ΑΝΕΣΤΗΣ ΤΑΡΠΑΓΚΟΣ
Θεσσαλονίκη – Οκτώβριος 2017
Σ’ ολόκληρη την τρέχουσα περίοδο και μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, το κύριο επιχείρημα που προβάλλει η μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά η προβολή του κινδύνου επανόδου της ακραία νεοφιλελεύθερης συντηρητικής παράταξης, δηλαδή μια επιχειρηματολογία με καθαρά αρνητικά χαρακτηριστικά. Κι’ αυτό γιατί το κόμμα του μικροαστικού εκσυγχρονισμού και της πολιτικής της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν έχει να επικαλεστεί θετικά κυβερνητικά πεπραγμένα, αν δεν καταφεύγει συστηματικά στην καλλιέργεια μιας «ψευδούς συνείδησης», δηλαδή υπόσχεσης μιας πολλαπλά διαψευδόμενης «σοσιαλδημοκρατικής επαγγελίας», που σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο δεν εκφράζει παρά την κατά κράτος προσχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό (π.χ. εμπειρίες Φ. Ολάντ – Ε. Μακρόν, γερμανικού SPD, ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος κλπ.). Η αναφορά στην προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη, αποδεικνύεται μια φαντασιακή αντίληψη στο μέτρο που οι άμεσες ξένες επενδύσεις που διαφημίζονται δεν αφορούν παρά την εξαγορά των αποκρατικοποιούμενων κοινωφελών επιχειρήσεων που έχουν απομείνει (λιμάνια, αεροδρόμια, ύδρευση και αποχέτευση κλπ.), είτε την ευθεία εκχώρηση της εκμετάλλευσης δημόσιου πλούτου στο ιδιωτικό κεφάλαιο (λ.χ. Ελληνικό, Σκουριές κ.ά.).
Προς τον αστικό μνημονιακό πολιτικό διπολισμό
Μπορεί έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ να επικαλεσθεί ως νομιμοποιητική βάση της κυβερνητικής του πολιτικής το ότι αποκατέστησε τον αποψιλωμένο κατώτατο μισθό, ότι κατάργησε την επιβολή του ΕΝΦΙΑ, την στήριξη των συντάξεων από την συνεχή κατολίσθησή τους, την χορήγηση αξιοπρεπών επιδομάτων ανεργίας στο σύνολο των ανέργων, την αποκατάσταση των μισθών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που ίσχυαν μέχρι το 2012, την προάσπιση του δημόσιου τομέα της οικονομίας, την μείωση του βαρύτατου ΦΠΑ στα είδη λαϊκής κατανάλωσης κλπ. ; Όλα αυτά που αποτελούσαν, μεταξύ πολλών άλλων, προγραμματικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μείζονες (Πρόγραμμα Συνεδρίου) και ελάσσονες (Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης), έχουν περιέλθει στη «λήθη» για την κυβερνητική πολιτική, η οποία μάλιστα υλοποιεί τα ακριβώς αντίθετα.
Ακόμη και η διατυμπανιζόμενη μείωση της ανεργίας από το 27% στο 22% στην τελευταία τριετία, αποδεικνύεται φενάκη, αν πάρει κανείς υπ’ όψιν του τους τρόπους που έχουν επιστρατευθεί για να εμφανίσουν αυτή την υποτιθέμενη αυξητική τάση των θέσεων απασχόλησης. Η πλασματική αυτή μείωση της ανεργίας δεν προέρχεται από την δημιουργία και στελέχωση νέων θέσεων απασχόλησης, αλλά από την έντεχνη χρησιμοποίηση τεσσάρων τουλάχιστον παραμέτρων : Κατά πρώτο, η συνεχιζόμενη μαζική φυγή στις αγορές εργασίας της Δυτικής Ευρώπης (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία κλπ.) των νέων επιστημόνων και τεχνικών, οι οποίοι βρίσκοντας διέξοδο στην ατελεύτητη μετανάστευση, δεν καταγράφονται πλέον στους επίσημους καταλόγους ανέργων του ΟΑΕΔ. – Κατά δεύτερο με την απροσμέτρητη επέκταση των συμβάσεων εργασίας μερικής και προσωρινής απασχόλησης, οι οποίες υπερβαίνουν τον αντίστοιχο αριθμό των συμβάσεων αορίστου χρόνου, πρακτική γενικευμένη και σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες (βρετανική, γερμανική, αμερικανική), με στόχο την εμφάνιση χαμηλών ποσοστών ανεργίας. – Κατά τρίτο με τα προγράμματα κοινωνικής απασχόλησης των έξη – οκτώ μηνών και αποδοχές των 500 ευρώ για κάθε είδους (ως επί το πλείστον επιστημονικές και τεχνικές) απασχολήσης, οι οποίες κατά κανέναν τρόπο δεν διασφαλίζουν την επιβίωση των εργατικών οικογενειών με μια στοιχειώδη σταθερότητα. – Κατά τέταρτο με την δημιουργία θέσεων εργασίας σε ιδιωτικές επιχειρήσεις όπου όμως για να πραγματοποιηθούν αυτές οι προσλήψεις ανέργων το δημόσιο επιδοτεί τους ιδιώτες επιχειρηματίες για να καλύψουν το σχετικό κόστος εργασίας, γεγονός που αποβαίνει σε βάρος των δημόσιων οικονομικών και προς άμεσο όφελος του κεφαλαίου.
Συνεπώς η μόνη «αποτελεσματική» πολιτική διέξοδος που απομένει για την εκλογική αναπαραγωγή του ΣΥΡΙΖΑ είναι να επισείει το φόβητρο της αντιλαϊκής δεξιάς, τη στιγμή που ο ίδιος έχει προσχωρήσει στην πλέον συντηρητική εκδοχή της αστικής πολιτικής. Η αντιπαράθεση του «φωτός με το σκότος» που χρησιμοποιήθηκε ως κύριο προπαγανδιστικό οπλοστάσιο της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, είχε τουλάχιστον ένα στοιχειώδες μεταρρυθμιστικό λαϊκό έρεισμα : Ίδρυση του ΕΣΥ ως γενικευμένου δημόσιου νοσηλευτικού συστήματος, γενική αύξηση του κατώτατου μισθού, ψήφιση του δημοκρατικού συνδικαλιστικού νόμου, παράλληλα προφανώς με την πολιτική για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του ελληνικού καπιταλισμού, που τότε (1980 – 85) διέρχονταν την πρώτη του κρίση υπερσυσσώρευσης, μετά την «χρυσή» δεκαετία του 1960. Κατά συνέπεια αυτού του τύπου η αντιπαράθεση «πρόοδος – οπισθοδρόμηση» δεν έχει παρά φαντασιακά χαρακτηριστικά, εφόσον πρόκειται για την τεχνητή αντιπαλότητα ανάμεσα σε δύο πολιτικές δυνάμεις που κινούνται εντός του κοινού πλαισίου της αστικής (μνημονιακής) πολιτικής, και διαφοροποιούνται απλά στον τρόπο εκφοράς και προπαγάνδισης αυτής της πολιτικής. Έτσι η ΝΔ διακηρύσσει ανοιχτά και ειλικρινά την πολιτική της για μια κοινωνία ανισότητας ως την φυσιολογική κατάσταση των πραγμάτων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ διατυμπανίζει την πρόθεσή του για μια κοινωνία ισότητας, ασκώντας μια πολιτική που σε κάθε της βήμα βαθαίνει την κοινωνική ανισότητα. Ο στόχος προφανής : Να επιχειρηθεί να συγκρατηθεί το μέγιστο δυνατό του εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ που έχει φυλλοροήσει φτάνοντας στο μισό των εκλογικών αναμετρήσεων του 2015, ενεργοποιώντας όσο είναι δυνατό τα «αντιδεξιά» αντανακλαστικά ενός δημοκρατικού και αριστερού κόσμου.
Το επιχείρημα που επιστρατεύεται, ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολιτικός φορέας εκλογικής έκφρασης των λαϊκών εργατικών ακροατηρίων (πράγμα που ίσχυε πριν από την μνημονιακή του μετάλλαξη), δεν έχει επαρκή βάση, γιατί όπως και το ΠΑΣΟΚ του 44% των εκλογών του Οκτωβρίου 2009, έκφρασε τα λαϊκά στρώματα της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, αυτό όμως δεν το εμπόδισε να ασκήσει την πιο αδίστακτη μνημονιακή πολιτική, να εγκαινιάσει την υποτίμηση της εργασίας και να υπαγάγει τη χώρα στον δανειακό καταναγκασμό. Ο κόσμος των «από κάτω» έχοντας δεχθεί τα πλήγματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και των δορυφόρων τους (ΛΑΟΣ και ΔΗΜΑΡ), προφανώς και έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ την πολιτική ισχύ να κατακτήσει την διακυβέρνηση της χώρας, ωστόσο όμως οι μικροαστοί τεχνοκράτες του κεντρικού κορμού του ΣΥΡΙΖΑ άσκησαν την πολιτική που υπαγόρευε η ίδια η ταξική τους φύση, την αστική πολιτική. Αυτό τελικά που απομένει στον ΣΥΡΙΖΑ ως νομιμοποιητική βάση της υπόστασής του έναντι των λαϊκών τάξεων είναι αποκλειστικά το φόβητρο της επανάκαμψης του μετωπικού νεοσυντηρητισμού, τη στιγμή που ο ίδιος έχει προσχωρήσει στην αστική πολιτική της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Τείνει συνεπώς να διαμορφωθεί ένα μνημονιακό δίπολο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ (σχηματικά αστικής και μικροαστικής πολιτικής), το οποίο παρά τον περιορισμό της συνολικής του επιρροής, προβάλλει ως κυρίαρχο στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς που πρόκειται να διαμορφωθούν. Η συντηρητική παράταξη χωρίς λαϊκές εκπροσωπήσεις, εξ αιτίας της ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής της, με έδραση αποκλειστικά στα αστικά και μικροαστικά στρώματα (και σε έναν βαθμό σε τμήματα συνταξιούχων και της νέας μικροαστικής τάξης), και το σοσιαλφιλελεύθερο στρατόπεδο με ριζικά αποψιλωμένη την απήχησή του στον εργαζόμενο κόσμο, εξ αιτίας της ολοσχερούς του μετάλλαξης. Παρόλο αυτά, οι δύο αυτοί σχηματισμοί με τα δορυφορικά προς αυτούς σχήματα, φαίνεται ότι εκ των πραγμάτων θα κυριαρχήσουν και στις μεσοπρόθεσμες πολιτικές εξελίξεις. Κατά συνέπεια πώς είναι δυνατό να κλονιστεί αυτή η διπολική αστική κυριαρχία, με τρόπο ώστε και ο ΣΥΡΙΖΑ να καθηλωθεί στα κατώτερα δυνατά επίπεδα επιρροής, και η ΝΔ να εμποδιστεί να διαμορφώσει μια κυβερνητική εναλλακτική προοπτική;
Δεν είναι στραβός ο γιαλός, εμείς στραβά αρμενίζουμε
Η συνέχιση της πορείας της ελληνικής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) προκύπτει από όλες τις μέχρι σήμερα σφυγμομετρήσεις και εκτιμήσεις ότι αδυνατεί να ξεπεράσει το ιστορικό όριο αθροιστικά του 10%, εμφανίζοντας μια καταφανή στασιμότητα, παρόλη τη χρεοκοπία της κυβέρνησης και την αποκρουστικότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ακόμη και το ενδεχόμενο συγκρότησης ενός κοινού αριστερού, κοινωνικού και πολιτικού, μετώπου, που είναι ανέφικτο με την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων, δεν μπορεί να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά και αυξητικά, γιατί θα αναπαράγει τις επιμέρους ανεπάρκειες σε διευρυμένο επίπεδο. Άλλωστε οι επιμέρους πολιτικές κατευθύνσεις, πέραν του ότι είναι «ασύμπτωτες», ταυτόχρονα δεν μπορούν, ως έχουν, να διεμβολίσουν τον αστικό διπολισμό και να τροποποιήσουν τους συσχετισμούς των δυνάμεων.
Για μια καινούρια φορά : Το ΚΚΕ, παρόλο που διαθέτει την επιρροή σε ορισμένες κοινωνικές λαϊκές δυνάμεις (εργαζομένων, συνταξιούχων, νεολαίας), τις χρησιμοποιεί για την πραγματοποίηση κινητοποιήσεων με την μορφή παρελάσεων διαμαρτυρίας, χωρίς άνοιγμα τους στον συνολικό κόσμο των «από κάτω». Μπορεί να έχει υιοθετήσει μια αντικαπιταλιστική πολιτική των πραγμάτων, όμως αυτή δεν μετουσιώνεται σε υλική κοινωνική συσπειρωτική πρακτική, εφόσον η αποτελεσματική αντιμετώπιση των ζωτικών λαϊκών αναγκών παραπέμπεται στο απροσδιόριστο μέλλον, και στο ενδιάμεσο προκρίνεται η ενίσχυση του κομματικού υποκειμενισμού. Κι’ ακόμη περισσότερο, αυτή η αντικαπιταλιστική θεώρηση και η αναφορά στην μελλοντική εργατική εξουσία, μπορεί να αμφισβητεί τον ελληνικό και ευρωπαϊκό ιδιωτικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, ωστόσο όμως παραμένει άφωνη μπροστά στον ιστορικό δεσποτικό κρατικό καπιταλισμό των ανατολικών κοινωνιών, πρότυπο στο οποίο συνεχίζει και είναι προσκολλημένο (παρά την αδιαμφισβήτητη κατάρρευσή του), πράγμα που λειτουργεί απωθητικά όχι μόνον για τους σημερινούς λαούς της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και για τον ελληνικό εργατικό πληθυσμό. Συνεπώς στην τρέχουσα περίοδο, όπως και στη συγκυρία των εκλογών Μαίου – Ιουνίου 2012, δεν είναι σε θέση να διευρύνει τη δυναμική και τις εκπροσωπήσεις του.
Από την άλλη πλευρά η ΛΑΕ, παρόλη την ασυμφιλίωτη αντιπαράθεσή της προς τις μνημονιακές πολιτικές, εντούτοις παραπέμπει την εφαρμογή του σχεδίου της στην μελλοντική συγκυρία που υποθέτει ότι θα έχει κατακτήσει την κυβερνητική πλειοψηφία, και στο ενδιάμεσο αναλώνεται στον καταγγελτισμό και σε ακτιβίστικου χαρακτήρα παρεμβάσεις, οι οποίες παρά τον συμβολικό αντιμνημονιακό τους χαρακτήρα, δεν είναι σε θέση να δρομολογήσουν μορφές υπαρκτού λαϊκού κινήματος (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους πλειστηριασμούς κατοικιών εργαζομένων, όπου αναπτύσσεται μια πολιτική παρέμβαση στις δικαστικές αίθουσες, με την καταφανή αδυναμία να κινητοποιηθούν και να συσπειρωθούν οι ίδιοι οι πολίτες των οποίων η πρώτη κατοικία απειλείται με πλειστηριασμό). Αλλά και στην περίπτωση της υποθετικής στο απώτερο μέλλον ανάδειξης της ΛΑΕ στην διακυβέρνηση της χώρας, η υιοθέτηση του εθνικού νομίσματος δεν συνοδεύεται από αντικαπιταλιστικές οικονομικές τομές, και αναλώνεται στη στήριξη των μικρομεσαίων καπιταλιστικών επιχειρήσεων και στην παραγωγική ανασυγκρότηση που ήδη υλοποιεί ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ (εκτός κι’ αν υπάρχουν πολλά είδη παραγωγικής ανασυγκρότησης), διέπεται δηλαδή από έναν παρωχημένο οικονομισμό που δίνει την προτεραιότητα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με την επαναστικοποίηση των αστικών παραγωγικών σχέσεων.
Τέλος το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ προ πολλού με συνέπεια έχουν προχωρήσει (και συνεχίζουν να το κάνουν) στην υιοθέτηση μιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής σε όλα τα επίπεδα στην προοπτική της καθολικής εργατικής λαϊκής χειραφέτησης, ενώ αναλύουν συστηματικά τις εξελίξεις στον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό, ωστόσο αδυνατούν να υλοποιήσουν την οργανική σύνδεση αυτών των θεωρήσεων με την υπαρκτή κοινωνική κατάσταση και τις άμεσες ζωτικές ανάγκες των «από κάτω». Κατ’ αυτό τον τρόπο η «επίκληση του κομμουνισμού» ως άμεσης προοπτικής ή αιτήματος, και μάλιστα με την προοιμιακή αποχώρηση από την ευρωπαϊκή καπιταλιστική διεθνοποίηση (αντί της επιδίωξης ανατροπής της σε συμμαχία με τις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις, πράγμα που είναι εντελώς διαφορετικό), η απόρριψη της υπόλοιπης ελληνικής Αριστεράς (που παρά τις στρεβλώσεις της είναι τόπος αναφοράς ενός αγωνιστικού λαϊκού κόσμου) καθώς και των ευρωπαϊκών αριστερών σχηματισμών (Ανυπότακτης Γαλλίας, βρετανικού Εργατικού Κόμματος, Unidos Podemos κλπ.), αφήνουν την αντικαπιταλιστική πολιτική να αιωρείται στο κενό, χωρίς υλική γείωση.
Υπηρετώντας μια αυτόνομη κοινωνική αντιπολίτευση
Μπορούμε να συνεχίζουμε να βαδίζουμε μ’ αυτές τις συντεταγμένες, που στον έναν ή στον άλλο βαθμό δεν μας οδηγούν στην προβολή του εργατικού κινήματος στο προσκήνιο, δεν αλλάζουν τους ταξικούς συσχετισμούς, και βιώνουμε μια αποδιάρθρωση και περιθωριοποίηση σε παρά πολύ σημαντικό βαθμό ; Είναι φανερό ότι μ’ αυτούς τους προσανατολισμούς, παρά το κοινό αντιμνημονιακό τους άμεσο περιεχόμενο (αλλά και εξ αιτίας των στρατηγικών τους αποκλίσεων) δεν είμαστε σε θέση να διεμβολίσουμε τη λειτουργία του αστικού διπολισμού. Δεν φτάνει η κριτική ανάλυση και οι καταγγελίες που διατυπώνουμε σε καίρια ζητήματα (ιδιωτικοποιήσεις, εργασιακή αποδιάρθρωση, αποψίλωση συντάξεων κ.ά.). Δεν αρκεί επίσης η ακτιβίστικη ανάδειξη σημαντικών ζητημάτων, όταν αυτή στερείται της αναγκαίας υλικής λαϊκής συσπειρωτικής δυναμικής. Δεν μπορεί να αναμένουμε την κυβερνητική μας μετάβαση για την εφαρμογή του όποιου σχεδίου έχουμε επεξεργαστεί, ή η απαίτηση εκ των προτέρων ισχυρών μεταλλαγών για την υλοποίηση ενός προγράμματος αντικαπιταλιστικών αλλαγών.
Α) Άρα εκείνο που χρειάζεται είναι η έκφραση μιας λαϊκής κινηματικότητας στις άμεσες συνθήκες και συγκυρία, δηλαδή η υπηρέτηση από τις αριστερές δυνάμεις της προώθησης ενός προγράμματος πάλης στην τρέχουσα περίοδο που επιδιώκει την αντιμετώπιση των κύριων πληγμάτων των μνημονίων, που να τροποποιούν τους ταξικούς συσχετισμούς στο σήμερα, χωρίς να θέτουν εκ προοιμίου επικαθορισμούς (αναμονή κυβερνητικής πλειοψηφίας, παραπομπή της εργατικής εξουσίας στο υπερπέραν, αποχώρηση από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς χωρίς διεθνιστική αντικαπιταλιστική ανατροπή). Ζητήματα όπως η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων, η με κάθε τρόπο προάσπιση των συντάξεων από τη λαιμητόμο των Κουτρουμάνη – Λοβέρδου που έχουν αναπαράγει οι Κατρούγκαλος – Αχτσιόγλου, η κατάργηση της βαρύτατης φορολόγησης των λαϊκών τάξεων, η υπεράσπιση των δημόσιων κοινωφελών οργανισμών και υπηρεσιών, η διασφάλιση αξιοπρεπών επιδομάτων στο σύνολο των ανέργων κλπ., βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μιας τέτοιας άμεσης προγραμματικής κινητοποίησης.
Β) Αυτά δεν μπορούν να προωθηθούν παρά σε μια ζωτικής σημασίας αντικαπιταλιστική οπτική, ότι δηλαδή δεν είναι παρά η σύγχρονη κρίση και νεοφιλελεύθερη διαχείριση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, που επιβάλλουν τις μνημονιακές πολιτικές εργασιακών αναδιαρθρώσεων, και άρα με μια μείζονα αναδιανομή εισοδήματος και καθιέρωση εργατικών δικαιωμάτων και κοινωνικού ελέγχου προς όφελος του κόσμου της μισθωτής εργασίας και σε βάρος του κερδοφόρου σήμερα επιχειρηματικού κεφαλαίου. Αυτά τα ζωτικής σημασίας λαϊκά αιτήματα δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με «αναπτυξιολογικές» λογικές (πρώτα μεγέθυνση της πίτας και μετά αναδιανομή της) και παραγωγικές ανασυγκροτήσεις, που δεν ξεφεύγουν από την τροχιά αστικών «αναπτυξιακών» κατευθύνσεων. Για να είμαστε και στο κλίμα των ημερών, δεν ήταν (μεταξύ των άλλων) παρά ο οικονομισμός (=η κοινωνική αλλαγή είναι απότοκος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων) που οδήγησε την οκτωβριανή επανάσταση στον εκφυλισμό της «δικτατορίας του προλεταριάτου» σε στυγνή δεσποτική, εκμεταλλευτική εξουσία επί της εργατικής τάξης.
Γ) Έναν τέτοιο ρόλο δεν μπορεί να τον διαδραματίσει παρά ένα αυτόνομο και ανεξάρτητο κίνημα λαϊκής χειραφέτησης και ανταπόκρισης στις καίριες κοινωνικές ανάγκες, το οποίο οι δυνάμεις της Αριστεράς δεν έχουν παρά να το υπηρετήσουν, να το αναδείξουν, να το προωθήσουν, χωρίς την απαίτηση να το επιπροσδιορίσουν εκ των προτέρων με πολιτικούς προσανατολισμούς αναποτελεσματικότητας και συρρίκνωσης. Ένα κίνημα γενικής λαϊκής απεύθυνσης με πρωταρχικό αποδέκτη τα πλέον χειμαζόμενα τμήματα των «από κάτω» : Τους ανέργους και μερικά απασχολούμενους στην καπιταλιστική παραγωγή αλλά και στο δημόσιο με σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, την μεγάλη πλειοψηφία των συνταξιούχων που τείνουν πλέον να στερηθούν των όρων της κοινωνικής τους αναπαραγωγής, των εργαζομένων στο καθεστώς της «κοινωνικής εξαθλίωσης» του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, τόσο σε μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες όσο και στο φάσμα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου ευδοκιμεί η στυγνότερη εργοδοτική εξουσία κλπ. Μια τέτοια κίνηση στην ανάπτυξή της είναι σε θέση να συμπαρασύρει σε κινητοποίηση και τον κόσμο του δημοσιοϋπαλληλικού τομέα της κοινωνικής παραγωγής, καθώς και εργατικά στρώματα μεγάλων μονάδων που έχουν κατορθώσει να διατηρήσουν ένα σχετικό επίπεδο αμοιβών και απασχόλησης, καθώς και της μορφωμένης σήμερα νεολαίας που είτε πνίγεται στην ετεροαπασχόληση και υποαπασχόληση, είτε παίρνει το δρόμο της μετανάστευσης.
Δ) Ένα τέτοιο κίνημα, όσο δύσκολο και αν φαντάζει (και ας μην τρέχουμε να ρίξουμε το «ανάθεμα» στον λαϊκό κόσμο που δεν μας ακολουθεί, όπως έχει γίνει συνήθεια να το κάνουμε), είναι το μόνο που είναι σε θέση να κλονίσει την αστική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και να ορθώσει φραγμό στην παλινόρθωση μιας συντηρητικής διακυβέρνησης της ΝΔ και των δορυφόρων της. Μόνον αυτό μπορεί να τροφοδοτήσει και να αναβαπτίσει κοινωνικά την Αριστερά, να διευρύνει τα όρια της επιρροής της, και να τοποθετήσει τον αριστερό και εργαζόμενο κόσμο με αξιώσεις στο προσκήνιο. Ο ρόλος της Ανυπότακτης Γαλλίας με το 20% των προεδρικών εκλογών, παράλληλα με την κοινωνική παρέμβαση των ταξικών εργατικών συνδικάτων (CGT, Solidaires, FO κλπ.), δείχνει ότι αυτές οι δυνάμεις (πολιτικές και συνδικαλιστικές) είναι η μόνη αξιόπιστη και κεντρικά υπαρκτή αντιπολίτευση στον ούλτρα νεοφιλελευθερισμό της αστικής πολιτικής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, που υποστηρίζεται από όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα (Μακρόν, Ρεπουμπλικάνοι, Εθνικό Μέτωπο, Σοσιαλιστές) και από όλες τις εργοδοτικές οργανώσεις (Medef κ.ά.).