Κίμων Ρηγόπουλος
Μια σκόρπια διαδήλωση τώρα οι λέξεις. Αναποδογυρισμένες σαν κορμιά σφαδάζοντα μετά από μετωπική στην εθνική οδό οι λέξεις. Ρευστοποιημένες πάνω σε βρώμικη τσόχα που παίζονται οι ζωές μας.
Να αρθρώσεις την ανείπωτη συνηγορία υπέρ των λέξεων που έχουν συνθλιβεί από την έσχατη προδοσία τους
Αν μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις και μια φωτογραφία επίσης, μια selfie άραγε πόσες λέξεις πάει; Και ένα κείμενο εξακοσίων λέξεων ούτε με μια φωτογραφία δεν ισοδυναμεί; Τότε θα πρέπει να το «τεντώσουμε» το κείμενο, λάστιχο να το κάνουμε μήπως και ανταγωνιστεί επαρκώς την εικόνα. Κι αν δεν τα καταφέρουμε τελικά υπάρχει και η έσχατη λύση: σκίζουμε τη φωτογραφία και ξεμπερδεύουμε. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Και άσε τους φωτογράφους να φωνασκούν ματαιωμένοι: φονιάδες των φωτό γραφιάδες. Άφησε τους ζωγράφους και τους εικονολήπτες να ωρύονται: μα καλά, η κατσίκα του γείτονα του έφταιγε; Ο απελπισμένος δεν ορρωδεί προ των απειλών. Και οι κατάρες των θιγμένων ηχούν σαν έπαινος. Όταν όλα σου φταίνε σε εξυψώνει η αρνητική φήμη σου. Τότε γίνεσαι κάποιος. Αν όχι αυτό που ονειρευόσουνα κάποτε, τουλάχιστον κάποιος ξακουστός μαστροχαλαστής. Ένας εικονομάχος με αιτία. Και παράδωσε τη σκυτάλη της γραφής στους επερχόμενους με τον μοχθηρό σαρκασμό αυτού που ξέρει. Που ξέρει τι τους περιμένει. Γίνε κι εσύ ένας βετεράνος της μνησικακίας. Κάτι σαν την ενσάρκωση του εκεί που ήσουν ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις.
Και καλά με τις παραστατικές τέχνες. Μπορεί κάποια στιγμή να το πάρεις απόφαση. Να παραδεχτείς επιτέλους ότι έπεσες θύμα της δύναμής τους σε άνιση μάχη κι αγώνα. Να σε ημερέψει αυτή η παραδοχή και να συνεχίσεις να γράφεις στο μισό στρεμματάκι που ορίζεις και να ζεις με αυτό χωρίς να ζεις απ’ αυτό. Όταν όμως ο εχθρός είναι εσωτερικός; Όταν κρύβεται πίσω από τις λέξεις σαν τον Αλέξη; Σαν τον κάθε απίθανο Αλέξη; Και δεν κρύβεται ακριβώς. Καιροφυλακτεί είναι η σωστή λέξη. Καιροφυλακτεί να τσιμπολογήσει κάτι απ’ τον ιδρώτα σου και να τον κάνει όχημα απάτης με πρώτη θέση, δεύτερη θέση και ορθίους, πολλούς ορθίους. Και οι λέξεις που εσύ νόμιζες ότι κάνουν τζιζ όταν τις αγγίζεις, τώρα γίνονται συλλήβδην τζαζ στο στόμα του. Και δεν βγαίνει νόημα απ’ όλο αυτό. Συκοφαντούνται οι λέξεις και όχι η μέγγενη που τις συνθλίβει. Και εξορίζονται ή αυτοεξορίζονται, όπως η ιστορία γίνεται σιωπή, που λέει και ο Αλκαίος. Εδώ σε θέλω, εδώ μας θέλω. Να αρθρώσεις την ανείπωτη συνηγορία υπέρ των λέξεων που έχουν συνθλιβεί από την έσχατη προδοσία τους. Επειδή δεν ξέρεις τι άλλο να κάνεις. Ή επειδή αυτό που μια ζωή το φρόντιζες, κείτεται και σκούζει τώρα στα πόδια σου. Ένας ασθμαίνων πολυτραυματίας, κακοποιημένος από τις κομμένες κεφαλές των κεφαλοκυνηγών. Που πυροβολούν στο ψαχνό και όποιον πάρει ο χάρος για να μην τους πάρει τους ίδιους ο διάβολος. Σωπάστε για λίγο και αν η ευγένεια δεν εισακούεται, ε, τότε βγάλτε τον σκασμό.
Μια σκόρπια διαδήλωση τώρα οι λέξεις. Αναποδογυρισμένες σαν κορμιά σφαδάζοντα μετά από μετωπική στην εθνική οδό οι λέξεις. Ρευστοποιημένες πάνω σε βρώμικη τσόχα που παίζονται οι ζωές μας, κομμάτια αιμάσσοντα οι λέξεις στον πάγκο του χασάπη, που έμαθε ταχύρρυθμα τη δουλειά και γι’ αυτό την κάνει τόσο άγαρμπα. Για να είναι αρεστός στην υψηλή πελατεία του, κόβει σε πλούσιες μερίδες τα σφάγια ο χασάπης, που θέλει να τον φωνάζουν κρεοπώλη. Ψωνισμένος χοντρά ο χασάπης, ζαλισμένος από τα νέα καθήκοντά του, παραληρεί ότι σκοτώνει τις λέξεις για το καλό τους. Ότι μας σκοτώνει από υπερβολική αγάπη. Ο μπαλτάς μονίμως υψωμένος και δουλειές με φούντες το χασαπάκι που έγινε ιδιοκτήτης του κρεοπωλείου, «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω με καλή καρδιά».
Και τώρα τι κάνουμε με τις λέξεις στην εντατική; Κάνουμε τον σταυρό μας και την κοπανάμε με την ανάπηρη χαρά του διασωθέντος; Τι κάνουμε χωρίς τις λέξεις; Σαλπάρουμε με βάρκα την ιστορική ελπίδα άδειοι από λέξεις; Ή τις συντροφεύουμε μέχρι να αναρρώσουν και να σταθούν στα πόδια τους, που τυχαίνουν να είναι και τα πόδια μας; Ας δώσουμε τη μάχη των λέξεων ακόμα και στο γήπεδο το ξερό, λέω εγώ. Στο αφιλόξενο γήπεδο του αντιπάλου. Μ’ ένα διπλό εκεί μέσα, ίσως πάρουμε τα πάνω μας και χτυπήσουμε πρωτάθλημα μια μέρα.