ΑΙΜΙΛΙΑ ΤΣΑΓΚΑΡΑΤΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΗΜΕΡΙΔΗΣ
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προωθεί και κλιμακώνει ένα συνολικό σχέδιο αντιδραστικής αναδιάρθρωσης όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, που είναι στενά συνδεμένο με το κτύπημα των εργασιακών δικαιωμάτων. Θεμελιακό στοιχείο του αποτελεί η καταβαράθρωση των μορφωτικών δικαιωμάτων της νεολαίας με την αποθέωση της δεξιότητας και των προγραμμάτων των αποσπασματικών πληροφοριών.
Τα κομμάτια ενός αντιδραστικού παζλ
Την περσινή αντίστοιχη περίοδο ο υπουργός Παιδείας Ν. Φίλης μιλούσε για την επιστροφή στην «κανονικότητα». Ο Κ. Γαβρόγλου με την έναρξη της φετινής σχολικής χρονιάς θεωρεί ότι το πρώτο σχολικό κουδούνι είναι «κουδούνι θριάμβου» της λειτουργίας των σχολείων τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ ο πρωθυπουργός δηλώνει σε συνέντευξή του ότι βλέπει παντού «χαμογελαστά πρόσωπα».
Αυτές τις μέρες, μαζί με το επικοινωνιακό παραμύθι της ανάπτυξης και της χώρας που βγαίνει από την κρίση και την επιτροπεία το 2018, έχουμε την αφήγηση μιας εικονικής πραγματικότητας και για την εκπαίδευση. Με όσα «φτιασιδώματα» όμως κι αν παρουσιάζουν την κατάσταση στην εκπαίδευση, είναι πολύ δύσκολο να κρυφτεί η σκληρή πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης, οι σωρευτικές επιπτώσεις της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών και των συντηρητικών αναδιαρθρώσεων σε όλες τις βαθμίδες της και οι τομές που επιχειρούνται με πιστό οδηγό το τριετές σχέδιο της κυβέρνησης για την εκπαίδευση. Υπό το άγρυπνο βλέμμα της ΕΕ και του ΟΟΣΑ και πιστούς συμμάχους όλο το αστικό μνημονιακό μπλοκ, μέσω των πολιτικών και οικονομικών εκπροσώπων του.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση προχωρά στην υλοποίηση των δεσμεύσεών της και με βάση το τρίτο μνημόνιο με σχετικά γοργούς ρυθμούς και σε γενικές γραμμές μέσα στα χρονοδιαγράμματα. Όπως είναι αλήθεια ότι σε πολύ κρίσιμα ζητήματα και ακρογωνιαίους λίθους της συντηρητικής αναδιάρθρωσης, όπως η αξιολόγηση, δυσκολεύεται προς το παρόν να τα προχωρήσει με τον τρόπο που θα ήθελε. Γιατί ξέρει ότι δεν είναι πολύ εύκολο, ακόμα και στην περίοδο της κάμψης του κινήματος, να ανοίξει μέτωπα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το φιτίλι που θα μετατρέψουν την οργή και την απογοήτευση σε αντίσταση και σοβαρή σύγκρουση. Έτσι τα μέτρα που παίρνει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης έχουν μια κοινή λογική: κινούνται στην κατεύθυνση μιας συνολικής αναδιάρθρωσης, με στόχο την αλλαγή του DNA της δημόσιας εκπαίδευσης, ώστε να εξυπηρετεί την μεγαλύτερη πρόσδεση της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς και της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Κάτω από αυτό το πρίσμα είναι ανάγκη να βλέπουμε και τις αλλαγές. Με τρόπο συνολικό, έτσι ώστε να μπορούμε να κατανοούμε τα επιμέρους μέτρα και νομοθετικές ρυθμίσεις όχι αποσπασματικά και σε παράθεση, αλλά ως κομμάτια ενός συνολικού σχεδίου αναδιάρθρωσης, που δένει και έχει σχέση το ένα με το άλλο.
Οι μηδενικοί διορισμοί, η επέκταση της ελαστικής εργασίας και οι δραματικές οικονομικές περικοπές δημιουργούν ένα πλαίσιο τρομακτικής ασφυξίας στη λειτουργία των σχολείων και των σχολών.
Τον Μάη του 2017 η κυβέρνηση δημοσιοποίησε το τριετές σχέδιό της για την εκπαίδευση, για όλες τις βαθμίδες. Βασικοί άξονες του σχεδίου αυτού αποτελούν η σύνταξη της νέας έκθεσης του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση που θα αντικαταστήσει εκείνη του 2011, η αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η παιδαγωγική και διοικητική αυτονομία των σχολικών μονάδων, ο εξορθολογισμός της διαχείρισης του εκπαιδευτικού προσωπικού, η εφαρμογή νέας δομής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η νέα μέθοδος εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΤΕΙ και ο νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από αυτά, είτε έχουν υλοποιηθεί είτε βρίσκονται στην τελική φάση της υλοποίησής τους η σύνταξη της ενδιάμεσης έκθεσης του ΟΟΣΑ για την ελληνική εκπαίδευση, της οποίας βασικές κατευθύνσεις η κυβέρνηση ήδη υλοποιεί ή προετοιμάζει την υλοποίησή τους, η νομοθετική προετοιμασία από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής για την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας και την αξιολόγηση σε πρώτη φάση των στελεχών της εκπαίδευσης, η ενοποίηση συναφών τομέων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στα πλαίσια του στόχου για εξορθολογισμό της διαχείρισης του διδακτικού προσωπικού, η ανακοίνωση των βασικών πλευρών για τη συνολική αναδιάρθρωση του Λυκείου και των εισαγωγικών εξετάσεων και ο νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Φυσικά στα παραπάνω, πρέπει να προσθέσουμε τις βασικές πλευρές της εκπαιδευτικής πολιτικής που εφαρμόζονται τα χρόνια της κρίσης και που έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία των σχολείων και των σχολών, όπως οι μηδενικοί διορισμοί, η επέκταση της ελαστικής εργασίας και οι δραματικές οικονομικές περικοπές, που λειτουργώντας πια συσσωρευτικά τα τελευταία χρόνια δημιουργούν ένα πλαίσιο τρομακτικής ασφυξίας στη λειτουργία των σχολείων και των ΑΕΙ-ΤΕΙ, διευκολύνοντας παράλληλα με αυτόν τον τρόπο το πέρασμα αλλά και την αποδοχή συντηρητικών αναδιαρθρώσεων στο όνομα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Η απουσία μόνιμων διορισμών εδώ και εφτά χρόνια και η επέκταση της ελαστικής εργασίας με την αύξηση των αναπληρωτών πλήρους και μειωμένου ωραρίου θεωρείται πια ως «κανονικότητα». Εκτός από το πρόβλημα της λειτουργίας των σχολείων, είναι πολύ σοβαρό το γεγονός ότι εμπεδώνεται ως λογική ο ευέλικτος εργασιακά και αναλώσιμος εκπαιδευτικός, ο οποίος μάλιστα σύμφωνα με τις νεοσυντηρητικές απόψεις που κυκλοφορούν στην «πιάτσα» της εκπαιδευτικής πολιτικής, είναι πιο αποδοτικός και αποτελεσματικός, γραμμή που μια χαρά υλοποιεί η κυβέρνηση με την πολιτική της. Η υπογράμμιση από τους υπερεθνικούς οργανισμούς ότι το 80% των δημόσιων δαπανών για την εκπαίδευση αντιστοιχεί στη μισθοδοσία των εκπαιδευτικών δείχνει μια σαφή κατεύθυνση όσον αφορά και στον «εξορθολογισμό» των οικονομικών της εκπαίδευσης και της διαχείρισης του προσωπικού τους: είναι ένα «βάρος» από το οποίο το δημόσιο πρέπει να απαλλαγεί.
Η καταβαράθρωση των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών και των φοιτητών με την αποθέωση της δεξιότητας και των προγραμμάτων των αποσπασματικών πληροφοριών είναι πιθανά η πιο σημαντική πλευρά της επιχειρούμενης συντηρητικής αναδιάρθρωσης σε όλες τις βαθμίδες. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οι περσινές υπουργικές αποφάσεις Φίλη για το νηπιαγωγείο και το δημοτικό έχουν μετατρέψει το μεν πρώτο σε παιδοφυλακτήριο, ενώ οδηγούν το δημοτικό να λειτουργεί με πρόγραμμα – «χυλό» (όπως έχει χαρακτηριστεί εύστοχα), αφού η διαμόρφωση του προγράμματός τους εξαρτάται από το κάθε φορά διαθέσιμο προσωπικό.
Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έχουμε στο γυμνάσιο περικοπή επιστημονικών αντικειμένων και αντικατάστασή τους με θεματικές εβδομάδες, όπου με διαδικασίες fast track ξεμπερδεύουμε με ολόκληρα μαθήματα και αντικείμενα. Όσον αφορά στο Γενικό Λύκειο, σύμφωνα με αυτά που έχουν εξαγγελθεί και έχουν δει το φως της δημοσιότητας, μιλάμε για μια βαθμίδα σαφώς υποβαθμισμένη μορφωτικά, με δραστική μείωση των μαθημάτων άρα και των επιστημονικών αντικειμένων με τα οποία θα έρχονται σε επαφή οι μαθητές, στο όνομα της προετοιμασίας για τις εισαγωγικές για τα Πανεπιστήμια.
Τέλος, ο πρώτος κύκλος σπουδών στα Πανεπιστήμια με πτυχίο χωρίς αντίκρισμα σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση των σχολών και των περιεχομένων τους, με ολόκληρους τομείς που δεν έχουν σχέση στενά με την αγορά να εξοβελίζονται. Μιλάμε λοιπόν για μορφωτική υποβάθμιση σε βάθος και έκταση, που θα διαμορφώνει πια γενιές που θα απαξιώνουν τη γενική και σε βάθος γνώση και κριτική σκέψη, «καταναλωτές» αποσπασματικών γνώσεων και πληροφοριών, όσες κάθε φορά το σύστημα επιτρέπει και όσες θεωρεί ότι είναι χρήσιμες για την εξασφάλιση μιας προσωρινής, κακοπληρωμένης θέσης εργασίας. Η κατάκτηση της γνώσης μετατρέπεται από συλλογική υπόθεση σε ατομική διαδρομή, όπου ο καθένας μέσω πιστοποιήσεων, σεμιναρίων, μαθητείας, πιστωτικών μονάδων θα προσπαθεί να επιβιώνει στην αρένα της μορφωτικής και εργασιακής περιπλάνησης.
Άλλο ένα μεγάλο μέτωπο, που αποτελεί και βασικό πυλώνα της συντηρητικής αναδιάρθρωσης, είναι φυσικά εκείνο της αξιολόγησης, σχολείων, σχολών, εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του Υπουργείου Παιδείας, η αρχή θα γίνει με την αυτοαξιολόγηση των σχολείων και την αξιολόγηση των στελεχών της εκπαίδευσης, ενώ ήδη έχει αναβαθμιστεί θεσμικά με νόμο η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΑΔΙΠΠΔΕ). Η αυτοαξιολόγηση πηγαίνει χέρι –χέρι με την αυτονομία της σχολικής μονάδας και τη λογοδοσία των φορέων της εκπαίδευσης, βασικό νεοσυντηρητικό ιδεολόγημα, με το οποίο οι ευθύνες για την «αποτελεσματική» ή όχι λειτουργία της εκπαίδευσης μεταφέρεται κατά κύριο λόγο στους εκπαιδευτικούς. Με την περίφημη αξιολόγηση των στελεχών, η κυβέρνηση θέλει να δείξει επικοινωνιακά ότι δεν θέλει να αξιολογήσει αρχικά τον μάχιμο εκπαιδευτικό. Όμως όταν μιλάμε για 20.000 εκπαιδευτικούς, ανάμεσα στους οποίους εννοεί ακόμα και τους υποδιευθυντές των σχολείων ή και τις προϊσταμένες των νηπιαγωγείων(!) καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι ανοίγει η κερκόπορτα της ατομικής αξιολόγησης, που είναι η βασική στόχευση.
Μια άλλη παράμετρος είναι η αξιολόγηση των μαθητών. Σύμφωνα με την επιτροπή που συγκροτήθηκε από τον Γαβρόγλου μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού PISA, (βασικού εργαλείου του ΟΟΣΑ για το πέρασμα των πολιτικών του στην εκπαίδευση) και που στοιχεία του πορίσματός της είδαν πριν από μερικές μέρες το φως της δημοσιότητας, «δεν είναι αποτελεσματική η αξιολόγηση των μαθητών, αφού γίνεται μηχανιστικά και διεκπεραιωτικά». Να θυμίσουμε εδώ ότι οι επιδόσεις των μαθητών αποτελούν βασικό δείκτη της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού.
Τέλος, σοβαρή πλευρά είναι η οικονομική ασφυξία των σχολείων που έχει επιβάλλει η μνημονιακή λιτότητα. Πολλά σχολεία με δυσκολία καλύπτουν τις καθημερινές λειτουργικές τους ανάγκες. Το κενό έρχονται να καλύψουν τα πλήθος προγράμματα και χορηγίες, τα οποία κατακλύζουν στην κυριολεξία τα σχολεία, στο όνομα της καινοτομίας. Με μεμονωμένες χρηματοδοτήσεις, με αντάλλαγμα κάποια αναλώσιμα ή κάποια μικρή βελτίωση των κτιριακών υποδομών, επιχειρηματικοί όμιλοι όπως του Λάτση και του Νιάρχου έχουν βάλει για τα καλά πόδι στα σχολεία. Για τη φετινή σχολική χρονιά έμφαση δίνεται από το ίδρυμα Λάτση σε προγράμματα που θα προωθούν την επιχειρηματικότητα των μαθητών, που σύμφωνα με την ΕΕ η Ελλάδα έχει μείνει πίσω στην προώθησή της στην εκπαίδευση. Οι μαθητές καλούνται να φτιάχνουν business plan, να εξοικειώνονται με έννοιες της οικονομίας, της καπιταλιστικής φυσικά, και να «συνδέουν τη σχολική ζωή με πραγματικές καταστάσεις της ζωής μέσω βιωματικών δράσεων». Όσο για το ίδρυμα Νιάρχου, αλωνίζει στην κυριολεξία τα σχολεία, ειδικά του κέντρου της Αθήνας, με προγράμματα σίτισης για τα παιδιά που είναι χτυπημένα από την οικονομική κρίση.
Συναίνεση του αστικού μπλοκ, παρά τις κορώνες
ΟΙ ΟΔΗΓΙΕΣ ΕΕ ΚΑΙ ΟΟΣΑ ΚΟΙΝΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΝΔ ΚΑΙ ΣΥΡΙΖΑ
Όπως συνολικά στην υλοποίηση μιας βαθιά αντιλαϊκής, αντεργατικής πολιτικής, έτσι και για την εκπαίδευση η κυβέρνηση αναζητά κοινωνικούς συμμάχους και συναίνεση από το αστικό πολιτικό μπλοκ. Ακόμα και με συμβολικό τρόπο, με τα κοινά τραπέζια στα οποία συμμετέχει όλο το πολιτικό προσωπικό, πρώην και νυν, που έχει συνδέσει το όνομά του με τις συντηρητικές αναδιαρθρώσεις στην παιδεία. Όσο αντιπολιτευτικές και αν φαίνονται οι κορώνες κυρίως του Κ. Μητσοτάκη και των στελεχών του υπόλοιπου αστικού μνημονιακού μπλοκ, ουσιαστικά διευκολύνουν την κυβέρνηση στην εμπέδωση όλων εκείνων των νεοσυντηρητικών προταγμάτων και ιδεολογημάτων για την εκπαίδευση όπως εκπορεύονται από τη συνολική γραμμή για την αναδιάρθρωσή της.
Από τα πορίσματα του Λιάκου και του Γαβρόγλου, από τον ΟΟΣΑ και το ΣΕΒ , από το Μητσοτάκη μέχρι τη Διαμαντοπούλου, αλλά και τα ινστιτούτα του κυβερνητικού συνδικαλισμού όπως το ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ, όλοι ομνύουν στις ίδιες «αξίες». Οι ομοιότητες φυσικά δεν είναι συμπτωματικές, αφού όλοι ξεσηκώνουν τα ίδια «σκονάκια», εν προκειμένω τις εκθέσεις της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Η πραγματικότητα του νέου αστικού διπολισμού από αυτή την άποψη είναι σε μεγάλο βαθμό τραγελαφική, ενδεικτική του μνημονιακού κρετινισμού κυβέρνησης και ΝΔ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ εφαρμόζει το μανιφέστο ΟΟΣΑ και συντάσσει το τριετές εκπαιδευτικό της πρόγραμμα με βάση την εργαλειοθήκη και τις πολιτικές στοχεύσεις των υπερεθνικών οργανισμών. Η ΝΔ προσπαθεί να κατασκευάσει το αφήγημα μιας εθνικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας πέρα από τις απαιτήσεις των Μνημονίων, αναπαράγοντας ωστόσο πλήρως την πολιτική των μνημονιακών προαπαιτούμενων στο διηνεκές.
Ταυτόχρονα, όλοι αναζητούν με αγωνία τη συναίνεση και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο Γαβρόγλου ξεκίνησε τις βόλτες στα σχολεία για να μιλήσει με τους μαθητές των Λυκείων, μετά από «δική τους επιθυμία» βεβαίως, για τη «μεταρρύθμιση» στη δευτεροβάθμια, ο Μητσοτάκης επισκέπτεται τα δημοτικά σχολεία του Αγίου Δημητρίου. Ακόμα και το κλιμάκιο του ΟΟΣΑ που επισκέφτηκε την εβδομάδα που μας πέρασε την Αθήνα στα πλαίσια της σύνταξης της τελικής του έκθεσης για την εκπαίδευση στη χώρα μας, ζήτησε συνάντηση με τις Ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών, για να ακούσουν το «όραμά τους για την εκπαίδευση»!
ΤΟ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ» ΤΟΥ ΟΟΣΑ
Χρηματοδότηση
με όρους αγοράς
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΟΤΑΓΗΣ
Το υπουργείο Παιδείας ήδη από τον Φεβρουάριο του 2017 έχει στα χέρια του την ενδιάμεση έκθεση του ΟΟΣΑ για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η έκθεση, αν και δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΟΟΣΑ, κατά ένα παράξενο τρόπο παρέμεινε κρυφή από την ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα, τόσο από την πλευρά της κυβέρνησης, όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση την απέκρυψε διότι δεν ήθελε και δεν θέλει να αποκαλύψει στον κόσμο της εκπαίδευσης τις σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Η ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη δεν αναφέρεται σε αυτήν διότι όλο το δήθεν καινοτόμο και μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της στην εκπαίδευση δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια απλή αναπαραγωγή της ενδιάμεσης έκθεσης ΟΟΣΑ. Μάλιστα στα πλαίσια της αντιπαράθεσης του νέου μνημονιακού διπολισμού, η ΝΔ ιδεολογικοποιεί την έκθεση ΟΟΣΑ με αναφορές στον κοινωνικό δαρβινισμό, ενώ η κυβέρνηση καταγγέλλει ό,τι έχει συνυπογράψει ως αναγκαίο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του ελληνικού σχολείου.
Να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Ο ΟΟΣΑ επικεντρώνει τις προτάσεις του γύρω από το γενικό σχήμα «αποκέντρωση με λογοδοσία». Από αυτή την άποψη, η μακροπρόθεσμη στρατηγική είναι η ριζική αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος στους δήμους και η λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους επιχειρήσεων. Σε αυτή τη βάση προτείνεται η υιοθέτηση φόρμουλας διαφοροποιημένης χρηματοδότησης κατά το πρότυπο των χιλιανών κουπονιών, όπου οι γονείς μπορούν να επιλέξουν διαφορετικούς τύπους σχολείων, συμπεριλαμβανομένων και των «αυτόνομων» ιδιωτικών σχολείων. Αντίστοιχα, το εκπαιδευτικό προσωπικό θα πρέπει να προσλαμβάνεται ανά σχολική μονάδα στα πλαίσια της επιχειρηματικής της λειτουργίας.
Η αποκέντρωση και «αυτονομία» των σχολείων συνδέεται άμεσα με την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών με βάση τις μαθητικές επιδόσεις των μαθητών τους. Η συλλογή δεδομένων για τις επιδόσεις των μαθητών και των σχολείων κι ο καθορισμός κεντρικών επιπέδων (standards) από ανεξάρτητη αρχή αξιολόγησης είναι για τον ΟΟΣΑ αποφασιστικοί παράγοντες για τη σχολική επιτυχία. Για αυτό το λόγο θεωρείται αναγκαία η καλύτερη αξιοποίηση των πληροφοριακών δεδομένων του myschool, οι πανεθνικές εξετάσεις και η επαναφορά της αυτοαξιολόγησης κατά τα πρότυπα του νέου δημόσιου μάνατζμεντ.
Τέλος, βασική προτροπή του ΟΟΣΑ είναι η σύνδεση της μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ο ΟΟΣΑ προτείνει να συνδέεται άμεσα η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με τον χρόνο ολοκλήρωσης των σπουδών των φοιτητών. Αντίστοιχα, επισημαίνει την ανάγκη ανάπτυξης της μαθητείας ως βασικής διάστασης και εκπαιδευτικής επιλογής όλης της μετα-υποχρεωτικής εκπαίδευσης και την αντίστοιχη συγκρότηση μηχανισμών λογοδοσίας κι ανταγωνιστικής χρηματοδότησης, όπου η χρηματοδότηση θα βασίζεται σε συγκεκριμένα στάνταρτς άμεσα συνδεόμενα με τις ανάγκες του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας.