της Αιμιλίας Καραλή
Ακούγοντας κάποιος τους λόγους των κυβερνητικών παραγόντων για τις πολιτικές τους επιλογές μπορεί να κάνει πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις. Καταρχάς, είναι έντονο το πάθος τους να πείσουν ότι οι αποφάσεις τους είναι ένα αναγκαίο κακό, αφού «υλοποιούν τις πολιτικές των μνημονίων για τις οποίες δεν ευθύνονται αυτοί, αλλά οι προηγούμενοι, που αν ξανάρθουν στα πράγματα θα είναι συμφορά χειρότερα για τον λαό». Άρα ως «μεταβατικό» αναγκαίο κακό είναι ταυτοχρόνως και το «μοναδικό καλό». Εξάλλου και ο Σόιμπλε και ο Ντάισελμπλουμ έχουν τα καλύτερα να πουν για τους έλληνες συνεργάτες τους.
Με βλέμμα αγέρωχο και χείλι αγέλαστο, ή με ειρωνικό υπομειδίαμα, ξετυλίγουν έναν σχεδόν παραληρηματικό μονόλογο, περιφρονώντας και απαξιώνοντας όποιον τους θυμίζει τις παρελθούσες επαγγελίες τους, βγάζοντάς τον σχεδόν τρελό ή αγράμματο. Αλλά γίνονται πιο εριστικοί, όταν απευθύνονται σε παλιούς τους συντρόφους που αρνήθηκαν τους δρόμους της παραίτησης από αξίες με τις οποίες κάποτε συμπορεύτηκαν. Με επιθετικό τρόπο, τους εγκαλούν για φυγοπονία από την υπόθεση της «σωτηρίας του τόπου». Όποιος αριστερός δεν είναι με τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβερνητική παρέα του, αποκαλείται δραπέτης από τα δύσκολα. Ενώ οι κυβερνήτες μας; Μαχητές της υποταγής.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τμήμα της Αριστεράς υπέκυψε στα θέλγητρα της κυβερνητικής εξουσίας. Άλλοτε επικαλέστηκε την ανάγκη ομαλής μετάβασης στη δημοκρατία (συμμετοχή στις προτεινόμενες από τον Μαρκεζίνη εκλογές το 1973), άλλοτε την «κάθαρση» από τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ (κυβέρνηση Τζαννετάκη, 1989), άλλοτε την ενότητα των πολιτικών δυνάμεων του τόπου για την έξοδο από την εκλογική κρίση (οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα, 1989-1990). Διάφοροι, εξ αριστερών ορμώμενοι, γυρολόγοι της πολιτικής πέρασαν από όλα τα κόμματα και κυβερνητικές θέσεις για να βουτηχτούν στην ποινικά κολάσιμη διαφθορά ή στα βαθιά νερά της διαπλοκής με πυρήνες της οικονομικής εξουσίας. Όλους αυτούς κάποτε τους έλεγαν αρχολίπαρους, δηλαδή εμμονικούς κόλακες της εξουσίας· κοινώς, γλείφτες.
Και ο ισολογισμός; Μπορεί να βόλεψαν τους εαυτούς και να κοίμισαν τη συνείδησή τους αλλά καμιά Αριστερά δεν δικαίωσαν. Αντίθετα· έγιναν το άλλοθι για να συκοφαντηθούν αρχές για την κοινωνική απελευθέρωση, να ενσωματωθούν ακόμη περισσότεροι στα συστήματα εξουσίας, να συρρικνωθεί –ως ματαιοπονία– η αγωνιστικότητα και η διάθεση για σύγκρουση με τις δομές του συστήματος. Κοντολογίς: είναι το όχημα για να διαπαιδαγωγείται ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών στην ηττοπάθεια και στον κομφορμισμό.
Ταυτόχρονα, παράγουν και έναν λόγο που όμοιός του βρίσκεται σε σκοτεινές σελίδες της ιστορίας. Σφραγισμένος από ένα ναρκισσιστικό «Εγώ» (ή «εμείς» ως συλλογική έκφραση της κυβερνητικής πολιτικής) αναπλάθουν έναν νέο Μεσσιανισμό. Έχουν καταργήσει τ’ αφτιά τους και δεν μπορούν ν’ ακούσουν τις αγωνίες των ανθρώπων. Έχουν καλύψει τα μάτια τους και δεν βλέπουν τη δυστυχία που σπέρνουν. Το πρόγραμμά τους θυμίζει ισολογισμό επιχειρήσεων, καθώς αντιμετωπίζουν την κοινωνία σαν εταιρεία και τον πολίτη σαν παραγωγικό ανδράποδο. Όταν μιλάνε για ελευθερία, δεν αναφέρονται σε κανένα κοινωνικό δικαίωμα, αλλά σε εκείνη της αγοράς εμπορευμάτων, υπηρεσιών, εργαζομένων. Και με αυτή τη λογική αντιμετωπίζουν την υγεία, την εκπαίδευση, την ασφάλιση, την εργασία, την τέχνη.
Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ ως το «τέλος της Αριστεράς», μάλλον επηρεασμένοι από το άδοξο «τέλος της ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα, που πίστεψε ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες του καπιταλισμού είναι το μοναδικό μέλλον της ανθρωπότητας. Όσοι δεν είχαμε ποτέ αυταπάτες για το πολιτικό του πρόγραμμα, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με μια προϋπόθεση: πως αυτό το πολιτικό μόρφωμα αποδεικνύει, καθημερινά πλέον, όχι μόνο ότι δεν έχει καμιά σχέση με την Αριστερά αλλά ότι δρα συστηματικά εναντίον της. Ας πιάσουμε, λοιπόν, το νήμα ξανά από την αρχή. Αριστερά σημαίνει…