του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Η υπόθεση της ψήφισης του νομοσχεδίου για τη δυνατότητα δικαστικού προσδιορισμού του φύλου μονοπώλησε το ενδιαφέρον της πολιτικής ειδησεογραφίας όλη την προηγούμενη εβδομάδα. Μάλιστα, όπως έγινε φανερό, εντάχθηκε έντονα στους επικοινωνιακούς μηχανισμούς αντιπαράθεσης ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, σε μια προσπάθεια να στηριχθεί η ψευδεπίγραφη πολιτική ατζέντα του λεγόμενου «νέου διπολισμού».
Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη ήταν ότι νομοθετήθηκε –με περιπετειώδη τρόπο– ένα (ακόμη) ώριμο κοινωνικά αστικοδημοκρατικό δικαίωμα, κάτω από την πίεση και των αγώνων που έχουν αναπτυχθεί συνολικά για τα ζητήματα αυτά. Καταδικασμένο όμως να έχει απλά τυπικό χαρακτήρα. Αυτό γιατί οι ρίζες των αιτιών που οδηγούν τις κοινωνικές ομάδες που αφορά στην κοινωνική καταπίεση και περιθωριοποίηση δεν έχουν να κάνουν, κυρίως, με ληξιαρχικές πράξεις αλλά με δομικά στοιχεία του συστήματος που οδηγούν στον κοινωνικό κατακερματισμό και την αποδόμηση της κοινωνικής αντίληψης της προσωπικότητας.
Στοιχεία που δεν έχουν πρόθεση φυσικά να εξαλείψουν οι κοινοτικές οδηγίες στις οποίες βασίστηκε το νομοσχέδιο. Αντίθετα, αποτελούν έκφραση της συνολικής πολιτικής στόχευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν είναι άλλη από τη δημιουργία κοινωνιών με μηδενικές συλλογικές αντιστάσεις και έντεχνα καλλιεργούμενες αυταπάτες περί «προσωπικών ελευθεριών».
Ο Αλέξης Τσίπρας, άλλωστε, στην κεντρική ομιλία του στην Βουλή ξεκαθάρισε ότι οι όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες τέτοιου είδους στηρίζονται στο αξιακό σύστημα της ΕΕ, αφού όπως είπε «στην Ελλάδα του 2017, σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος η συζήτηση για τη διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων δεν μπορεί να γίνεται στο έδαφος των στρεβλώσεων ενός συντηρητισμού».
Μάλιστα, προώθησε τη λογική του δίπολου πρόοδος-συντήρηση λέγοντας ότι «στο ρου της ιστορίας, η συνισταμένη της συλλογικής προόδου των κοινωνιών βρίσκεται στη διαρκή αντιπαράθεση, από τη μία, με ένα κατεστημένο σύστημα αρχών, ιδεών και πρακτικών και, από την άλλη, με τη διαρκή ανάγκη των ανθρώπων για χειραφέτηση, ισότητα κι ελευθερία», ενώ «οι αρνητές της κοινωνικής συλλογικής προόδου κατέφευγαν πάντα στην υπεράσπιση μιας συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων με την πολύ απλή δικαιολογία και επιχειρηματολογία, διότι έτσι έχουν τα πράγματα». Προφανώς ο πρωθυ πουργός μάλλον …προσπέρασε ότι ακριβώς με αυτή τη λογική εφαρμόζει σήμερα την πολιτική της σκληρής μνημονιακής επίθεσης σε εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα. Μάλιστα, μόνον ως υποκριτική μπορεί να εκληφθεί και η συσχέτιση που έκανε με την κατάσταση των εργαζομένων: «Τι είναι φυσιολογικό να συμβαίνει και τι όχι καθορίζεται και από τους εκάστοτε πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς. Κάποτε, για παράδειγμα, ήταν φυσιολογικό και νομικά κατοχυρωμένο οι εργάτες να δουλεύουν δεκαέξι ώρες την ημέρα». Άραγε πόσες ώρες θεωρεί ότι εργάζονται σήμερα οι αμοιβόμενοι με μισθούς των 300-400-500 ευρώ;
Να σημειωθεί ότι –όπως ομολογούν κυβερνητικά στελέχη– η τακτική αυτή πρόκειται να συνεχισθεί. Επόμενος σταθμός οι διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης. Εκεί που η κυβέρνηση θα προτείνει π.χ. θεσμική κατοχύρωση του ηλεκτρικού ρεύματος ως αγαθό στο Σύνταγμα που θα υπάρξει σε 8 χρόνια, ενώ σε …8 μήνες θα έχει ιδιωτικοποιήσει πλήρως τη ΔΕΗ.
Από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, το στοιχείο που καταγράφηκε (πέραν της προφανούς διαχειριστικής ανικανότητας καταστάσεων του Κ.Μητσοτάκη, που έκανε αναφορά σε …εξωγήινους) ήταν οι άρρηκτοι δεσμοί της με τις πλέον παρωχημένες ιστορικά πλευρές του ελληνικού κεφαλαίου. Σε μία προσπάθεια ικανοποίησης τόσο αυτών όσο και των συντηρητικών κοινωνικών αντανακλαστικών, υιοθέτησε μια επιχειρηματολογία υβρίδιο: Από τη μία ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός (αφού κατέθεσε την δική της πρόταση) κι από την άλλη …ακροδεξιά «παπαδοκρατία». Αφέθηκαν, δηλαδή, ελεύθεροι οι βουλευτές της που έχουν όσμωση με την ακροδεξιά να κάνουν ομιλίες παραληρήματα, αναμασώντας τα επιχειρήματα της εκκλησίας.
Δημοκρατική Συμπαράταξη και ΔΗΜΑΡ υπερψήφισαν την αρχή του νομοσχεδίου. Οι όποιες διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της για το άρθρο 3, που αφορούσε την επέκταση του προσδιορισμού φύλου στα 15 έτη, εντάσσονταν περισσότερο στην κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό της λεγόμενης «κεντροαριστεράς». Άλλωστε δεν έλειψαν και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που σημείωναν ότι η συγκεκριμένη ψηφοφορία αποτελεί «εικόνα από το μέλλον» για πιθανές συμμαχιές μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των κομμάτων του κέντρου.
Το ΚΚΕ επέλεξε να τοποθετηθεί στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο με ιδεολογικούς-φιλοσοφικούς όρους. Εστιάζοντας κυρίως στο αν οι διατάξεις του συνάδουν με την αντίληψη περί ύπαρξης «αντικειμενικής πραγματικότητας». Όπως επισήμανε ο εισηγητής του Κ. Δελλής, το νομοσχέδιο πάσχει από «απολυτοποίηση του υποκειμενικού στοιχείου». Ασχέτως με την ορθότητα η όχι αυτής της άποψης, μάλλον η τακτική αυτή βασίζεται στην αρνητική προσέγγιση του ΚΚΕ να «δει» τη δυνατότητα κατακτήσεων στο σήμερα. Απόρροια των συνολικών αντιλήψεών του, ταύτισης της στρατηγικής με την τακτική.