του Γιώργου Παυλόπουλου
Μία ακόμη τεχνητή αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τη Νέα Δημοκρατία ζήσαμε τις προηγούμενες ημέρες, με αφορμή την επίσκεψη του προέδρου της Τουρκίας στην Ελλάδα. «Ο Τσίπρας αναχαίτισε τον Ερντογάν» και «Δεν πέρασε ο τσαμπουκάς» ήταν οι …εθνικά υπερήφανοι τίτλοι που επέλεξαν την Παρασκευή δύο φίλα προσκείμενα προς την κυβέρνηση έντυπα, το Έθνος και η Εφημερίδα των Συντακτών. «Διπλωματία εκ του προχείρου» ήταν, αντιθέτως, ο κεντρικός τίτλος των Νέων, ενώ για «Ιστορικό φιάσκο» έκανε λόγο στο δικό του πρωτοσέλιδο ο Ελεύθερος Τύπος.
Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, λοιπόν, η ανάγνωση του ίδιου γεγονότος υπήρξε και αυτή τη φορά διαφορετική και καθορίστηκε με βάση τις πολιτικές, οικονομικές και επιχειρηματικές συγγένειες. Μόνο που και πάλι η ουσία δεν μπόρεσε να κρυφτεί. Ειδικά καθώς στο συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή τα ελληνοτουρκικά, είναι παραπάνω από προφανής: Τσίπρας και Μητσοτάκης, Παυλόπουλος και Γεννηματά, εκπροσωπούν και εξέφρασαν απέναντι στον Ερντογάν την ίδια –ουσιαστικά– γραμμή, η οποία αποτυπώνει την ενιαία θέση της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι στον μεγάλο ανταγωνιστή της στην περιοχή, την τουρκική ολιγαρχία. Πρόκειται δε για μια γραμμή η οποία, εκτός των άλλων, κλείνει τα μάτια στη βία, την καταστολή και τις διώξεις που έχει εξαπολύσει το καθεστώς Ερντογάν σε βάρος της Αριστεράς, των Κούρδων και κάθε φωνής που τολμά να τον αμφισβητήσει — γι’ αυτό, εξάλλου, ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση έθιξαν αυτό το θέμα.
Αλλά γιατί, τότε, άρχισαν να «πλακώνονται» μεταξύ τους προτού καν αναχωρήσει ο επίσημος προσκεκλημένος; Και επιπλέον, ποιος ήταν ο σκοπός της επίσκεψής του, από τη στιγμή που δεν οδήγησε στην υπογραφή καμίας συμφωνίας ούτε συνοδεύτηκε από κάποια έμπρακτη κίνηση καλής θέλησης, ενώ αντιθέτως σφραγίστηκε από δημόσιους διαξιφισμούς, διόλου συνηθισμένους σε τέτοιο επίπεδο;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι τόσο μικροπολιτική όσο και ουσιαστική. Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, Τσίπρας και Κοτζιάς, με τη βοήθεια του καραμανλικού τους συμμάχου και προέδρου της δημοκρατίας, εμφανίστηκαν με σκληρή γραμμή απέναντι στον «σουλτάνο», επιχειρώντας να οχυρωθούν πολιτικά και ιδεολογικά απέναντι στη δεξιά εθνικιστική πτέρυγα της κοινωνίας. Έχοντας το μυαλό τους στραμμένο στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, όποτε κι αν αυτή γίνει, επεδίωξαν να αποδείξουν ότι και σε αυτό το επίπεδο, όπως και στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ και το ΔΝΤ, τα καταφέρνουν καλύτερα από τη ΝΔ, κρατώντας ψηλά την …ελληνική σημαία.
Είναι, όμως, το δεύτερο σκέλος αυτό στο οποίο απαιτείται να δώσουμε πολύ μεγαλύτερη προσοχή, καθώς κρύβει τεράστιους και θανάσιμους κινδύνους για τους λαούς και των δύο γειτονικών χωρών. Και αυτό διότι το μήνυμα που εστάλη προς τους Αμερικανούς (κυρίως) και τους Ευρωπαίους (δευτερευόντως) από τα όσα διεμείφθησαν κατά την επίσκεψη Ερντογάν, είναι ότι η Αθήνα όχι απλώς βρίσκεται σε διαφορετικό μήκος κύματος από την Άγκυρα αλλά, επιπλέον, ότι έχει την ισχύ και τον τσαμπουκά να σηκώσει το βάρος της –πολιτικής, καταρχήν– αντιπαράθεσης με μια Τουρκία η οποία δεν διστάζει να ανακατέψει τη γεωπολιτική τράπουλα στην ευρύτερη περιοχή, αμφισβητώντας παραδοσιακές συμμαχίες και προκαλώντας αναταράξεις στη Δύση.
Πράγματι, όπως αποδεικνύεται και στις πρόσφατες εξελίξεις στο Παλαιστινιακό (αναλυτικότερα στη σελίδα 23), η Τουρκία του Ερντογάν αποτελεί κομβικό και πρωταγωνιστικό παράγοντα στο σκηνικό των ανταγωνισμών και βίαιων ανακατατάξεων που συντελούνται, έχοντας συγκροτήσει «άξονα» με τη Ρωσία και το Ιράν. Η ελληνική αστική τάξη, από την πλευρά της, χωρίς να έχει φυσικά τις ίδιες φιλοδοξίες και δυνατότητες (τουλάχιστον στη συγκεκριμένη συγκυρία) αλλά ελπίζοντας να ανακτήσει λίγο από το έδαφος που έχασε στα χρόνια της κρίσης, έχει επιλέξει να ενταχθεί οργανικά στο απέναντι στρατόπεδο, το οποίο πατρονάρεται από τους Αμερικανούς και συγκροτείται από την Αίγυπτο, την Κύπρο, το Ισραήλ και (όλως τυχαίως…) τη Σαουδική Αραβία.
Αυτό όμως σημαίνει, πρακτικά, ότι στον βαθμό που η αντιπαράθεση ανάμεσα στους μεν και τους δε οξυνθεί σε βαθμό που θα μπορεί να λυθεί μόνο μέσω μιας ένοπλης σύρραξης –κάτι διόλου απίθανο– η Ελλάδα θα βρεθεί αυτομάτως μπλεγμένη σε αυτήν. Σε έναν πόλεμο, δηλαδή, από τον οποίο ούτε η αστική τάξη θα αποκομίσει τα κέρδη στα οποία ελπίζει, ενώ ο λαός θα τον πληρώσει πολύ ακριβά — όπως άλλωστε και οι λαοί της Τουρκίας.
Το συμπέρασμα είναι, νομίζουμε, προφανές: Η ρήξη με τα επιθετικά και πολεμικά σχέδια, η ανατροπή αυτής της κυβέρνησης και κάθε άλλης που τα υπηρετεί, η έξοδος από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η οικοδόμηση ενός κοινού μετώπου για την ειρήνη και τη δημοκρατία, με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, μαζί με τα κινήματα των εργαζομένων και των νέων της Τουρκίας, είναι σήμερα πιο επιτακτικά παρά ποτέ. Είναι, κυριολεκτικά, ζήτημα ζωής ή θανάτου.