Ευελιξία για τις κρατικές υποχρεώσεις
ΝΤΙΝΑ ΡΕΠΠΑ
Διανύουμε τη δεύτερη χρονιά εφαρμογής των αναδιαρθρώσεων στο Δημοτικό Σχολείο και τα αποτελέσματα έχουν ήδη φανεί. Η αρχιτεκτονική του νέου ολοήμερου Δημοτικού, του Ν. Φίλη και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, υπηρετεί την αντιδραστική ευελιξία (από τα βασικά κριτήρια για τη λειτουργία της εκπαίδευσης που θέτει η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ) και τις μνημονιακές περικοπές. Ευελιξία στο πρόγραμμά του, στα διδακτικά αντικείμενα, στο εκπαιδευτικό προσωπικό, στον αριθμό των αναγκαίων εκπαιδευτικών, στις δομές του, ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται εύκολα και γρήγορα στους οικονομικούς δείκτες και τις κάθε φορά στοχεύσεις της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Η σημαντική παρουσία του εκπαιδευτικού κινήματος που μπλόκαρε στην πράξη, μέρος των αναδιαρθρώσεων, οι οξυμένες ανάγκες της λαϊκής οικογένειας, η δυνατότητα του Υπουργείου Παιδείας να απορροφά ΕΣΠΑ, οδήγησαν ώστε να μην έχει ξετυλιχθεί όλο το κουβάρι της αντιδραστικής μεταρρύθμισης. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή μιας μάχης που δεν έχει κριθεί πλήρως η έκβασή της. Όμως, όπως αποδείχτηκε, μπήκαν οι βάσεις ώστε το σχολείο να λειτουργεί ως κινούμενη άμμος ανάλογα με τις πιστώσεις σε αναπληρωτές, με τα περισσεύματα εκπαιδευτικών και στις δύο βαθμίδες της εκπαίδευσης, με τις αλλαγές στα διδακτικά αντικείμενα ανάλογα τις επιδιώξεις της αναδιάρθρωσης.
Φτιάχτηκε μια ζώνη του ωρολογίου προγράμματος και των διδακτικών αντικειμένων (περίπου το 30%), όπου το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να την καλύψει με συγκεκριμένους εκπαιδευτικούς. Αυτό αυξάνεται στο 50% αν υπολογιστεί και το ολοήμερο πρόγραμμα. Το κράτος δεν έχει πλέον την υποχρέωση να τοποθετεί συγκεκριμένες ειδικότητες εκπαιδευτικών, ούτε δάσκαλο στο ολοήμερο, αλλά μπορεί να χειρίζεται το εκπαιδευτικό προσωπικό που έχει, κατά το δοκούν και έτσι να γλυτώνει μεγάλο αριθμό προσλήψεων. Οι ώρες των εικαστικών, της μουσικής, της θεατρικής αγωγής, της γυμναστικής, είναι ώρες που δεν καλύπτονται υποχρεωτικά από την αντίστοιχη ειδικότητα. Οι ώρες της ευέλικτης ζώνης δεν καλύπτονται υποχρεωτικά από το δάσκαλο, αλλά από όποιον υπάρχει διαθέσιμος. Ταυτόχρονα, θεσμοθετήθηκε η δυνατότητα αλλαγής των διδακτικών αντικειμένων στο ωρολόγιο πρόγραμμα λόγω ελλείψεων σε προσωπικό.
Ο στόχος των περικοπών υπηρετείται και από ορισμένες ακόμα αντιεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Οι υποχρεωτικές μετακινήσεις μαθητών ώστε να γίνεται ευέλικτη διαχείριση του μαθητικού πληθυσμού, που θεσμοθέτησε το ΠΔ 79, καθώς και οι ανατροπές στη νομοθεσία για την ειδική αγωγή, διευκολύνουν την αύξηση των μαθητών στα τμήματα και τη μείωση των τμημάτων σε πανελλαδική κλίμακα. Σ’ αυτό αξίζει να προσθέσουμε και τη μείωση των διδακτικών ωρών των μαθητών, χωρίς αντίστοιχη μείωση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών.
Η υπηρέτηση των περικοπών δεν αποτελεί όμως, μοναδικό στόχο της αναδιάρθρωσης. Το σχολείο της δεξιότητας και της πληροφορίας των νέων αναλυτικών προγραμμάτων και νέων βιβλίων επί Γιαννάκου το 2006, που επεκτάθηκε με τα ΕΑΕΠ της Διαμαντοπούλου το 2010, εξελίσσεται αντιδραστικά με το νέο ολοήμερο του Φίλη. Στο σχολείο αυτό, οι εκπαιδευτικοί, δάσκαλοι και ειδικότητες καλούνται να διδάξουν ασύνδετα μεταξύ τους διδακτικά αντικείμενα, κυρίως θραύσματα πληροφοριών και όχι ολόπλευρη γνώση και κριτική σκέψη. Η μαχόμενη εκπαίδευση χρειάζεται να ξαναφέρει στην επιφάνεια όλη την κριτική της για τα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία που είχε αναπτύξει στη μεγάλη απεργία του 2006 γιατί μόνο έτσι θα αντιπαρατεθεί ουσιαστικά στο σχολείο της κατακερματισμένης γνώσης. Άλλωστε, η κατακερματισμένη γνώση δεν είναι αποτέλεσμα του ποιος τη διδάσκει (η τάδε ή η δείνα ειδικότητα) αλλά από το αναλυτικό πρόγραμμα που υπηρετεί.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η αναδιάρθρωση έχει βρει σοβαρά εμπόδια στη δράση του εκπαιδευτικού κινήματος, χωρίς φυσικά να έχει ακυρωθεί. Επιδιώξεις όπως η διάλυση του ολοήμερου, οι μαζικές συμπτύξεις τμημάτων και μετακινήσεις εκπαιδευτικών, ο μνημονιακός υπολογισμός των κενών, καθώς και η αντίληψη ότι όλοι θα τα κάνουν όλα, έχουν μπλοκαριστεί σε σημαντικό βαθμό από τα εκπαιδευτικά σωματεία.