του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Η δημόσια αντιπαράθεση Κοντονή και Δικαιοσύνης έχει ως πρώτο επίπεδο τη σοβούσα από καιρό σύγκρουση της εκτελεστικής εξουσίας υπό τη διαχείριση ΣΥΡΙΖΑ και της δικαστικής εξουσίας. Αυτή η αντίθεση είναι υπαρκτή και ισχυρή και τραβάει τα φώτα της δημοσιότητας, δεν είναι όμως μονοσήμαντη. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να ελέγξει και να υποτάξει τη δικαιοσύνη. Αυτή η προσπάθεια δεν απορρέει μόνο απ’ τον αυταρχισμό των Συριζαίων, απ’ την εξουσιολαγνεία και τη μανία διακυβέρνησης. Η βαθύτερη και καθοριστική αιτία είναι η υλοποίηση μιας άκρως αντιλαϊκής και αυταρχικής μνημονιακής πολιτικής. Η πολιτική αυτή είναι μορφή πραγματοποίησης των αντιλαϊκών βάρβαρων αναδιαρθρώσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Οι μνημονιακές κυβερνήσεις συμπεριλαμβανομένου και του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις κατά του μνημονίου, ως αναντίρρητο όρο διακυβέρνησης αποδέχονται τη πιστή εφαρμογή των μνημονίων, έστω και αν μια έκφανσή τους, είναι η παραβίαση του αστικού νομικού καθεστώτος. Η αστική διακυβέρνηση παραβιάζει η ίδια κατάφωρα διατάξεις του αστικού δικαίου, ιδίως σε ό,τι αφορά την παράνομη, και κατά την αστική δικαιοσύνη, περικοπή μισθών και συντάξεων, αλλά, ακόμη πιο ακραίο, αρνείται να εφαρμόσει αποφάσεις των δικαστηρίων για επιστροφή και άρση των οικονομικών περικοπών, επικαλούμενη τις δημοσιονομικές δυσχέρειες και υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι δανειστές. Απ’ την άλλη, όμως, εξαπολύουν μύδρους φραστικούς και υλικούς κατά των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, που έρχονται σε αντίθεση με την κείμενη νομοθεσία. Πρόσφατη είναι η φονική ρίψη χημικών σε κλειστό χώρο κατά των αγωνιστών που εμπόδιζαν τους πλειστηριασμούς. Ο «αριστερός» ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει με απόλυτη συνέπεια τη μνημονιακή νεοφιλελεύθερη απαίτηση για παράκαμψη ακόμη και της δικαιοσύνης, προκειμένου να εφαρμοστούν οι «μεταρρυθμίσεις» της συμφοράς. Ιδιοτυπία του ΣΥΡΙΖΑ και στοιχείο υπεροχής του έναντι των άλλων αστών διαχειριστών της κρίσης, το οποίο δεόντως εκτιμούν και οι δανειστές, είναι η προσπάθεια, όχι χωρίς αποτελέσματα, να επενδύει την αντιδραστική διακυβέρνησή του με «αριστερό και φιλολαϊκό» πρόσημο. Ο Α. Τσίπρας κατήγγειλε τα «θεσμικά εμπόδια» (εννοώντας την αστική δικαιοσύνη) που προβάλλει κωλύματα στην «προοδευτική» διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ! Το θεσμικό εμπόδιο αναφερόταν, κυρίως, στην απόρριψη απ’ το Συμβούλιο Επικρατείας του νόμου Παππά που παραχωρούσε τέσσερις μόνον άδειες για τηλεοπτικούς σταθμούς (ευελπιστώντας ότι στην πλειοψηφία τους θα τους ελέγχει) αποψιλώνοντας, αυθαίρετα, το ΕΣΡ, απ’ την αρμοδιότητα αδειοδότησης, που κατά νόμο τού είχε παραχωρηθεί.
Απ’ την άλλη, η δικαιοσύνη, παρά την όποια αντιπαράθεσή της με τους εκάστοτε κυβερνώντες, ούτε έχει αυτονομηθεί ούτε έχει αποκτήσει βέβαια φιλολαϊκό χαρακτήρα. Απ’ το σύνταγμα αναγνωρίζεται ως λειτουργικά ανεξάρτητη εξουσία. Το αξίωμα της ανεξαρτησίας των τριών εξουσιών, που πρώτοι διατύπωσαν οι Γάλλοι διαφωτιστές, ενμέρει μόνο εφαρμόστηκε. Ιδιαίτερα στον σύγχρονο ολοκληρωτικό κοινοβουλευτισμό έχει περιοριστεί περαιτέρω η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, όπως και της νομοθετικής εξουσίας, που έχει περιβληθεί με έκτακτες εξουσίες, οι οποίες τείνουν να μονιμοποιηθούν (κράτος έκτακτης ανάγκης). Ο περιορισμός της δικαστικής εξουσίας, υπέρ της εκτελεστικής, είναι καθολικός στον καπιταλιστικό κόσμο. Συνήθως πραγματοποιείται με αυθαίρετες ενέργειες της εκτελεστικής εξουσίας, που αγνοεί την αυτοτέλεια και τα δικαιώματα της δικαιοσύνης. Τελευταία, σ’ ορισμένα κράτη (Πολωνία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Τουρκία) θεσμοποιείται ο σοβαρός περιορισμός της δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα την αντίδραση, τυπική βέβαια, των οργάνων της ΕΕ. Στα καθ’ ημάς η χειραγώγηση της δικαιοσύνης εξασφαλίζεται με το διορισμό της ηγεσίας της απ’ την εκτελεστική εξουσία, ενώ μέσω της ηγεσίας της εξασφαλίζεται συνολικά ο έλεγχος του δικαστικού σώματος, αφού η σταδιοδρομία των δικαστών εξαρτάται απ’ την ηγεσία τους. Η δικαιοσύνη διατηρεί βέβαια σχετική αυτονομία από την εκτελεστική εξουσία και το κεφάλαιο, για να λειτουργεί διαιτητικά, με τη θεσμικότητα των νόμων, μεταξύ αντιμαχόμενων τμημάτων του αστικού πολιτικού συστήματος, χαρακτηριστικά μεταξύ των αστικών πολιτικών κομμάτων, μεταξύ αντιμαχόμενων μερίδων κεφαλαίου, αλλά και με τη νομιμοποίηση των καπιταλιστικών συμφερόντων και πολιτικών στη συνείδηση και τη συμπεριφορά των πολιτών. Η σχετική αυτοτέλεια της δικαιοσύνης, τέλος, διασφαλίζει τα δικαιώματά της ως ιδιαίτερης εξουσίας και τα δικαιώματα και συμφέροντα των λειτουργών της. Η δικαιοσύνη έχει ιδιαίτερο ρόλο στην ευστάθεια και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Χαρακτηριστική έκφραση της ταξικότητάς της είναι η κήρυξη ως παράνομων των συντριπτικά περισσότερων απεργιών. Αλλά και η θεσμική αδράνειά της ή και νομιμοποίηση ακραίων αντιδημοκρατικών ή και αντικείμενων, ακόμη και στο σύνταγμα, νόμων και πολιτικών επιλογών των κυβερνήσεων. Η δικαιοσύνη έκρινε νόμιμο το πρώτο μνημόνιο, με το σκεπτικό ότι το επιτάσσει εθνική ανάγκη. Σε μιαν έκφρασή της σχετικής αυτοτέλειά της, η δικαιοσύνη έκρινε παράνομες ορισμένες επιβαρύνσεις (όπως ο ΕΝΦΙΑ) και περικοπές συντάξεων και μισθών. Όταν όμως οι κυβερνήσεις των μνημονίων αγνόησαν (με μικροεξαιρέσεις επανορθώσεων) αυτές τις αποφάσεις, αναβάλλοντας την εφαρμογή τους στις καλένδες, η δικαιοσύνη έμεινε παθητική και δεν αντέδρασε. Σε γενικές γραμμές, η αστική δικαιοσύνη, παρά τις κάποιες αντιδράσεις της στις χονδροειδείς παρανομίες των μνημονιακών, συνέβαλε στην de facto επιβολή των μνημονίων. Ειδικά οι συγκρούσεις της δικαιοσύνης τελευταία με την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οφείλονται στη σχετική αυτοτέλεια της δικαιοσύνης, που παρά τη συμπίεσή της στην εποχή των μνημονίων, σε κάποιο βαθμό διατηρείται και οδηγεί περιπτωσιακά σε αρνητικές, αλλά και αναποτελεσματικές αποφάσεις για την αντισυνταγματική-αντιδημοκρατική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Στα πλαίσια της σχετικής αυτοτέλειας της αστικής διακιοσύνης διαμεσολαβεί η ΝΔ στις επιλογές των δικαστών. Εκμεταλλευόμενη το συντηρητισμό μεγάλου μέρους των δικαστών, αλλά και τις αυθαιρεσίες του ΣΥΡΙΖΑ, πιέζει για αρνητικές αποφάσεις σε βάρος του, όπως η αφαίρεση της αρμοδιότητας αδειοδότησης απ΄ τον Παππά και η μετάθεσή της στο φυσικό φορέα της, το ΕΣΡ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα σε σκληρούς τόνους, επιδίωξε, με πρωταγωνιστή τον υπουργό Δικαιοσύνης Κοντονή, να καθυποτάξει τη δικαιοσύνη προσβάλλοντας το κύρος και την εντιμότητα των δικαστών, με την αιτίαση ότι μεθόδευσαν ευνοϊκές συνθήκες υπέρ τους στη ρύθμιση του «πόθεν έσχες». Η παρέμβαση Κοντονή δεν αποτελεί απλώς σχολιασμό δικαστικής απόφασης. Με αστική ορολογία αποτελεί «θεσμική εκτροπή». Εφόσον επίκειται η έκδοση δικαστικής απόφασης για το πόθεν έσχες των δικαστών, η παρέμβαση Κοντονή υποδεικνύει ποια απόφαση θέλει ο ίδιος να εκδοθεί. Δηλωτική της αποφασιστικής προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ να ηγεμονεύσει στο χώρο της δικαιοσύνης και να αποτρέψει δυσμενείς αποφάσεις εις βάρος του, είναι η πρόσληψη της προέδρου του Αρείου Πάγου Β. Θάνου στο γραφείο του πρωθυπουργού, αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή της, για να εξασφαλιστεί η αλλαγή του συσχετισμού στο δικαστικό σώμα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Χρυσή ευκαιρία θεώρησε η ΝΔ την αντιπαράθεση του υπουργού Δικαιοσύνης με τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας. Σε οξύ ύφος κατήγγειλε τον υπουργό για ωμή παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης, σημειώνοντας πως «σε οποιοδήποτε ευνομούμενο κράτος ο Σ. Κοντονής θα είχε αποπεμφθεί απ’ τη θέση του». Από κοντά και το ΠΑΣΟΚ, τόνισε ότι «η νέα προκλητική παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης στο έργο των δικαστικών αρχών σηματοδοτεί το αποκορύφωμα της συστηματικής καθεστωτικής απόπειρας χειραγώγησης της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης». Κροκοδείλια δάκρυα… Τα κόμματα της αντιπολίτευσης κόπτονται δήθεν για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ενώ κατάφωρα στη μνημονιακή διακυβέρνησή τους, αλλά και παλαιότερα, παραβίασαν ωμά την «ανεξαρτησία» της. Η υποκρισία τους είναι κατάφωρη, αφού στόχο τους δεν αποτελεί η περιφρούρηση της «ανεξαρτησίας» της Δικαιοσύνης, αλλά η χειραγώγηση και υποταγή της στις δικές τους πολιτικές επιδιώξεις. Η αντικαπιταλιστική τακτική δεν θέτει στόχους ανέφικτους στον καπιταλισμό, δεν στοχεύει σε μια δικαιοσύνη ακριβοδίκαιη και φιλολαϊκή, που θα γίνει πραγματοποιήσιμη με τη νίκη της επανάστασης. Στοχεύει όμως σε δημοκρατικές κατακτήσεις στο πεδίο της δικαιοσύνης, όπως η αποποινικοποίηση των απεργιών και των κοινωνικών αγώνων, η κατάργηση της επιστράτευσης των απεργών, ο σεβασμός των πολιτικών και οικονομικών δικαιωμάτων.