ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ
Τέτοιες ημέρες, πριν από δέκα χρόνια, η Lehman Brothers, τέταρτη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ, παρουσίαζε ρεκόρ εσόδων και κερδών για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά και τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών στο χρηματιστήριο του Λονδίνου για τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Η εξωφρενική αναλογία δανείων που είχε χορηγήσει προς ίδια κεφάλαια (30 προς 1) δεν φαινόταν να απασχολεί κανέναν. Ούτε τα πρώτα σύννεφα που φάνηκαν το 2007 στην έως τότε προελαύνουσα κερδοφορία κολοσσών όπως η HSBC και η Bear Srearns. Άλλωστε, ο Dow Jones, στις 19 Ιουλίου 2007, είχε εκτιναχτεί πάνω από τις 14.000 μονάδες, ο τότε πρόεδρος της FED Μπεν Μπερνάνκι διαβεβαίωνε ότι «πρόκειται για μεμονωμένα φαινόμενα» και ο τότε υπουργός Οικονομικών Χένρι Πόλσον δήλωνε ότι τα προβλήματα «αναχαιτίστηκαν σε μεγάλο βαθμό». Πώς να αμφισβητήσει κανείς τους «μάγους των αγορών»; Πώς να πάει κόντρα στον Ρόμπερτ Λούκας, Νόμπελ Οικονομίας και πρόεδρο της Αμερικανικής Οικονομικής Εταιρείας, ο οποίος αποφαινόταν ότι «το κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής μιας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης έχει πρακτικά λυθεί». Με την ίδια ή και μεγαλύτερη βεβαιότητα, μάλιστα, από εκείνη που χαρακτήριζε το …διορατικό μήνυμα του προέδρου των ΗΠΑ, Κάλβιν Κούλιτζ, στο Κογκρέσο στις 4 Δεκεμβρίου 1928: «Κανένα Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών που συνήλθε για να επισκοπήσει την κατάσταση της Ένωσης δεν βρέθηκε μπροστά σε πιο μεγάλη και ευχάριστη προοπτική απ’ αυτή που φαίνεται σήμερα μπροστά μας»!
Σήμερα, κανένας σοβαρός οικονομικός αναλυτής δεν τολμά να προβεί σε αντίστοιχες δηλώσεις. Ούτε καν αυτοί που διαπιστώνουν ότι η παγκόσμια οικονομία γνώρισε το 2017 περίοδο «έντονης ανάκαμψης» και προβλέπουν ότι η πορεία της θα είναι ίδια ή και καλύτερη το 2018. «Όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι»; Η γνωστή λαϊκή παροιμία είναι που τους κάνει επιφυλακτικούς; Όχι μόνο. Όχι κυρίως.
Κατ’ αρχήν, είναι οι ίδιοι οι ρυθμοί ανάπτυξης, οι οποίοι μόλις υπερβαίνουν τη ζώνη του μηδενός (2% για την ΕΕ) και ανεβαίνουν επίπεδο μόνο αν συνυπολογιστούν οι, εξωπραγματικοί για την ΕΕ ή τις ΗΠΑ, ρυθμοί της νοτιοανατολικής Ασίας. Καμιά σχέση, ασφαλώς, με τους ρυθμούς ανάπτυξης της μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας».
Έπειτα, είναι το γεγονός ότι αυτή η ανάπτυξη, που έχει εξασφαλιστεί με το αίμα και τα δάκρυα των μισθωτών, φαίνεται να στηρίζεται σε εξαιρετικά σαθρές βάσεις. Ο υπερδανεισμός και η χρηματοπιστωτική φούσκα, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, όχι μόνο δεν περιορίστηκαν αλλά υπερδιογκώθηκαν. Το παγκόσμιο χρέος, που αντιστοιχούσε στο 174% του παγκοσμίου ΑΕΠ το 2008, εκτοξεύτηκε στο αστρονομικό 324% τον Ιούλιο του 2017 — δηλαδή στα 226 τρισ. δολάρια. Η αναλογία «πραγματικού» και «πλασματικού» κεφαλαίου από 1 προς 11 το 2008 έχει ανέβει στο 1 προς 20, ενώ το συνδυασμένο ενεργητικό των κεντρικών τραπεζών ΗΠΑ, Ευρωζώνης, Αγγλίας και Ιαπωνίας έχει ανέβει στα 14 τρισ. δολάρια (από 3 τρισ. το 2008), με μόνο το 25% να κατευθύνεται στην «πραγματική» οικονομία και το 75% να τροφοδοτεί τις χρηματαγορές – άρα να είναι ευάλωτο στις διακυμάνσεις του.
Ήδη οι τροχιοδεικτικές βολές που προδιαγράφουν αυξήσεις στα επιτόκια δανεισμού προκαλούν ανατριχίλα. Πώς θα πορευτούν, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι αμερικανικές –και όχι μόνο– επιχειρήσεις, το χρέος των οποίων είναι αυξημένο κατά 35% σε σύγκριση με το 2010; Πώς θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που θα τους δημιουργήσει το «ακριβότερο» χρήμα;
Ύστερα, η πολυπλοκότητα της παγκόσμιας παραγωγής, η άνευ προηγουμένου διεθνοποίηση των οικονομιών, οι πλανητικές ροές εμπορευμάτων και κεφαλαίων και οι άγριοι κι επικίνδυνοι ανταγωνισμοί που υπερδιογκώνονται σε αυτό το έδαφος, περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα και δεν επιτρέπουν στο σφιγμένο χαμόγελο να γίνει πλατύ. Αλήθεια, τι συνέπειες θα έχει μια κατάρρευση των κινεζικών τραπεζών (προσφιλές θέμα συζήτησης μεταξύ των οικονομολόγων τελευταία) ή μια μεγάλη ρήξη στις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ; Τι θα γίνει αν η ρητορική Τραμπ αποκτήσει πραγματική υπόσταση, ανατινάζοντας το παγκόσμιο εμπόριο και καταρρακώνοντας τις πωλήσεις προϊόντων που παράγονται στην Κίνα, κι αν η Κίνα από την πλευρά της απαντήσει αποσύροντας από τις ΗΠΑ τα τεράστια συναλλαγματικά αποθέματα που έχει τοποθετήσει εκεί; Και ποιες θα είναι τελικώς οι συνέπειες του Brexit;
Δύσκολες ερωτήσεις. Κι ακόμη πιο δύσκολες οι απαντήσεις. Ακόμη και για τα think tank του κεφαλαίου.