυτές, ακριβώς, οι συμμαχίες είναι κυρίως –περισσότερο από την προσωπική του ικανότητα και την αμείλικτη στάση έναντι των αντιπάλων του– που επέτρεψαν στον Ερντογάν και το ΑΚΡ να κατατροπώσουν το κεμαλικό «βαθύ κράτος» και να οικοδομήσουν σταδιακά ένα δικό τους σύστημα εξουσίας.
Το αποτέλεσμα είναι παραπάνω από προφανές: Μέσα στα 15 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, η Τουρκία είδε το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της σχεδόν να πενταπλασιάζεται, με αποτέλεσμα η ίδια να είναι πλέον μέλος της ομάδας των 20 πιο ανεπτυγμένων και δυναμικότερα αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών οικονομιών του πλανήτη (G20) — πέρυσι, μάλιστα, κατέγραψε τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ από όλες τις άλλες. Η ανεργία μειώθηκε σημαντικά (κοντά στο 10%), ενώ ο πληθωρισμός τέθηκε σε γενικές γραμμές υπό έλεγχο, κάνοντας τις εποχές των τετραψήφιων ποσοστών να μοιάζουν μακρινές. Ταυτόχρονα, η Τουρκία ανέπτυξε την παραγωγική-βιομηχανική της βάση, προσέλκυσε μεγάλο όγκο ξένων κεφαλαίων, ενώ γνώρισε «έκρηξη» και στον κλάδο των υπηρεσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στον τουρισμό.
Με άλλα λόγια, την περίοδο Ερντογάν, η Τουρκία έχει ανέβει αρκετές κατηγορίες και πλέον παίζει στην πρώτη. Τα σοβαρότατα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία της, όπως το τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ο ολοένα διευρυνόμενος δανεισμός νοικοκυριών και επιχειρήσεων, δεν αναιρούν ούτε την παραπάνω εξέλιξη ούτε τη σημασία της. Όπως δεν αναιρούν και το γεγονός ότι η τουρκική αστική τάξη αισθάνεται πλέον αρκετά ισχυρή για να διεκδικήσει ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα, σε μια περιοχή που εξακολουθεί να αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα.
Επειδή δε η Τουρκία διαθέτει την ιστορική εμπειρία που της επιτρέπει να γνωρίζει ότι η οικονομική ισχύς χωρίς την αντίστοιχη στρατιωτική μοιάζει με πυρηνικό όπλο χωρίς τον πύραυλο που θα το εκτοξεύσει, φροντίζει να αναπτύξει και μια πολεμική μηχανή η οποία θα προκαλεί σοκ και δέος και, όποτε χρειαστεί, θα νικά. Με το βλέμμα, πάντα, στα «σύνορα της καρδιάς» του Ερντογάν, που στην ουσία δεν είναι άλλα από τα νέα και πολύ πιο διευρυμένα σύνορα της κερδοφορίας του λαίμαργου τουρκικού κεφαλαίου, το οποίο ήδη πρωταγωνιστεί στον αραβικό κόσμο και τα Βαλκάνια, ενώ βλέπει και νέους δρόμους να ανοίγονται μέσα από τη συμμαχία με Ρωσία και Ιράν — χωρίς φυσικά να εγκαταλείπει το χαρτί των Αμερικανών.
Εισβολές, αεροπλανοφόρα, πυρηνική ενέργεια…
Η Τουρκία αμφισβητεί την παλιά τάξη πραγμάτων
Με βάση τα όσα περιγράφηκαν παραπάνω, η Τουρκία του Ερντογάν έχει καταστεί σήμερα μια επιθετική και ταυτόχρονα αναθεωρητική δύναμη, η οποία αμφισβητεί ανοιχτά και συχνά βίαια το υπάρχον καθεστώς και επιδιώκει να σβήσει τα αποτυπώματα της παλιάς εποχής και να τα αντικαταστήσει με νέα, που θα ανταποκρίνονται στη δική της αναβαθμισμένη θέση και ρόλο.
Δεν το κάνει παντού με τον ίδιο τρόπο, φυσικά. Εκεί που την «παίρνει», όπως με τη Συρία και το Ιράκ, επιβάλει τη θέλησή της δια της βίας και με στρατιωτικά μέσα, παραβιάζοντας σύνορα και κατοχυρώνοντας ζώνες ελέγχου και επιρροής. Εκεί όπου τα πράγματα είναι πιο δύσκολα και υπάρχει (ακόμη) ισορροπία τρόμου, όπως για παράδειγμα με την Ελλάδα, ακολουθεί την τακτική του… γιαβάς-γιαβάς (βήμα-βήμα). Επιχειρεί να κερδίσει σταδιακά έδαφος και να θέσει στο τραπέζι όσο περισσότερα ζητήματα και γκρίζες ζώνες μπορεί (κάποιες από τις οποίες είναι ούτως ή άλλως), με τους δικούς της όρους και από θέση ισχύος.
Τέλος, απέναντι στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παίζει ένα παιχνίδι εκβιασμού και λεπτών ισορροπιών, διεκδικώντας τα μεγαλύτερα δυνατά ανταλλάγματα, με όπλο τόσο τη στρατηγική της θέση όσο και την ισχύ της, που αυξάνεται διαρκώς και κάνει τους πάντες να την υπολογίζουν. Εξάλλου, ο Ερντογάν δεν φτιάχνει τυχαία πυρηνικό εργοστάσιο με τους Ρώσους, από τους οποίους αγοράζει και πυραύλους S-400, ούτε έχει από σύμπτωση στα σκαριά αεροπλανοφόρο, ούτε παραγγέλνει μαχητικά F-35 από τους Αμερικανούς γιατί δεν ξέρει πώς να χαλάσει τα λεφτά του, ούτε κάνει χωρίς σχέδιο συμφωνίες με το Κατάρ, τη Σομαλία και άλλες χώρες της περιοχής για την κατασκευή στρατιωτικών βάσεων στο έδαφός τους. Μια περιφερειακή υπερδύναμη γεννιέται.
Τελειώνουν συναίνεση και μήνας του μέλιτος
Σε όλη την περίοδο Ερντογάν, υπάρχουν τρεις σταθμοί που αλλάζουν τα δεδομένα και απειλούν την απόλυτη ηγεμονία του — η οποία πλέον δεν επιβάλλεται… συναινετικά αλλά δια ροπάλου, μετατρέποντας την Τουρκία σε ένα ιδιόμορφο καθεστώς κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, με ολοένα πιο έντονα θρησκευτικά-σκοταδιστικά χαρακτηριστικά. Ο ένας είναι οι μεγάλες και μαχητικές διαδηλώσεις στο τέλος του 2013, με αφορμή τη βεβήλωση του πάρκου Γεζί στο Ταξίμ. Ήταν μια έκρηξη η οποία μπορεί να κατεστάλη βίαια, πρόλαβε όμως να φέρει στην επιφάνεια μια άλλη Τουρκία — των νέων και των εργαζομένων που αγωνίζονται, διεκδικώντας μερτικό από την οικονομική ανάπτυξη και την κλεμμένη υπεραξία αλλά και περισσότερη δημοκρατία.
Ο δεύτερος είναι το αποτυχημένο πραξικόπημα που έγινε τον Ιούλιο του 2016 και έδωσε την ευκαιρία στον Ερντογάν (σε βαθμό που αν δεν είχε γίνει θα έπρεπε να το έχει επινοήσει ο ίδιος…) να εξαπολύσει την τελική του επίθεση για την άλωση του κρατικού μηχανισμού από κάθε αντίπαλό του. Έτσι, κεμαλιστές, Κούρδοι, αριστεροί αγωνιστές, ενοχλητικά ΜΜΕ χαρακτηρίζονται συλλήβδην πράκτορες του (εξόριστου στις ΗΠΑ) ιμάμη Γκιουλέν και διώκονται μαζικά. Όσο για τον τρίτο, έχει να κάνει με τον ολοκληρωτικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει κατά των Κούρδων και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Με στόχο, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, να πνιγεί εν τη γενέσει της κάθε προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, έστω και σε εμβρυακή μορφή, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε βόμβα στα θεμέλια της ίδιας της Τουρκίας.
Σε κάθε περίπτωση, το σκοινί τεντώνεται επικίνδυνα.