Παρά το γεγονός ότι βραχυπρόθεσμα, όλες οι κοινωνικές κατηγορίες εμφανίζονται ωφελημένες, η αλήθεια είναι ότι σε βάθος δεκαετίας αυξάνεται ο φόρος για τους πιο φτωχούς και μειώνεται για τους πλούσιους. Επίσης, ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρήσεων μειώνεται από το 35% στο 20%, ενώ καταργούνται σειρά φοροαπαλλαγών που ευνοούσαν τα χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα. Νέο πλήγμα στο δικαίωμα της περίθαλψης.
του Γιώργου Παυλόπουλου
Ο Τραμπ ηγείται μιας σκληρά ταξικής κυβέρνησης και το απέδειξε για μια ακόμη φορά. Η έγκριση του νέου φορολογικού νομοσχεδίου από τη Βουλή, το οποίο συνιστά την πιο ευρεία μεταρρύθμιση στις ΗΠΑ μετά από εκείνη που είχε φέρει ο Ρίγκαν το 1986, χαιρετίστηκε από το κεφάλαιο, τους επενδυτές και το χρηματιστήριο, όμως γέμισε με ανησυχία και αγωνίες δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανούς που ανήκουν στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Μάλιστα, η αντίθεση αναμένεται να γίνει πιο έντονη στην περίπτωση που περάσει και στη Γερουσία το σχέδιο των Ρεπουμπλικάνων, μιας και εκεί έχει παρουσιαστεί σε ακόμη χειρότερη εκδοχή.
Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι προφανές, μιας και στον νέο νόμο κυριαρχούν τα «δώρα» προς τους οικονομικά ισχυρούς. Οι διατάξεις του προβλέπουν, για του λόγου το αληθές, τη σταδιακή μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 35% που είναι σήμερα στο 20%. Στις επιχειρήσεις δίνεται, επιπλέον, η δυνατότητα να εκπίπτει για πέντε χρόνια όλο το κόστος που αφορά αγορά νέου εξοπλισμού, ενώ καθιερώνεται προνομιακή φορολόγηση μόλις κατά 12% για κεφάλαια που έχουν «παρκάρει» στο εξωτερικό και θα αποφασίσουν να τα επαναπατρίσουν – κάτι που αποτελούσε πάγιο αίτημά τους.
Την ίδια στιγμή, οι πολυεκατομμυριούχοι Αμερικανοί βλέπουν να διπλασιάζεται η αξία των περιουσιακών στοιχείων πάνω από την οποία επιβάλλεται φόρος κληρονομιάς, όταν τα μεταφέρουν στους απογόνους τους –από τα 5,5 εκατ. δολάρια σήμερα στα 11 εκατομμύρια– ενώ από το 2024 και μετά δεν θα πληρώνουν απολύτως τίποτα, όσο υψηλή και αν είναι η αποτίμηση. Επίσης, όχι απλώς διατηρούνται οι απαλλαγές για τα κεφάλαια που τοποθετούν στα πάσης φύσης «φιλανθρωπικά ιδρύματα» και ανέρχονται σε εκατοντάδες δις δολάρια, αλλά καταργείται και ο λεγόμενος «εναλλακτικός ελάχιστος φόρος» (ΑΜΤ), ο οποίος καθιερώθηκε το 1969 και κατέβαλαν σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν είχαν καταφέρει με διάφορα τεχνάσματα να μηδενίσουν τη φορολογητέα ύλη τους.
Για την ακρίβεια, υπολογίζεται ότι το ήμισυ του οφέλους που προκύπτει από τις μειώσεις των φόρων θα πάει στις τσέπες του 1% των πλουσιότερων Αμερικανών – στο οποίο σήμερα αναλογεί το 22% των συνολικών εισοδημάτων στις ΗΠΑ και το 36% των φόρων. Το όφελος αυτό ισοδυναμεί, χοντρικά, με 1,5 τρισ. δολάρια – όσο, δηλαδή, υπολογίζεται ότι θα είναι η αύξηση της «τρύπας» στο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ μέσα στην επόμενη δεκαετία, εξαιτίας της μείωσης των φορολογικών εσόδων.
Αντιθέτως, για τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα, το όφελος είναι πολύ μικρότερο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις ο λογαριασμός θα είναι υψηλότερος, έστω και αν ονομαστικά το αφορολόγητο θα ανέρχεται σε 12.000 για ένα άτομο και 24.000 για ζευγάρι χωρίς παιδιά. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε αντίθεση με την περίπτωση των «φιλανθρώπων», καταργείται από το 2018 μια σειρά φοροαπαλλαγών από τις οποίες επωφελούνταν αυτές κυρίως οι κοινωνικές ομάδες: εκπτώσεις για ιατρικές και νοσοκομειακές δαπάνες, για δίδακτρα (μέχρι 2.500 ετησίως σήμερα), για αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων κ.λπ. Σημαντικό είναι για τα αμερικανικά δεδομένα (όχι, βεβαίως, με ελληνικά κριτήρια) και το γεγονός ότι το ανώτατο πλαφόν για την επιδότηση επιτοκίου σε στεγαστικά δάνεια μειώνεται στα 500.000 δολάρια έναντι του ενός εκατομμυρίου που ισχύει σήμερα.
Ιδιαιτέρως σημαντική είναι και η επιβάρυνση από την επίπτωση που, πιθανότατα, θα υπάρξει στις παροχές υγείας. Οι περικοπές στον προϋπολογισμό προκειμένου να καλυφθεί το έλλειμμα αναμένεται να προέλθουν σε μεγάλο βαθμό από εκεί και θα ανέρχονται σε δεκάδες δις (κάπου 28 μόνο για το 2018). Επίσης, στο σχέδιο που θα συζητηθεί στη Γερουσία υπάρχει μία διάταξη με την οποία καταργείται η υποχρεωτική ασφάλιση όλων των Αμερικανών (που συνεπάγεται και την αντίστοιχη απαλλαγή σε φόρους), με αποτέλεσμα, όπως υπολογίζεται, να βρεθούν αυτομάτως ακάλυπτοι πάνω από 14 εκατομμύρια άνθρωποι, που θα προτιμήσουν να δαπανήσουν τα ελάχιστα χρήματα που έχουν για φαγητό και στέγη.
Δεν είναι τυχαίο, επίσης, το γεγονός ότι ενώ για τα 2-3 επόμενα χρόνια ο νέος νόμος προβλέπει μειώσεις φόρων για όλες τις κοινωνικές ομάδες, σε βάθος δεκαετίας τα πράγματα αλλάζουν. Με βάση το σχέδιο της Γερουσίας (εφόσον εγκριθεί, θα «παντρευτεί» με εκείνο που ενέκρινε ήδη η Βουλή), το σύνολο των εισοδημάτων μέχρι 75.000 δολάρια ετησίως αναμένεται ότι θα αυξήσει τον μέσο φορολογικό συντελεστή με τον οποίο επιβαρύνεται: κατά 0,30% μέχρι 10.000 δολάρια, κατά 1,50% από 10-20.000, κατά 1% από 20-30.000, κατά 0,60% από 30-40.000, κατά 0,50% από 40-50.000 και κατά 0,10% από 50-75.000. Από την άλλη, ωφελημένοι θα είναι όλοι όσοι βγάζουν πάνω από 100.000 δολάρια: κατά 0,10% από 100-500.000, κατά 0,30% από 500.000 ως ένα εκατομμύριο και κατά 0,40% από εκεί και πάνω.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη κατάργηση της απαλλαγής από τον ομοσπονδιακό φόρο των διάφορων ποσών που καταβάλλουν οι Αμερικανοί σε επίπεδο πόλης, κομητείας ή πολιτείας, με τη μορφή τοπικών φόρων, ενδέχεται να οδηγήσει σε σοβαρή μείωση εσόδων τις τοπικές αρχές. Εάν αυτό γίνει, με βάση και τις αρμοδιότητες που διαθέτουν, τότε «θα τους είναι πιο δύσκολο να συντηρούν τους δρόμους, να σβήνουν τις φωτιές, να αντιμετωπίζουν την εγκληματικότητα και να πληρώνουν τους εκπαιδευτικούς», όπως ανέφερε στη σχετική του ανάλυση το πρακτορείο Ρόιτερς.
Αυτός, μάλιστα, φαίνεται πως ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που έκανε ακόμη και ορισμένους Ρεπουμπλικάνους να «επαναστατήσουν», με αποτέλεσμα 13 από τους 240 βουλευτές τους (όλοι από Νέα Υόρκη, Νιού Τζέρσεϊ και Καλιφόρνια) να μην στηρίξουν το νομοσχέδιο, που πέρασε τελικά με 227 υπέρ και 205 κατά. Όμως, το κόμμα δεν έχει πολυτέλεια ανάλογων απωλειών στη Γερουσία, όπου έχει οριακή πλειοψηφία 52 έναντι 48.