της Μαριάννας Τζιαντζή
Κατά καιρούς διαβάζουμε για στατιστικούς δείκτες που μετρούν τον πλούτο ή τη φτώχεια των νοικοκυριών: πόσες φορές την εβδομάδα τρώμε κρέας ή ψάρι, πόσες μέρες το χρόνο πηγαίνουμε διακοπές, πόσο δυσκολευόμαστε στην πληρωμή των λογαριασμών κ.λπ.
Σήμερα όμως, με την εκτόξευση του χρέους των νοικοκυριών προς την εφορία και αλλού, ένα βασικό κριτήριο του πλούτου είναι το τι «δεν πληρώνεις» κάθε μήνα, ποιο λογαριασμό αφήνεις ανεξόφλητο με την ελπίδα να τον πληρώσεις τον επόμενο …αν κερδίσεις στο Στοίχημα ή το λαχείο. Μέτρο της φτώχειας γίνεται το πλήθος των τηλεφωνημάτων που δέχεται κανείς κάθε εβδομάδα από εισπρακτικές εταιρείες. Μέτρο της φτώχειας γίνεται ο αριθμός των φίλων και συγγενών που αποφεύγεις επειδή τους χρωστάς και ντρέπεσαι να τους αντικρίσεις.
Η Εurostat δεν μετρά αυτού του είδους τη φτώχεια. Αυτή τη διαρκή ταπείνωση και απόγνωση στην οποία οι μνημονιακές κυβερνήσεις έχουν καταδικάσει την πλειονότητα του πληθυσμού. Το πικρό χριστουγεννιάτικο ποτήρι που γεύτηκαν 3.800 πολίτες του δήμου Βύρωνα, με τις κατασχέσεις από συντάξεις, επίδομα ανεργίας, μισθούς και κοινωνικό μέρισμα, δεν είναι παρά μια πρόγευση του τι θα γευθούν εκατομμύρια συμπατριώτες τους στο κοντινό μέλλον. Κατασχέσεις για χρέη προ του 2013 για διάφορους λόγους, από απλήρωτες κλήσεις της τροχαίας, ακόμα και τη μη καταβολή τελών για τη φύλαξη οστών συγγενών στο οστεοφυλάκιο του δημοτικού νεκροταφείου.
Πλούσιος, λοιπόν, είναι αυτός που μπορεί να κοιμάται τα βράδια χωρίς να τον βασανίζει η σκέψη των απλήρωτων λογαριασμών ή των κατασχέσεων. Γιατί αυτή η κυβέρνηση δεν περιορίζεται στην κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών: έχει κάνει κατάσχεση στο όνειρο και την ελπίδα.