Η ΕΕ δεν παρέκκλινε. Απλώς στα «δύσκολα» δεν έχει περιθώρια να αμπαλάρει με κάποια «κομψότητα» τη βαθύτατη αντιδημοκρατικότητά της. Δεν ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που η διενέργεια ενός δημοψηφίσματος επιβεβαίωσε την αλλεργία της σε κάτι τέτοια …«οχλοκρατικά». Ούτε χρειάζεται να υπενθυμίσουμε πόσα προγραμματισμένα δημοψηφίσματα για το «ευρωσύνταγμα» ακυρώθηκαν το 2005, όταν επικράτησε το «όχι» σε Γαλλία και Ολλανδία…
του Διονύση Ελευθεράτου
Πλαστικές σφαίρες. Κτηνώδης αστυνομική βία. Αιμόφυρτες, ξυλοκοπημένες ηλικιωμένες γυναίκες. Αστυνομικοί που πηδούσαν πάνω σε πεσμένα κορμιά Καταλανών, σαν πρωταγωνιστές κινηματογραφικών σκηνών κατς. Εισβολές σε εκλογικά κέντρα και αρπαγές καλπών. Αλλά, ας μην υπερβάλλουμε… Όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα «εσωτερικό θέμα της Ισπανίας», η κυβέρνηση της οποίας, έστω κι αν το …παράκανε λιγάκι (όσο πατάει η γάτα ή, έστω, όσο ποδοπατάνε οι Ισπανοί αστυνομικοί), απλώς αντέδρασε στη διενέργεια ενός «παράνομου δημοψηφίσματος». Τάδε έφη Κομισιόν. Το αηδιαστικό διευθυντήριο του εμετικού «θεσμικού» τέρατος, που ακούει στο όνομα «Ευρωπαϊκή Ένωση».
Στο κλασικό δίλημμα «να γελάσεις ή να εξοργιστείς», την τελική απάντηση συνήθως την καθορίζουν τα ακριβή έργα ή λόγια εκείνων, εναντίον των οποίων θα στραφεί είτε ο σαρκασμός είτε ο θυμός. Όχι όμως μόνα τους, αλλά σε συνάρτηση με τη δυναμική και την τραχύτητα των γεγονότων. Κάπως έτσι, πριν από την αιμόφυρτη Κυριακή της Καταλονίας είχες περιθώρια να αφήσεις το χειλάκι σου να «σκάσει», όταν διαπίστωνες π.χ. ότι «έσκαγαν» οι αξιωματούχοι της ΕΕ από την αγωνία τους για το αν θα επιβαλλόταν το ισπανικό σύνταγμα «καθ’ άπασα» την ισπανική επικράτεια. Να καγχάσεις σκεπτόμενος, ας πούμε, πόσες φορές στραπατσαρίστηκαν ανά την Ευρώπη –την «ενωμένη», βεβαίως, βεβαίως– συντάγματα με σκοπό την επιβολή άγριας λιτότητας. Αλλά έπειτα από τα κλέη του αφιονισμένου ημι-φρανκισμού στην Καταλονία, μόνον οργή μπορεί να προκαλεί ο απύθμενος ευρω-φαρισαϊσμός.
Μάθαμε λοιπόν πως για την ΕΕ υπάρχουν …ακόμη «εσωτερικά θέματα» των κρατών-μελών της, καθώς και ότι, χάριν σεβασμού στην εσωτερική υπόσταση της εκάστοτε (λέμε, τώρα…) «εθνικής πολιτικής σκηνής», το ευρωπαϊκό διευθυντήριο ανέχεται ακόμη και τις πρακτικές βαρβαρότητας που επιστράτευσε η κυβέρνηση της Μαδρίτης.
Μέγιστη ανακάλυψη αυτός ο σεβασμός στα «εσωτερικά θέματα»… Διότι η ΕΕ δεν έχει αφήσει ανέλεγκτη την παραμικρή «ζώνη» άσκησης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, στα κράτη-μέλη της. Διότι βαρεθήκαμε να ακούμε –επί δεκαετίες, παρακαλώ– πόσο «άτεγκτη» και «ευαίσθητη» είναι η ΕΕ, όταν πρόκειται για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών. Διότι, εάν αύριο π.χ. ο Ερντογάν θεμελιώσει και συνταγματικά έναν ακόμη ωμότερο κυβερνητικό-κρατικό αυταρχισμό, δεν νομίζουμε ότι οι Βρυξέλλες θα τον «καθαγιάσουν», με το σκεπτικό ότι η συνταγματική τάξη, καλή ή κακή, είναι «ιερή». «Καθαγιάζουν» όμως τον Ραχόι, που κυβερνά και μια μεγάλη χώρα-μέλος της «λαμπρής» αυτής Ένωσης.
Όσοι γνωρίζουν το «καταλανικό» έστω και σε αδρές γραμμές, θυμούνται πολύ καλά ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο της Μαδρίτης ήταν εκείνο που φαλκίδευσε –το 2010, έπειτα από προσφυγή του Ραχόι– σε σημαντικό βαθμό το καθεστώς της αυτονομίας της Καταλονίας. Η διάθεση για απόσχιση έκτοτε «φούντωσε» κι αυτό ήταν απολύτως φυσιολογικό. Τώρα ζητά «σύνεση» και «διάλογο» η ΕΕ, η ίδια ΕΕ που νωρίτερα κάλυψε το κατασταλτικό όργιο της ισπανικής κυβέρνησης.
Πρώτο ρητορικό ερώτημα: Γιατί η …τόσο «φιλική» προς τις «πολιτισμένες» και «συναινετικές» διαδικασίες ΕΕ βρήκε «καλώς καμωμένο» το «πετσόκομμα» της καταλανικής αυτονομίας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί το 2006;
Δεύτερο ρητορικό ερώτημα: Πόση αξία έχουν οι εκκλήσεις για «ηρεμίες» και «διαλόγους», κατόπιν εορτής — εν προκειμένω, κατόπιν της επίδειξης …αμέριστης κατανόησης στη βαναυσότητα και την «αφύπνιση» του ημι-φρανκισμού; Είναι σαν να βλέπεις έναν διαιτητή να ανέχεται το κατ’ εξακολούθηση βρώμικο παιχνίδι μιας ομάδας και στο ημίχρονο να βγάζει ωραίους λόγους για τη σημασία του ευ αγωνίζεσθαι, στα αποδυτήρια και των δυο ομάδων.
Ένα μόνο πράγμα θα απέμενε να κάνει τέτοιος διαιτητής: Να πει ευθαρσώς ποιο είναι το μόνο αποτέλεσμα που ο ίδιος θα επέτρεπε. Ε, το έκανε η Κομισιόν. Με τη φράση «είναι καιροί για ενότητα και σταθερότητα, όχι για διαίρεση και πολυδιάσπαση». Έλα όμως που οι άνθρωποι επιμένουν να αποφασίζουν οι ίδιοι τι συνιστά –κάθε φορά και σε κάθε περίπτωση– ωφέλιμη ενότητα και τι ασφυκτικό «μαντρί». Οι Σκοτσέζοι ψήφισαν, οι Βρετανοί ψήφισαν (για το Brexit), οι κοινωνίες μάλλον θα συνεχίζουν να αντιδρούν στην ιδέα ότι οφείλουν να είναι μαριονέτες.
Αλλά, είπαμε, τουλάχιστον διαπιστώνουμε ότι γίνονται «θαύματα»: Μπορεί η ΕΕ να υποχρέωσε π.χ. τις ελληνικές αρχές –προ ολίγων μηνών– να απαλλάξουν τα μέλη και τους εμπειρογνώμονες του ΤΑΙΠΕΔ από τις κατηγορίες για το εξωφρενικό σκάνδαλο των 28 ακινήτων του Δημοσίου, μπορεί να αναιρέθηκε το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και μάλιστα λίγες ώρες αφ’ ότου προηγήθηκε τελεσίγραφο του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Ντομπρόβσκις (ο απόλυτος εξευτελισμός της μνημονιακής μπανανίας), αλλά όχι, η «αγία ευρωπαϊκή οικογένεια» δεν έχασε πλήρως τον σεβασμό της προς τις «κατά τόπους» δικαστικές εξουσίες. Παρατηρούσε ψύχραιμη τους ισπανούς αστυνομικούς να ανοίγουν κεφάλια και να ρίχνουν πλαστικές σφαίρες, διότι «αδυνατούσε» να αγνοήσει το συνταγματικό δικαστήριο της Μαδρίτης…
Όσο για τους «αριστερούτσικους» ευρωπαϊστές (ένας όρος απόλυτο κενό…), που διαμαρτύρονται πως η ΕΕ προδίδει κάποια …παλιά καλά της «ιδεώδη» καλύπτοντας τον Ραχόι και τους αφιονισμένους πραιτοριανούς του, το πράγμα αρχίζει να μετατοπίζεται από το «βαρύ» στρουθοκαμηλισμό στην ιλαροτραγωδία. Είναι σαν να βλέπεις τα ίδια παιδιά, σε κάθε χριστουγεννιάτικη περίοδο, να διαμαρτύρονται επειδή δεν βρήκαν δώρα στο τζάκι. Κάποια στιγμή τα παιδιά μεγαλώνουν και αντιλαμβάνονται πως ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Τα μεγάλα παιδιά που ακόμη πιστεύουν ότι η ΕΕ κάποια στιγμή θα «ανακτήσει» μια –εσαεί ανύπαρκτη– αγιοσύνη, δεν έχουν και πολλές δικαιολογίες.
Το διευθυντήριο δεν χρειάζεται οπωσδήποτε την απόφαση κάποιου συνταγματικού δικαστηρίου περί «παράνομης» προσφυγής στις κάλπες. Και καθ’ όλα νόμιμη και αποδεκτή να είναι, εάν την κρίνει ανεπιθύμητη, την καθιστά «ακαδημαϊκή». Διακοσμητική. Περιττή. Περίπου όπως είναι η πραγματικότητα –ακόμη και βοούσα– στα μυαλά των μουτζαχεντίν του «ευρωπαϊσμού».