Δημήτρης Γκόβας
Το Μανιφέστο μετέτρεψε τον κομμουνισμό από ιδεώδες σε πολιτικό πρόγραμμα
Τολμηρή ανατροπή της μέχρι τότε αντίληψης περί πολιτικής αποτελεί η έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στις 21 Φεβρουαρίου 1848 στο Λονδίνο, στη γερμανική γλώσσα. Το μόλις 23 σελίδων (στην 1η του έκδοση) βιβλίο με τον τίτλο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα βιβλία όλων των εποχών σε ολόκληρο τον κόσμο. Η «γέννηση» του έργου αυτού, που αποτέλεσε το πρώτο προγραμματικό κείμενο του νεογέννητου κομμουνιστικού κινήματος, έχει τη δική της ιστορία, θυμίζοντας τη μορφή και την ονομασία του αντίστοιχου Μανιφέστου των Ίσων του Μπαμπέφ (1796).
Η «έξοδος» της επαναστατικής πολιτικής από τους κλειστούς κύκλους της εποχής στο κοινωνικό προσκήνιο και τη μαζική πολιτική δράση, αποτελεί μια πρώτη «πρόκληση» του έργου. Η ιστορία αναλύεται με βάση τις κοινωνικές τάξεις, άρα ως ιστορία των ταξικών αγώνων. Το κομμουνιστικό αίτημα τίθεται ως στόχος στη δημοσιότητα, ως κίνηση του κινήματος μιας τάξης, της εργατικής, που έχει γεννηθεί από τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Το κόμμα αποτελεί τον εκφραστή των συνολικών συμφερόντων του προλεταριάτου, δρα από τη σκοπιά του μέλλοντός του, της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ο κομμουνισμός, από ομολογία πίστης και ουτοπικό ιδεώδες γίνεται πρόγραμμα της νέας εποχής. Για να κερδίσουν οι προλετάριοι όλων των χωρών έναν ολόκληρο κόσμο!
Το Μανιφέστο τελειώνει με τα εξής λόγια: «Οι κομμουνιστές απαξιούν να κρατήσουν μυστικές τις απόψεις και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσα από τη βίαιη ανατροπή όλης της μέχρι σήμερα κοινωνικής οργάνωσης. Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις μπροστά σε μια κομμουνιστική επανάσταση. Με αυτήν οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους. Έχουν έναν κόσμο να κερδίσουν.
Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»
Τομή στη σύγχρονη πολιτική θεωρία
Τον Ιούνιο 1847 ο Ένγκελς –ως εκπρόσωπος του παραρτήματος Παρισιού– συμμετέχει στο πρώτο συνέδριο της Ένωσης των Δικαίων στο Λονδίνο. Η Ένωση δεν έχει πάνω από 100 μέλη σε όλη την Ευρώπη. Οι επαφές μεταξύ της Κομμουνιστικής Επιτροπής Αλληλογραφίας που είχε ιδρυθεί ένα χρόνο πριν στις Βρυξέλες από τον Μαρξ και τον Ένγκελς και της Ένωσης των Δικαίων, η οποία είχε ιδρυθεί ως μυστική εταιρεία το 1836, θα οδηγήσει στην απόφαση σχηματισμού μιας κοινής ένωσης. Στο πρώτο αυτό συνέδριο, αποφασίζεται η μετονομασία σε Ένωση Κομμουνιστών και η σύνταξη νέου καταστατικού. Ο Μαρξ δεν συμμετέχει λόγω έλλειψης χρημάτων.
Το σύνθημα της Ένωσης των Δικαίων, «Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια!», αλλάζει σε «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» και τον Αύγουστο ιδρύεται το παράρτημα Βρυξελών της Ένωσης Κομμουνιστών με πρόεδρο τον Μαρξ. Τον Σεπτέμβριο του 1847 η Κεντρική Επιτροπή του Λονδίνου, στέλνει στα παραρτήματα της Ένωσης το προσχέδιο μιας «Κομμουνιστικής Ομολογίας Πίστης», ως προγραμματική διακήρυξη της νέας οργάνωσης, κείμενο που δεν ικανοποιεί τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Ο Ένγκελς ασκεί έντονη κριτική στο κείμενο και αποδέχεται να συντάξει νέο πρόγραμμα. Προϊόν της εργασίας του είναι οι Βασικές αρχές του κομμουνισμού, οι οποίες συντάχθηκαν εσπευσμένα από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, έχοντας τη μορφή ερωταποκρίσεων αναφορικά με τον κομμουνισμό. Ωστόσο, ο Ένγκελς δεν μένει ικανοποιημένος από τις Βασικές Αρχές του, θεωρώντας τις πρόχειρη εργασία. Στις 23 Νοεμβρίου 1847 θα γράψει στον Μαρξ: «Σκέψου λίγο ακόμη για την “Ομολογία Πίστης”. Νομίζω το καλύτερο θα ήταν να αφήσουμε τη μορφή της κατήχησης και να δώσουμε στο κείμενο τον τίτλο: Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Μιας και αυτό θα πρέπει να αφηγείται λιγότερο ή περισσότερο ιστορία, η μέχρι τώρα μορφή δεν ταιριάζει καθόλου. Θα φέρω το μέχρι τώρα κείμενο που έχω συντάξει, είναι απλά αφηγηματικό, αλλά με άθλια επιμέλεια, γραμμένο με φοβερή πίεση χρόνου».
Συμφωνώντας για τον χαρακτήρα του κειμένου, oι Μαρξ και Ένγκελς συμμετέχουν στο δεύτερο συνέδριο της Ένωσης στο Σόχο του Λονδίνου (28/11-8/12 1847), όπου τους ανατίθεται η τελική επεξεργασία του προγράμματος. Η δουλειά ξεκινάει κατευθείαν, με τους δυο συγγραφείς στις Βρυξέλλες να έχουν διαμορφώσει το κύριο σχέδιο και τα θεμελιακά σημεία, αλλά ο Ένγκελς αναχωρεί για το Παρίσι στις 27/12. Ο Μαρξ με τη γνωστή σχολαστικότητά του συνεχίζει την επεξεργασία του κειμένου, καθυστερώντας την έκδοση, με αποτέλεσμα τη «θυμωμένη» υπενθύμιση –με γράμμα– της Ένωσης Κομμουνιστών στα τέλη Ιανουαρίου 1848 να καταθέσει το τελικό κείμενο, διότι σε αντίθετη περίπτωση «θα ληφθούν μέτρα εναντίον του». Έτσι ο Μαρξ ολοκληρώνει το χειρόγραφο του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος και το στέλνει στον τυπογράφο στο Λονδίνο το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 1848.
Το Μανιφέστο θα κυκλοφορήσει τελικά στο Λονδίνο στις 21 Φεβρουαρίου 1848 σε μια έκδοση 23 σελίδων στα γερμανικά, σχεδόν ταυτόχρονα με το ξέσπασμα της επανάστασης στο Παρίσι. Από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο αναδημοσιεύεται στην εφημερίδα Deutsche Londoner Zeitung, ενώ το ίδιο έτος κυκλοφορεί σε τριαντασέλιδη διορθωμένη έκδοση, η οποία θα θεωρηθεί από τους ίδιους τους συγγραφείς του ως η επίσημη έκδοση. Αμέσως μετά κυκλοφορούν οι μεταφράσεις του Μανιφέστου στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα σουηδικά, τα φλαμανδικά και τα δανικά. Τα ονόματα των συγγραφέων, όμως, θα αναφερθούν για πρώτη φορά στην πρώτη αγγλική έκδοση το 1850.
Η Ένωση Κομμουνιστών δεν θα αποκτήσει τελικά ποτέ τα χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου μαζικού και διαρθρωμένου κόμματος αλλά θα παραμείνει έως το 1852 (οπότε διαλύεται), ένα δίκτυο επικοινωνίας εργατών και ριζοσπαστών συγγραφέων που δεν ξεπερνούσε, σε όλη την Ευρώπη, τα 300 μέλη. Ο δρόμος όμως έχει σχεδιαστεί, ο τυφλοπόντικας της ιστορίας δουλεύει, για να εμφανιστεί λίγο αργότερα (Σεπτέμβρης 1864) η Α΄ Διεθνής Ένωση των Εργατών «για να αντικαταστήσει τα διάφορα σοσιαλιστικά και μισοσοσιαλιστικά τμήματα με μια πραγματικά αγωνιστική οργάνωση της εργατικής τάξης», όπως υπογραμμίζει ο Μαρξ.
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αποτελεί μια τομή στη σύγχρονη πολιτική θεωρία και ιστορία, από πολλές απόψεις. Καταρχήν, διότι την εποχή της έκδοσής του, φορέας πολιτικής θεωρούνταν αποκλειστικά το ηγεμονικό κράτος, η διοίκησή του και οι κυρίαρχοι (αριστοκράτες, αστοί, κ.ο.κ.). Σημειώνεται ότι σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει ακόμα το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Από τον τίτλο κιόλας του βιβλίου, το Μανιφέστο μιλάει για ένα «κόμμα», για έναν φορέα δηλαδή, με πρόθεση τη δημόσια δράση και πολιτική πάλη. Στις σελίδες του θέτει την ανάγκη για την είσοδο των μαζών στην πολιτική, ανάγοντας την κοινωνική πλειονότητα σε δυναμικό υποκείμενο και παράγοντα ανατροπής. Ας σημειωθεί ότι, μέχρι τη στιγμή εκείνη, οι συλλογικότητες του εργατικού κινήματος λειτουργούν αποκλειστικά σχεδόν ως – κατά βάση παράνομες– μυστικές εταιρείες, λέσχες και συντεχνίες, με έντονη ηθική ή και θρησκευτική χροιά, ενώ ο λόγος τους είχε τα χαρακτηριστικά «ομολογιών πίστης», όπως ήδη αναφέρθηκε.
Μια δεύτερη –θεμελιακή– τομή του Μανιφέστου, αποτελεί η ανάλυση των τάξεων, δηλαδή μια εντελώς νέα ματιά στην ιστορία. Η ιστορία κατανοείται και προβάλλεται ως ιστορία των ταξικών αγώνων. Στη βάση αυτή αποδίδεται για πρώτη φορά ολοκληρωμένος ρόλος στο προλεταριάτο (όρος από τα λατινικά), ως κοινωνική δύναμη ανατροπής, αναδιατυπώνοντας με αυτόν τον τρόπο το πολιτικοθεωρητικό ζήτημα της μορφής και του περιεχομένου της εξουσίας. Ο στόχος της ανατροπής της υπάρχουσας κοινωνικής μορφής (κεφαλαιοκρατίας) με την αναλυτική καταγραφή της εργατικής τάξης και των επαναστατικών δυνατοτήτων που έχει, αποτελεί μια πρώτη απόπειρα επιστημονικής ανάλυσης και ένα πρωτόγνωρο έως τότε προγραμματικό κείμενο της νέας εποχής, του καπιταλισμού. Οι θεμελιακές αυτές τομές οδηγούν και στο «διαζύγιο» που παίρνει το προγραμματικό αυτό κείμενο της Ένωσης Κομμουνιστών από τον μικροαστικό, τον ουτοπικό και μια σειρά άλλους σοσιαλισμούς, ανοίγοντας τον –δύσκολο– δρόμο για το νεαρό κομμουνιστικό κίνημα.