του Γιώργου Παυλόπουλου
Οι εκλογές της περασμένης Κυριακής στη Σικελία ανέδειξαν μια ιδιαιτέρως ενισχυμένη (ακρο)Δεξιά, καθώς και ανησυχητικές για το κατεστημένο των Βρυξελλών εξελίξεις και τάσεις στην τρίτη σε μέγεθος χώρα της ΕΕ και της ευρωζώνης. Ενόψει των βουλευτικών εκλογών της ερχόμενης άνοιξης, τα ερωτήματα είναι επιτακτικά και οι απαντήσεις απαιτούνται άμεσα.
Μεγάλο κάζο έπαθαν οι κυβερνώντες Δημοκρατικοί του Ρέντσι στις περιφερειακές εκλογές που έγιναν την περασμένη Κυριακή στη Σικελία καθώς, σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα, ήρθαν τρίτοι και καταϊδρωμένοι, με ποσοστό μόλις 19%. Την πρώτη θέση κατέκτησε ένας συνασπισμός του οποίου ηγείται η μπερλουσκονική Φόρτσα Ιτάλια, με 40%, ενώ δεύτερο ήρθε το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Γκρίλο, που συγκέντρωσε 35%.
Αν και η περιοχή έχει μεγάλες και σημαντικές ιδιαιτερότητες, όπως η ισχυρή παρουσία της Μαφίας η οποία διατηρεί παραδοσιακούς και στενούς δεσμούς με τον Μπερλουσκόνι, οι πάντες κατανοούν ότι το αποτέλεσμά τους αποτέλεσε ένα καμπανάκι ενόψει των βουλευτικών εκλογών, που πιθανότατα θα γίνουν την άνοιξη του 2018. Πρωτίστως, βεβαίως, για την κυβέρνηση και τον Ρέντσι, που ενώ έσπευσαν να αλλάξουν τον εκλογικό νόμο με τη βεβαιότητα ότι θα είναι στην πρώτη θέση, έτσι ώστε να βρεθούν «καβάλα» ακόμη και με μικρή διαφορά, τώρα κινδυνεύουν να τον δουν να τους γυρίζει μπούμερανγκ.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτοί που έχουν λόγους να ανησυχούν. Διότι το μήνυμα από τις εκλογές στη Σικελία έφτασε, αναμφίβολα, και στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, που κατανοούν ότι η Ιταλία είναι σήμερα ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης. Έτσι, κάθε άλλο παρά απαρατήρητο πέρασε το γεγονός ότι οι δύο πρώτοι σχηματισμοί, οι οποίοι αθροιστικά συγκέντρωσαν κάπου τα τρία τέταρτα των ψήφων, στέκονται επικριτικά απέναντι στην «γερμανική ΕΕ» και το διευθυντήριο που έχει συγκροτηθεί και θέλει να προχωρήσει σε ταχύτερη ολοκλήρωση. Καθώς δε οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι δεν είναι διόλου απίθανο το σενάριο να ξεπεράσουν τους Δημοκρατικούς και στις εθνικές εκλογές του 2018, η απειλή για το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» είναι προφανής και άμεση – σε βαθμό που να δικαιολογεί το να σημάνει συναγερμός, καθώς το μέγεθος και η σημασία της Ιταλίας είναι τέτοια που μπορούν να σαρώσουν τα πάντα. Αξιοσημείωτη είναι και η σύνθεση του μπερλουσκονικού στρατοπέδου που κέρδισε την πρωτιά στη Σικελία. Σε αυτό συμμετείχαν, εκτός βεβαίως της Φόρτσα Ιτάλια, τόσο η εθνικιστική ακροδεξιά Λίγκα του Βορρά – σε μια προφανή προσπάθεια να αποποιηθεί τη ρετσινιά του κόμματος που εκφράζει αποκλειστικά τους πλούσιους των βόρειων περιφερειών της χώρας – όσο και το κόμμα «Αδέλφια της Ιταλίας», που έχει τις ρίζες του στον ιταλικό φασισμό και τους νοσταλγούς του Μουσολίνι και των μελανοχιτώνων. Πρακτικά, πρόκειται για ένα σχήμα που αναβιώνει τον παλιό κυβερνητικό συνασπισμό, στον οποίο συμμετείχαν όλες αυτές οι συνιστώσες.
Αυτό αναδεικνύει ένα σοβαρό πρόβλημα: Η αμφισβήτηση του «κατεστημένου» της Ρώμης και της Ε.Ε., που αναπτύσσεται πλέον σε όλη την Ιταλία, έχει αποκτήσει έντονα αντιδραστικά χαρακτηριστικά, καθώς η απουσία μιας Αριστεράς ικανής να σηκώσει το γάντι και να αναμετρηθεί με τη μεγάλη πρόκληση της σύγκρουσης και της ρήξης με το ευρωπαϊκό καπιταλιστικό οικοδόμημα είναι καθοριστική – και καταθλιπτική. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές της Σικελίας, μιας από τις πιο φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές της Ιταλίας, η μοναδική αριστερή παρουσία ήταν ένα σχήμα με κυρίαρχους τους οικολόγους, ορισμένους αποχωρήσαντες από τους Δημοκρατικούς και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, που συγκέντρωσε λιγότερο από 7%.
Έτσι, όμως, δίνεται η δυνατότητα στην «πολύχρωμη» Ακροδεξιά να έχει αναφορές και να οικοδομεί ισχυρούς δεσμούς τόσο με τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα όσο και με μερίδες του κεφαλαίου που δείχνουν να ασφυκτιούν στο σημερινό καταμερισμό εντός της Ε.Ε. Αναπαράγοντας και στην Ιταλία την εικόνα που έχουμε συναντήσει στις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις και εκλογικές αναμετρήσεις και σε άλλες χώρες, με πρώτη και καλύτερη τη Γαλλία, όπου η Λεπέν τείνει να γίνει κόμμα της εργατικής τάξης.
Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω εικόνα αποτυπώνει συνολικά μια κοινωνία η οποία βρίσκεται στο «κόκκινο» κα σε βαθιά κρίση, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, από τον βορρά μέχρι τον νότο. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που ο σκληρός πυρήνας του ιταλικού καπιταλισμού, η ένωση των ιταλικών τραπεζών, δεν διστάζουν να βγαίνουν ανοιχτά και να επικρίνουν το διευθυντήριο της ΕΕ, αλλά και την ΕΚΤ. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τελευταία την κατηγορούν ότι παραβαίνει το πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της, κυρίως όσον αφορά στους κανόνες που πάει να επιβάλει στα κόκκινα δάνεια – κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Σημειώνεται ότι στην Ιταλία αντιστοιχεί σήμερα περίπου το ήμισυ του συνόλου αυτών των δανείων για την ευρωζώνη, η αξία των οποίων ανέρχεται κοντά στο ένα τρις. ευρώ. Κάτι που σημαίνει, πολύ απλά, ότι αν το σύστημα πιεστεί υπέρμετρα θα κινδυνεύσει να …σκάσει, παρασέρνοντας μαζί του όχι μόνο τη χώρα, αλλά και το ευρώ.
Αυτό ακριβώς ανάγκασε την ένωση ιταλικών τραπεζών, αλλά και τον υπουργό Οικονομικών Παντοάν, να διαμαρτυρηθούν δημοσίως, ακόμη και με επιστολή προς τις Βρυξέλλες, απαιτώντας ουσιαστικά αλλαγή πολιτικής. Ο γαλλογερμανικός άξονας, που επανασυγκροτείται και ενισχύεται, οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη του τις αγωνίες και τις προειδοποιήσεις των Ιταλών, εάν δεν θέλει να βρεθεί προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Με τί όρους, όμως, θα επιδιώξει να κάνει τις όποιες παραχωρήσεις;