του Αντώνη Κουρούκλη , προέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής (Π.Ο.Π.Ο.Κ.Π)
Ασφαλιστική «μεταρρύθμιση»:«Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού αλέθει ο μύλος»
Αν κάποιος επιχειρήσει να παρακολουθήσει τις δηλώσεις και τις βαρύγδουπες ανακοινώσεις Κυβέρνησης και Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ειδικότερα γύρω από τα ζητήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης παρακάμπτοντας ή αγνοώντας τις κάθε είδους σκοπιμότητες που αυτές υπηρετούν, θα οδηγηθεί αβίαστα στο συμπέρασμα πως πρόκειται για παραλογισμό. Η τελευταία «παράσταση» αφορά στις ομιλίες Μητσοτάκη στο συνέδριο της Ε.Α.Ε.Ε. και Αχτσιόγλου στο φόρουμ των Δελφών.
Ο παραλογισμός στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι, ο αρχηγός της Ν.Δ. περιέγραψε τις θέσεις του κόμματός του για το ασφαλιστικό εξαγγέλλοντας ουσιαστικά το νόμο Κατρούγκαλου! Στην πραγματικότητα βέβαια η συγκεκριμένη εξαγγελία υπηρετεί τη σκοπιμότητα που αφορά στο «ανάπτυγμα» του νόμου, όπου αναφορικά με τους τρεις «πυλώνες» του συστήματος Μητσοτάκη και με βάση τη δική μας οπτική αναφέρουμε εν τάχει τα εξής : O πρώτος πυλώνας αφορά στο σημερινό ΕΦΚΑ (εθνική & ανταποδοτική σύνταξη, η δεύτερη χρηματοδοτούμενη αποκλειστικά από τις εισφορές – θα αναφερθούμε ξανά παρακάτω στις εισφορές). Ο ρόλος και το ειδικό του βάρος στο σύστημα δυνητικά θα υποβαθμίζεται, όπως και η συμμετοχή των παροχών του στη διαμόρφωση της συνολικής συνταξιοδοτικής παροχής. Ο δεύτερος αφορά στο σημερινό ΕΤΕΑΠ (επικουρική και εφάπαξ – κεφαλαιοποιητικό σύστημα) και στα επίσης υφιστάμενα Επαγγελματικά Ταμεία. Εδώ το «ανάπτυγμα» αφορά στη δυνατότητα επιλογής αλλά υποχρεωτικής υπαγωγής σε ένα από τα δύο, με την επαγγελματική ασφάλιση να παραδίδεται πλέον και τυπικά σε ιδιωτικά εταιρικά σχήματα. Ο τρίτος πυλώνας αφορά στα ατομικά συνταξιοδοτικά προγράμματα των ασφαλιστικών εταιριών.
Από τη μεριά της η υπουργός Εργασίας θριαμβολογεί και επαίρεται – πέρα από τα μυθεύματα περί πλεονασμάτων και βιωσιμότητας του συστήματος – για την ψήφιση και εφαρμογή ενός θεσμικού πλαισίου, το «υποπολλαπλάσιο» του οποίου, με την έννοια της ευνοϊκότερης εκδοχής, ο ΣΥΡΙΖΑ σωστά χαρακτήριζε ταφόπλακα του Δημόσιου χαρακτήρα της Ασφάλισης (αναφερόμαστε στο νόμο Λοβέρδου-Κουτρουμάνη και διευκρινίζουμε ότι και οι προηγούμενοι το νόμο Κατρούγκαλου είχαν κατά νου αλλά δεν τα κατάφεραν, αφήνοντας το ΣΥΡΙΖΑ να τους πάρει τη «δόξα»). Είναι λοιπόν η σημερινή Κυβέρνηση η οποία με τη στήριξη της Ν.Δ και του ΠΑΣΟΚ το καλοκαίρι του 2015 δεσμεύτηκε «μνημονιακά» και στη συνέχεια νομοθέτησε το ν.4387/16 κάνοντας όλη τη βρώμικη δουλειά και βάζοντας τα θεμέλια της πλήρους εξατομίκευσης και ιδιωτικοποίησης, με την εθνική σύνταξη στο ρόλο του «φερετζέ» για τον δήθεν δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος.
Μέχρι τώρα όμως μιλήσαμε για «το νερό που τρέχει». Ας πάμε λοιπόν εκεί που «αλέθει ο μύλος», δηλαδή στον ΣΕΒ. Στο εβδομαδιαίο δελτίο της 1ης Μαρτίου 2018 μεταξύ άλλων αναφέρει : «να καταργηθούν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων (6,67% επί του μικτού μισθού)» ενώ η έρευνα της διαΝΕΟσις στην οποία στηρίζεται, εκτός των υπολοίπων ανατριχιαστικών προτάσεων που οι περισσότερες αποτελούν παραλλαγές όλων όσων εξελίσσονται σαν απόρροια του ν. 4387/16, περιλαμβάνει και τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, αρχικά από 13,33% σε 12%. Παρακάτω επίσης το ίδιο δελτίο αναφέρει τα εξής : «Ειδικότερα, η κατάργηση των εισφορών των εργαζομένων, ταυτόχρονα με τη μείωση του αφορολογήτου, διατηρεί ανέπαφο το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών, και, συνεπώς, συντελεί στην αποδοχή από την κοινωνία της αναγκαίας επέκτασης της φορολογικής βάσης.»
Μ’ ένα σμπάρο δηλαδή δυο τρυγόνια. Από τη μια συρρίκνωση του πρώτου πυλώνα (κύρια σύνταξη) με παγίωση για τους σημερινούς εργαζόμενους, κυρίως τους νέους, ατομικής, ιδιωτικής ασφαλιστικής «κουλτούρας» κι απ’ την άλλη ροκάνισμα της σημερινής κράτησης του 6,67% που υποτίθεται θα λαμβάνουν στο χέρι (αύξηση του ονομαστικού μισθού), μέσω της ήδη ψηφισμένης ή και της περαιτέρω μείωσης του αφορολόγητου. Επομένως θα είναι μέρος του σημερινού διαθέσιμου εισοδήματος, το οποίο προφανώς δεν μένει ανέπαφο όπως διατείνονται, αυτό που θα υποχρεωθεί ο εργαζόμενος να καταβάλει στην ατομική του μερίδα προκειμένου να θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Στην εξίσωση βέβαια δεν μπαίνουν – ή μπαίνουν αρνητικά – οι σημερινοί συνταξιούχοι, αφού η προφανής απώλεια εσόδων από την κατάργηση των εισφορών των εργαζόμενων, θα μειώσει την ανταποδοτική τους σύνταξη. Η συγκεκριμένη απώλεια δε, (2,1 δις – προϋπολογισμός ΕΦΚΑ 2018) δεν προβλέπεται να αναπληρωθεί από κρατική επιχορήγηση αφού αυτή υποχρεωτικά θα βαίνει μειούμενη λόγω των μνημονιακών δεσμεύσεων όπως ανέφερε στους Δελφούς και η κα Αχτσιόγλου.
Ανεξάρτητα πάντως από επιμέρους προτάσεις και προσεγγίσεις, αυτό που αποτελεί διαχρονική επιδίωξη του ΣΕΒ είναι να επιβάλλει το σκληρό διεκδικητικό του πλαίσιο, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις και κάθε άλλου είδους θεραπαινίδα των συμφερόντων του, το οποίο αφορά στην οριστική κατάργηση τόσο των εργατικών όσο και των εργοδοτικών εισφορών. Φτάνει δε στο σημείο έστω και με τον τρόπο που αναφέραμε να «δίνει» δήθεν το κομμάτι του 6,67% των εργατικών εισφορών σαν κατοχυρωμένη «οιονεί» μισθολογική παροχή, προκειμένου να το ξεχωρίσει από το υπόλοιπο και μεγαλύτερο κομμάτι του 13,33% των εργοδοτικών εισφορών. Αυτό δεν το θεωρεί μισθό ούτε κατοχυρωμένη παροχή υπέρ των εργαζόμενων και εντέχνως το βαφτίζει επιχορήγηση άρα επιβάρυνση της επιχείρησης (μη μισθολογικό κόστος), για να απαιτήσει στη συνέχεια την πλήρη κατάργησή του. Αυτή ακριβώς η απαίτηση, πέρα από τις άμεσες συνέπειες που αναφέραμε παραπάνω, είναι που προσδιορίζει τον κατ’ εξοχήν ταξικό χαρακτήρα των διεκδικήσεων του ΣΕΒ. Δεδομένου ότι πέφτει η συνολική ποσότητα ζωντανής εργασίας (δηλ. η παραγωγή νέας αξίας) στο σύνολο της παραγωγής, αποτελεί μονόδρομο γι αυτούς η μείωση της αξίας του μισθού, προκειμένου μέσω της απόλυτης ή της σχετικής αύξησης του απλήρωτου έναντι του πληρωμένου μέρους της εργασίας να αντισταθμιστεί η τάση μείωσης του γενικού ποσοστού κέρδους. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο επιμέρους κλάδοι να επιτύχουν υπερκέρδη.
Το εργατικό κίνημα ωστόσο παραμένει στην ουρά αυτών των εξελίξεων αφού εκτός των άλλων, στο επίπεδο της πλειοψηφίας των συνδικαλιστικών ηγεσιών η προσέγγιση του ζητήματος είναι δήθεν υπερταξική με τις γνωστές φλυαρίες περί «κοινωνικών συμβολαίων», αποτελώντας ουσιαστικά τη «light» εκδοχή της διαχειριστικής προσέγγισης του ΣΕΒ. Πρόσφατα π.χ. ο Παναγόπουλος υιοθέτησε την πρόταση των βιομηχάνων για εθνικό επαγγελματικό ταμείο, εμφανίζοντάς την μάλιστα σαν πρόταση της ΓΣΕΕ! (νερό στο μύλο που αλέθει δηλαδή). Η συγκεκριμένη όμως προσέγγιση όσο κι αν επιχειρούν να το κρύψουν τόσο οι μεν όσο και οι δε, θα βρεθεί δυνητικά αντιμέτωπη με τεράστια αδιέξοδα τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο σαν αποτέλεσμα χαοτικών αντιφάσεων που δεν αποτελούν παρά εκφάνσεις των ίδιων των αντιφάσεων ολόκληρης της σφαίρας διανομής και κυρίως της ίδιας της σφαίρας παραγωγής.
Άλλωστε και ο ίδιος ο θεσμός της Κοινωνικής Ασφάλισης, παρεμβαίνει με τρόπο αντιφατικό. Παρουσιάζεται δηλαδή ιστορικά σαν θεσμός καθολικής κοινωνικής προστασίας έναντι του ασφαλιστικού κινδύνου θέτοντας νέους όρους αναδιανομής, παραμένοντας όμως κλεισμένος εντός των κεφαλαιοκρατικών ορίων. Γι αυτό, αντί να υπερνικήσει την αντίθεση ανάμεσα στο χαρακτήρα του συνολικού παραγόμενου πλούτου σαν κοινωνικού και ατομικού, τις περισσότερες φορές αλλάζει απλά τη μορφή της, οδηγώντας στη φαινομενική μόνο άρση αυτής της αντίθεσης. Σε περιόδους όξυνσης όμως σαν τη σημερινή, υποχρεωτικά αναπαράγει και αναδεικνύει όλες τις ανεπάρκειες και το μη διαχειρίσιμο του υφιστάμενου συστήματος. Ωστόσο η υπεράσπιση του θεσμού εξακολουθεί να αποτελεί σημερινό καθήκον του εργατικού κινήματος, σαν ρήγμα στη μορφή και σαν μια από τις αυτοαναιρούμενες αντιφάσεις οι οποίες αποτελούν απλά μεταβατικά σημεία μιας διαδικασίας που το τελικό της στάδιο οδηγεί και προϋποθέτει με ένταση φυσικής αναγκαιότητας ένα νέο τρόπο παραγωγής.