του Αντώνη Δραγανίγου
H 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία θα πραγματοποιηθεί το σαββατοκύριακο 31 Μάρτη – 1 Απρίλη, αποτελεί ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός. Έρχεται σε μια καμπή των εξελίξεων όπου η κυβέρνηση ονομάζει «καθαρή έξοδο» από το μνημόνιο την παραμονή στην ενισχυμένη ευρωεπιτροπεία, ενώ η φτώχια εξαπλώνεται, τα χρέη εξακοντίζονται, οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί μας χτυπούν την πόρτα, οι πολεμικοί κίνδυνοι στην περιοχή επεκτείνονται. Η μάχη στην ελληνική κοινωνία δεν έχει κριθεί, παρά τις πολύ μεγάλες δυσκολίες λόγω της απογοήτευσης, της σύγχυσης και της ηττοπάθειας που προκαλεί η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, παρά την εμπέδωση μιας νέας σκληρής μνημονιακής κανονικότητας για την πλειοψηφία των εργαζόμενων και της νεολαίας, παρά την εκκωφαντική υποταγή του επίσημου συνδικαλισμού.
Δεν έχει κριθεί, πρώτον, γιατί οι αντιστάσεις συνεχίζονται σε κρίσιμα μέτωπα (ΟΤΑ το καλοκαίρι, πλειστηριασμοί, αξιολόγηση στο δημόσιο κ.α.). Δεύτερον, γιατί παρά το γεγονός ότι η επίθεση εκτυλίσσεται από μια κυβέρνηση που μιλάει στο όνομα της «Αριστεράς», σημαντικά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων αποστασιοποιούνται από αυτή –χωρίς να υποτιμούμε την επίδραση του «ρεαλισμού» και του «μικρότερου κακού» με τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διατηρεί σχέσεις εκπροσώπησης με λαϊκά στρώματα– αλλά δεν στρέφονται μαζικά δεξιά και ακροδεξιά, καθώς έχουν πρόσφατη εμπειρία από την κανιβαλική πολιτική των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Τέλος, γιατί αναδεικνύεται μια ζώνη αγωνιστών που αναζητάει βαθύτερες απαντήσεις.
Ακριβώς σε αυτή τη μεταβατική στιγμή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φιλοδοξεί με τη Συνδιάσκεψή της να κάνει ένα σημαντικό βήμα στο να προσανατολιστεί η αντίθεση στην εφαρμοζόμενη πολιτική αριστερά, ριζοσπαστικά, αντικαπιταλιστικά. Και αυτό είναι δυνατό!
Η πρώτη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η κατεύθυνση της πολιτικής απάντησης. Σε αυτή τη νέα φάση δεν μπορεί να οικοδομηθεί κανένα ανατρεπτικό ρεύμα χωρίς καθαρές απαντήσεις πάνω στα κομβικά ζητήματα του πολιτικού αγώνα, από θέσεις ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική. Για να ζήσουν η εργατική τάξη και ο λαός πρέπει να χάσουν πλούτο και εξουσία το κεφάλαιο, όχι να συνεργαστούμε μαζί του ή με τμήματά του. Απαιτείται ρήξη/αποδέσμευση από μια όλο και πιο αντιδραστική, πολεμοκάπηλη ΕΕ. Με υπέρβαση της χρεοκοπημένης λογικής της αριστερής κυβέρνησης από τη σκοπιά μιας βαθύτερης σύνδεσης με την πάλη για την εξουσία. Με μέτωπο ενάντια στον ελληνικό εθνικισμό, το ΝΑΤΟ και τον ιμπεριαλισμό.
Οι Θέσεις για την 4η Συνδιάσκεψη, που εγκρίθηκαν από το ΠΣΟ την προηγούμενη Κυριακή με μεγάλη πλειοψηφία, τεκμηριώνουν την ανάγκη ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος και μετώπου πάνω στην οξύτητα των αντιθέσεων του σημερινού καπιταλισμού και στον ιστορικό χαρακτήρα της κρίσης — που έχει αποδειχθεί ότι δεν επιδέχεται «ενδιάμεσες», κεϋνσιανές ή άλλες λύσεις φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού.
Η ανατρεπτική, αντικαπιταλιστική προοπτική μπορεί να κερδίζει μόνο πάνω στο έδαφος της ανάπτυξης της λαϊκής πάλης, της συγκρότησης της εργατικής τάξης σε μαχόμενη «τάξη για τον εαυτό της». Το κρίσιμο ζήτημα εδώ είναι η υπέρβαση της αντιδραστικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, η οικοδόμηση ενός δικτύου ταξικών σωματείων, επιτροπών αγώνα και άλλων εργατικών πρωτοβουλιών και η συνένωσή τους σε έναν μαζικό ενωτικό συντονισμό.
Για να αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων, αυτή η προσπάθεια πρέπει να ολοκληρώνεται πολιτικά στο επίπεδο του αντικαπιταλιστικού μετώπου/πόλου, πρώτο βήμα για τη συγκρότηση του οποίου είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Με τις Θέσεις, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν αναζητά «έτοιμες» αντικαπιταλιστικές επαναστατικές δυνάμεις για να οικοδομήσει μαζί τους ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Κατανοεί ότι αυτό το έργο δεν είναι ένα μονόπρακτο, αλλά μια διαδικασία. Γι’ αυτό καθορίζει τους δρόμους για να επιδράσει στη σημερινή αντιφατική και αδιαμόρφωτη κατάσταση μέσα στον αριστερό κόσμο και τις οργανώσεις της εκτός των τειχών Αριστεράς. Παρεμβαίνει με την πρόταση της πολιτικής συνεργασίας των αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντιΕΕ δυνάμεων, κάθε δύναμης που τείνει να υπερβεί τη διαχειριστική λογική. Αυτή η λογική είναι ασύμβατη με το περιεχόμενο, τη μετωπική απεύθυνση και την πρακτική τόσο του «αντιμνημονιακού, πατριωτικού δημοκρατικού μετώπου», όσο και της «ενίσχυσης του κόμματος», χωρίς λογική ανατροπής στο σήμερα αλλά παραπομπής των πάντων στο μέλλον της εξουσίας.
Σε αυτή την πολιτική βάση αντιμετωπίζουμε τόσο τις συμμαχίες όσο και τυχόν εκλογικές μάχες, χωρίς αυτονόμηση και καιροσκοπισμούς.
Σήμερα πληθαίνουν οι δυνάμεις που στέκουν «μετέωρες». Είναι χιλιάδες οι αγωνιστές που εγκαταλείπουν τον ΣΥΡΙΖΑ, που ζουν τα αδιέξοδα των ρεφορμιστικών προτάσεων και αναζητούν έναν «πόλο» που παλεύει σε αντικαπιταλιστική αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ άντεξε και αναδείχτηκε εκ των πραγμάτων η μοναδική δύναμη που μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση. Όμως, για να γίνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ικανή και «ελκτική» για να παίξει αυτόν τον προωθητικό για όλη την Αριστερά πρέπει να αλλάξει η ίδια ριζικά. Να ξεπεράσει τα δικά της προβλήματα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να επεξεργαστεί καλύτερα το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, πέρα από την τυπικότητα των «σημείων», να αποκτήσει πολύ πιο πλούσια και ζωντανή εσωτερική ζωή και ολοκληρωμένη πολιτική παρέμβαση, να βαθύνει τη «δημοκρατία των μελών». Να ξεπεράσει αποφασιστικά το επίπεδο μιας «συμμαχίας οργανώσεων» για χρήση κατά το δοκούν και να κατακτήσει μια ενιαία δράση, που προφανώς περιλαμβάνει τη δέσμευση ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα εκφράζεται όπως αποφασίζουν τα συλλογικά της όργανα, έστω με πλειοψηφία. Τέλος, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέλει να διευρυνθεί με νέες δυνάμεις, ρεύματα και αγωνιστές που θα ενταχθούν, θα συμμαχήσουν ή θα βρεθούν σε μια σταθερή συμπόρευση μαζί της στον δρόμο για το αντικαπιταλιστικό μέτωπο.
Οι καιροί δεν περιμένουν. Ξέρουμε τα προβλήματα. Ξέρουμε τις αδυναμίες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει μια σημαντική ευκαιρία να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της, να παλέψει για τη συσπείρωση ενός πρωτοπόρου δυναμικού σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, μόνο έτσι το μεγάλο ρεύμα της αποστοίχισης θα «προσανατολιστεί» αριστερά/αντικαπιταλιστικά, αλλάζοντας ριζικά τον συσχετισμό δυνάμεων.