Διονύσης Τζαρέλλας
Οι Μαρξ και Ένγκελς οριοθετούνται από τον ουτοπικό σοσιαλισμό και αντιλαμβάνονται το προλεταριάτο όχι μόνο ως πάσχουσα ανθρωπότητα, αλλά και ως εν δυνάμει πολιτικό υποκείμενο. Γράφοντας στο Μανιφέστο, πως η ταξική πάλη μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων, οι Μαρξ-Ένγκελς αποδομούν την οικονομίστικη προσέγγιση. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι οι επαναστάσεις νικούν, αν οι συνειδητά δρώντες, έχοντας φυσικά επίγνωση των ιστορικών ορίων, δεν κινηθούν με τόλμη στο στρόβιλο της ιστορίας.
Το Μανιφέστο υπερασπίζεται τον κομμουνισμό ως συνειδητό σχέδιο δράσης και ως τη μόνη προοπτική για την ανθρωπότητα
Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (Das Manifest der Kommunistischen Partei) ή εν συντομία το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι αναμφίβολα το πλέον κλασικό έργο της μαρξιστικής θεωρίας. 170 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση παραμένει επίκαιρο και γιατί ο κομμουνισμός ως πολιτική ταυτότητα αποκτά και πάλι σημαίνουσα βαρύτητα σε μια εποχή κατά την οποία η περιγραφική/γεωγραφική έννοια της “αριστεράς”, μοιάζει να έχει χάσει το ριζοσπαστικό/ταξικό στίγμα της.
Το “Μανιφέστο” δεν είναι ένα αμιγώς θεωρητικό έργο που έχει ως στόχο κάποια αφηρημένη διαμάχη στη σφαίρα των ιδεών, ακαδημαϊκού τύπου. Αντίθετα είναι ένα πολιτικό έργο, μία πλατφόρμα θέσεων των κομμουνιστών της εποχής, ένα εργαλείο δράσης και ταυτόχρονα μια διακήρυξη πολιτικής ταυτότητας.
Το Μανιφέστο εκδίδεται λίγες εβδομάδες πριν από την επανάσταση κατά της μοναρχίας στη Γαλλία στις 21 Φλεβάρη 1848 και λίγους μήνες πριν από την προλεταριακή εξέγερση του Ιούνη της ίδιας χρονιάς, σε μια πραγματική επαναστατική συγκυρία.
Ουσιαστικά το Μανιφέστο αναλύει τη στιγμή που ολοκληρώνεται το πέρασμα στην ταξική διαίρεση που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό, όταν δηλαδή συντελείται η μετάβαση από τη λεγόμενη τυπική υπαγωγή στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Με αυτή την έννοια το Μανιφέστο φιλοδοξεί να αποτελέσει τη θεωρητική ανάλυση της πραγματικής κοινωνικής κίνησης, συμβάλοντας στην επαναστατική της ανατροπή.
Όταν οι Μαρξ-Ένγκελς γράφουν το Μανιφέστο είναι νέοι ακόμα και για την εποχή τους: ο πρώτος είναι 30 κι ο δεύτερος 28 ετών, αλλά έχουν ήδη μια ολοκληρωμένη θεωρητική συγκρότηση και πλούσιο συγγραφικό έργο. Και οι δύο έχουν σχετιστεί με τους αριστερούς νεοχεγκελιανούς, έχουν υπερβεί τη ριζοσπαστική-δημοκρατική αντίληψη και αυτοπροσδιορίζονται πλέον ως κομμουνιστές. Ο Μαρξ έχει αντιπαρατεθεί κριτικά με το ιδεολογικό του παρελθόν στο Εβραϊκό Ζήτημα (1843-44) αλλά και στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου και έχει αναδείξει θεωρητικά το κομμουνιστικό πρόταγμα ως ιστορική αναγκαιότητα στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844), ενώ στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1846-47) επεξεργάζεται υλιστικά οικονομικές κατηγορίες, κρίνοντας ανηλεώς το μικροαστικό ριζοσπαστισμό του Προυντόν. Αντίστοιχα, ο Ένγκελς έχει καταγράψει με συγκλονιστικό τρόπο τη ζωή του προλεταριάτου στο έργο Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (1845). Από κοινού τόσο στη Γερμανική Ιδεολογία (1845-46), όσο και στην Αγία Οικογένεια (1845) οι κλασικοί του μαρξισμού συστηματοποιούν και αναλύουν τη ρήξη τους με το ιδεολογικό τους παρελθόν, ορμώμενοι από μια θεωρητική/πρακτική ανάγκη αναστοχασμού και επανακαθορισμού των ιδεών τους και των ίδιων, ως δρώντων πολιτικών υποκειμένων.
Οι Μαρξ-Ένγκελς έχουν οριοθετηθεί και από τον ουτοπικό σοσιαλισμό και αντιλαμβάνονται το προλεταριάτο όχι μόνο ως πάσχουσα ανθρωπότητα, αλλά και ως εν δυνάμει πολιτικό υποκείμενο. Ταυτόχρονα διεκδικούν την ηγεμονία της “κομμουνιστικής υπόθεσης” από το ρεύμα του μπλανκισμού, τιμώντας μεν τον επαναστατικό βολανταρισμό του Μπλανκί, θέλοντας όμως να τον υπερβούν διαλεκτικά. Ωστόσο, οι συγγραφείς του Μανιφέστου δεν παρουσιάζονται ως ιδρυτές του κομμουνισμού, αλλά αντίθετα διεκδικούν στο πολιτικό επίπεδο, την επαναστατική κληρονομιά του κομμουνιστικού ρεύματος, του “πρώιμου” αιτήματος του Μπαμπέφ και του Μπουαναρότι για μια ταξική-προλεταριακή ολοκλήρωση της Γαλλικής Επανάστασης. Οι Μαρξ-Ένγκελς θέτουν ως στόχο να επικαιροποιήσουν τον κομμουνισμό, να τον θωρακίσουν θεωρητικά, ώστε από ουτοπική ή επαναστατική διαμαρτυρία να μετατραπεί στην επαναστατική θεωρία του κοινωνικού μετασχηματισμού, σε μια υλική δύναμη ανατροπής.
Αξίζει να σταθούμε στην αρχή του κειμένου, εκεί που περιγράφεται η ιστορία των ταξικών αγώνων οι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι τάξεις βρίσκονται διαρκώς σε “(…) έναν αγώνα που τελείωνε κάθε φορά με έναν επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την από κοινού καταστροφή των τάξεων που αγωνίζονταν” (Μαρξ-¨Ενγκελς 1976:15), μια διατύπωση που ίσως δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή. Πρόκειται απλώς για θεωρητική υπερβολή εφόσον δεν αναφέρεται κάποιο ιστορικό παράδειγμα αμοιβαίας καταστροφής των αντιμαχόμενων τάξεων; Μήπως οι Μαρξ-Ένγκελς, διατυπώνουν ένα θεωρησιακό, χεγκελιανού τύπου, αφορισμό; Σε ένα τόσο μεστό κείμενο, όπως το Μανιφέστο, όπου κάθε φράση έχει τη σημασία της, θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε ότι οι συγγραφείς απλά “πετούν” μια καταστροφολογική διατύπωση ως άσκηση διαλεκτικής.
Όπως επισημαίνει ο μαρξιστής ιστορικός Χομπσμπάουμ (1982:43), σχολιάζοντας το εν λόγω απόσπασμα, στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο “θίγεται το ενδιαφέρον πρόβλημα της ιστορικής παρακμής και οπισθοχώρησης” . Με αυτή την έννοια το μαρξιστικό εξελικτικό σχήμα της προόδου εμπεριέχει την αρνητικότητα και οριοθετείται από έναν πρωτόλειο μηχανιστικό ντετερμινισμό.
Οι συγγραφείς αντιλαμβάνονται την ιστορία ως φάσμα δυνατοτήτων, ως το πεδίο αμφισβήτησης των κοινωνικών σχέσεων και της συνειδητής σύγκρουσης των αντιμαχόμενων ταξικών συμφερόντων. Η διατύπωση περί αμοιβαίας καταστροφής καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα για το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης, μιας και η ιστορική εξέλιξη χαρακτηρίζεται και από ασυνέχειες, τρομακτικά πισωγυρίσματα που καταστρέφουν τη φαινομενικά γραμμική πρόοδο.
Οι Μαρξ-Ένγκελς αποδομούν με μια φράση, την οικονομίστικη παρερμηνεία του μαρξισμού που ακυρώνει την αναγκαιότητα της δράσης του συλλογικού υποκειμένου, και κρίνουν συνοπτικά τη μεταφυσική πίστη στην αιώνια και διαρκή πρόοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Δεν πιστεύουν σε μια ενδεχομενικότητα που ακυρώνει την ύπαρξη νομοτελειών, αλλά μας καλούν να στοχαστούμε, πέρα από εύκολες βεβαιότητες, για την τραγικότητα της ιστορίας, η υπέρβασή της οποίας απαιτεί τη συνειδητή δράση/πράξη των μαχόμενων υποκειμένων.
Οι επαναστάσεις αν και δεν προκύπτουν αυτόματα ως απόρροια της βούλησης, διαρρηγνύουν ωστόσο το συνεχές της ιστορίας, συγχωνεύοντας το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Η πιθανότητα της αμοιβαίας καταστροφής αντηχεί ως μια προειδοποίηση των συγγραφέων του Μανιφέστου, που θέτει το κάθε συλλογικό ή ατομικό υποκείμενο προ των ευθυνών του: δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι οι επαναστάσεις νικούν, αν οι συνειδητά δρώντες, έχοντας φυσικά επίγνωση των υλικών και ιστορικών ορίων, δεν κινηθούν με τόλμη στο στρόβιλο της ιστορίας.
Η διαλεκτική βούλησης-αναγκαιότητας, αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών, κόμματος-προλεταριάτου δεν είναι ένα αφηρημένο σχήμα αλλά αποκτά ένυλο και συγκεκριμένο περιεχόμενο, ώστε καθεμιά και καθένας που στρατεύεται συνειδητά στο όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης να γνωρίζει ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη συνειδητή δράση· και ότι το κόστος των ανολοκλήρωτων επαναστάσεων μπορεί να ισοδυναμεί ακόμα και με την καταστροφή της ανθρωπότητας.
Το Μανιφέστο, υπερασπίζεται τον κομμουνισμό ως συνειδητό σχέδιο δράσης και ως τη μόνη προοπτική για την ανθρωπότητα, καλώντας με μια κραυγή που ακόμα αντηχεί, σε μια ανηλεή και σαρωτική κριτική του υπάρχοντος, όχι απλά για χάρη της άρνησης, αλλά κυρίως με στόχο το βασίλειο της ελευθερίας που φέγγει αχνά στο αβέβαιο μέλλον αλλά ταυτόχρονα φωτίζει το παρόν μας.
– Μαρξ Κ & Ενγκελς Φ. (1976) Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
– Hobsbawm E, εισαγωγή στο Μαρξ, Κ. (1982) Προκαπιταλιστικοί Οικονομικοί Σχηματισμοί, Αθήνα: Κάλβος