ΓΙΩΤΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΗΜΕΡΙΔΗΣ
Αφετηριακό σημείο της συζήτησης για το σχολείο των αναγκών και των δικαιωμάτων μας είναι ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα αντίστασης και ανατροπής που βασίζεται στη γνώση και τη διεκδίκηση των πρωτόγνωρων απελευθερωτικών δυνατοτήτων για τη σημερινή κοινωνία, που γεννά η εργασία και η επιστήμη, σε αντιπαράθεση με την ιδιοποίηση, την καταστροφή και την κατάπνιξή τους από τον καπιταλισμό. Ο αγώνας για μια απελευθερωτική παιδεία συνδυάζεται με την πάλη για τη χειραφετημένη και χωρίς εκμετάλλευση εργασία. Ένας τέτοιος αγώνας διεκδικεί να κυριαρχούν οι ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας στο τι, πώς, με ποιο τρόπο και για ποιο σκοπό μαθαίνουμε καθώς και στο τι, πώς, για ποιο σκοπό και με ποιο τρόπο παράγουμε και συμμετέχουμε ταυτόχρονα στη συλλογική κοινωνική και πολιτική ζωή. Το ζήτημα της μόρφωσης είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα της δημοκρατίας και της εργασίας, αλλά και της ελεύθερης, αξιοβίωτης ζωής.
Παρά τη ρητορική για τη σημασία της γνώσης και της εκπαίδευσης στο σύγχρονο κόσμο, στην πράξη ο καπιταλισμός της κρίσης και της κανιβαλικής προσπάθειας υπέρβασής της προς όφελος του κεφαλαίου, οδηγεί στην καταστροφή του δικαιώματος στη μόρφωση για ένα πλειοψηφικό κομμάτι της νέας γενιάς. Από τα προγράμματα κουπονιών στη Χιλή, μέχρι τις τυποποιημένες εξετάσεις στις ΗΠΑ, οι οποίες οδηγούν στο κλείσιμο πολλών σχολείων στις κοινωνικά υποβαθμισμένες περιοχές, και από εκεί στην αδυναμία των σπουδαστών σε πολλές καπιταλιστικές χώρες να ολοκληρώσουν τις πανεπιστημιακές σπουδές τους, λόγω διδάκτρων, υπερχρέωσης στις τράπεζες ή απλά αδυναμίας των οικογενειών τους να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους, η εικόνα που αποτυπώνεται, είναι μια εικόνα μορφωτικής καταστροφής. Μια μορφωτική καταστροφή αφενός με την έννοια ότι ένας μεγάλος αριθμός μαθητών αποκλείεται από το σχολείο και, αφετέρου, με την έννοια ότι η εκπαίδευση ταυτίζεται πλήρως με την επιχειρηματικότητα, την πρόσκτηση μετρήσιμων εργασιακών δεξιοτήτων και την ικανότητα διαρκούς επανακατάρτισης με βάση την αρχή της απασχολησιμότητας.
Ασκώντας κριτική στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα που βρίσκεται μακριά από τις ανάγκες της νεολαίας διατυπώνουμε μια συνολική εκπαιδευτική πρόταση. Για μια αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν, δημοκρατική εκπαίδευση όλων των παιδιών, με δίχρονη προσχολική αγωγή και ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο. Για πραγματική δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε μια ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά και τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης στο δημόσιο, δωρεάν, σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης μετά το δωδεκάχρονο σχολείο, για όσα επαγγέλματα δεν απαιτείται πανεπιστημιακή μόρφωση. Για μια κοινωνία που η μόρφωση θα αναδύεται από όλους τους αρμούς της και θα εξασφαλίζει όλους τους υλικούς πόρους, ώστε καθεμία και καθένας να έχει πρόσβαση σε όποιο κομμάτι της εκπαίδευσης επιθυμεί, όποτε το επιλέξει.
Αγωνιζόμαστε για το ενιαίο, δημόσιο και δωρεάν, δωδεκάχρονο σχολείο
Η διάρκεια της εκπαίδευσης πρέπει να ανταποκρίνεται στον πλούτο των γνώσεων, των τεχνολογικών και επιστημονικών ανακαλύψεων, των πολιτιστικών επιτευγμάτων που έχει συσσωρεύσει η ανθρώπινη δραστηριότητα, καθώς και στην αναγκαιότητα οι νέοι άνθρωποι να γίνουν κοινωνοί και υποκείμενα της συνέχισής της. Το ενιαίο σχολείο θα έχει ενιαία δωδεκάχρονη δομή.
Είμαστε αντίθετοι με τον κατακερματισμό μεταξύ των βαθμίδων της εκπαίδευσης και των διακριτών εκπαιδευτικών δικτύων (π.χ. γενική – τεχνική εκπαίδευση) που λειτουργούν στην κατεύθυνση της μορφωτικής επιλογής προς όφελος των ανώτερων κοινωνικών ομάδων. Η ενιαία δομή επιτρέπει το συλλογικό σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πράξης προς όφελος των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων, τον περιορισμό του ανταγωνισμού και την εξάλειψη των εξεταστικών φραγμών. Ένα ενιαίο σχολείο δεν μπορεί να βάζει κανένα εμπόδιο στη συνεχή και απρόσκοπτη διαδικασία φοίτησης του μαθητή σε αυτό. Δεν μπορεί να έχει εξετάσεις κατάταξης, απόρριψης, ή βαθμολογία ως εργαλεία εσωτερίκευσης της αποτυχίας του. Στόχος του ενιαίου σχολείου θα είναι «να μαθαίνουν» όλα τα παιδιά κι όχι να πιστοποιήσει ποια δεν μπορούν να μάθουν ώστε να τα αποκλείσει. Γι’ αυτό θα ασχολείται με την εξεύρεση τρόπων, μεθόδων και εργαλείων για το πρώτο κι όχι για το δεύτερο.
Η ενιαία δομή υπηρετεί μια διαφορετική εκπαιδευτική φιλοσοφία που βασίζεται στο συλλογικό προγραμματισμό της παιδαγωγικής πράξης, κατανοώντας τη μόρφωση ως μια συλλογική υπόθεση και όχι ως ένα αγχωτικό, ανταγωνιστικό παιχνίδι με νικητές και χαμένους. Με αυτό τον τρόπο προωθεί μια διαφορετική συνολικά αντίληψη για την κοινωνία, όπου αυτό που κρίνεται ως σημαντικό δεν είναι η ιεραρχική ταξινόμηση των ανθρώπων και η ατομική πάλη για επιβίωση εις βάρος των υπολοίπων αλλά η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη· όπου η αξία του κάθε μεμονωμένου υποκειμένου και η ικανοποίηση των ατομικών του κλίσεων αναδύεται μέσα από τη συλλογική συνύπαρξη και αμοιβαιότητα.
Μιλάμε για δωρεάν και δημόσιο χαρακτήρα του σχολείου και όλης της εκπαίδευσης. Με την πλήρη κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης και με αυξημένες κοινωνικά παροχές για τα παιδιά της εργατικής τάξης και τις κυριαρχούμενες κοινωνικές ομάδες. Σίτιση, στέγαση, μεταφορά, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ταυτόχρονα το σύνολο των πολιτιστικών και αθλητικών δραστηριοτήτων στις οποίες εμπλέκονται τα παιδιά και είναι αναγκαίες για την ισόρροπη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη τους, πρέπει να παρέχονται στο δημόσιο σχολείο. Αντιλαμβανόμαστε το δημόσιο δωρεάν σχολείο ως ένα ευρύτερο μορφωτικό κέντρο για τις εργατικές και αγροτικές περιοχές, ένα κέντρο πολιτισμού και για τη νέα γενιά και για τους γονείς τους, ένα συλλογικό κοινωνικό αγαθό που ανήκει στην ίδια την εργαζόμενη πλειοψηφία.
Από αυτή την άποψη, η νέα σχολική δομή απαιτεί γενναία δημόσια χρηματοδότηση, με μείωση των μαθητών ανά τμήμα, με σύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή, με βιβλιοθήκες, εργαστήρια, χώρους άθλησης και πολιτισμού, με πολλαπλές αντισταθμιστικές εκπαιδευτικές δομές και κοινωνικές υπηρεσίες τόσο για τους πιο αδύναμους κοινωνικά μαθητές, για τα παιδιά με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, όσο και για τα παιδιά των μεταναστών.
Ασφαλώς και δεν θεωρούμε το ζήτημα της μόρφωσης αποκλειστικά και μόνο ζήτημα σχολείου. Αντίθετα ο στόχος του ενιαίου, δωδεκάχρονου, δημόσιου, δωρεάν σχολείου πρέπει να συμπληρώνεται από μια ευρύτερη μορφωτική πολιτική, η οποία θα στοχεύει σε μια κοινωνία όπου η μόρφωση και ο πολιτισμός θα αναδύονται από όλους τους πόρους της. Από τις πολιτιστικές ομάδες στις εργατικές συνοικίες, μέχρι την επίσημη τέχνη και το πρόγραμμα των ραδιοτηλεοπτικών μέσων επικοινωνίας. Μορφωτική πολιτική δεν ασκεί μόνο το σχολείο αλλά ένα μεγάλο δίκτυο ιδεολογικών πολιτιστικών μηχανισμών, που στη σημερινή περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, απλά περιορίζεται στην εμπορευματοποίηση, στην ευτέλεια, στο σεξισμό και στη ναρκισσιστική κουλτούρα. Το ενιαίο σχολείο μπορεί να συμβάλλει σε μια ριζικά διαφορετικά μορφωτική πορεία, αλλά έχει την ανάγκη να θεμελιωθεί σε μια νέα λαϊκότητα, σε μια ριζικά διαφορετική κουλτούρα, η οποία, αξιοποιώντας τις υπάρχουσες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, θα ανοίγει νέους δρόμους. Με αυτό τον τρόπο, κατανοούμε και την «ανοικτότητα» του σχολείου, σε πλήρη αντιπαράθεση με τον αγοραίο καταναλωτισμό, τη σχολική αυτονομία και τη φιλανθρωπία των ποικίλων χορηγών.
Είναι προφανές ότι ένα σχολείο που θέλει να «διδάσκει» και να διαπαιδαγωγεί στην ελευθερία και τη δημοκρατία, δεν μπορεί παρά να τις αποτυπώνει και στη συλλογική διοίκησή του. Θα ήταν ανεδαφικό να ισχυριστούμε ότι το σχολείο μπορεί να αποτελέσει νησίδα δημοκρατίας μέσα στο αυταρχικό, εκμεταλλευτικό περιβάλλον της καπιταλιστικής κρίσης. Αντίθετα, λαϊκά συλλογικά όργανα εξουσίας και επιβολής της λαϊκής θέλησης σε κοινωνικό και τοπικό επίπεδο θα πρέπει να «συναντιούνται» με αντίστοιχα όργανα στο επίπεδο κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στη διαδικασία, με την οποία θα συντελείται η αντικαπιταλιστική ανατροπή της σημερινής κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης. Σε μια τέτοια κατεύθυνση, η Γενική Συνέλευση του σχολείου (με τη συμμετοχή όλων των εργαζομένων του καθώς και μαθητικών αντιπροσώπων) πρέπει να είναι το αποφασιστικό όργανο της λειτουργίας του, με δυνατότητα εκλογής διοικητικών οργάνων άμεσα ανακλητών από την ίδια. Χρειάζεται να υπάρχει συλλογικός σχεδιασμός και συζήτηση επί της εκπαιδευτικής διαδικασίας με δυνατότητα λήψης αποφάσεων. Και φυσικά η κατάργηση προσευχών, εκκλησιασμών, παρελάσεων, θρησκευτικών συμβόλων και οποιασδήποτε μορφής ιδεολογικών καταναγκασμών είναι αναγκαίες προϋποθέσεις του εκδημοκρατισμού του δημόσιου σχολείου.
Σχολείο με σκοπό τον άνθρωπο και εκπαιδευτικούς διανοούμενους της κοινωνικής αλλαγής
Το δωδεκάχρονο ενιαίο, δημόσιο και δωρεάν σχολείο οφείλει να αναπροσαρμόσει και τους παιδαγωγικούς σκοπούς του. Το σημερινό σχολείο κυριαρχείται από τον ανταγωνισμό και από την επιδίωξη της εργασιακής ευελιξίας – κινητικότητας, με μια ρηχή και υποκριτική αναφορά στην αναγνώριση της διαφορετικότητας και γενικόλογων ανθρωπιστικών αξιών, σε έναν κόσμο ωστόσο όπου κυριαρχεί η επιχειρηματικότητα, η εκμετάλλευση και ο ρατσισμός. Σε αυτή τη βάση, η παιδαγωγική πράξη οργανώνεται από λίστες τυποποιημένων και τεχνοκρατικών στόχων μάθησης, ενώ η όποια οικειοποίηση θεματικών της προοδευτικής εκπαίδευσης (π.χ. μέθοδος project) από τον επίσημο παιδαγωγικό λόγο αναφέρεται στην οικονομίστικη επιδίωξη της ανάπτυξης πολυλειτουργικών εργαζομένων στα πλαίσια των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων. Αντίθετα, το σχολείο της χειραφετητικής παιδείας ξεκινάει από διαφορετικές παραδοχές για τους παιδαγωγικούς στόχους του σχολείου και σε αυτή τη βάση καθορίζει το περιεχόμενο του, τις διαδικασίες μάθησης και το ρόλο των εκπαιδευτικών.
Κεντρικός παιδαγωγικός σκοπός είναι η διαμόρφωση ανθρώπων με ισόρροπη σωματική, γνωστική, ηθική και καλλιτεχνική ανάπτυξη. Ανθρώπων που καλλιεργούν τη σωματική τους ευεξία, κατακτούν ακαδημαϊκές και τεχνικές γνώσεις και ικανότητες που αναφέρονται στους βασικούς κλάδους της παραγωγής, δηλαδή πολυτεχνική μόρφωση. Ανθρώπων που προσπαθούν συστηματικά να προσεγγίσουν ιδανικά όπως η συντροφικότητα, η αυτοθυσία για το δημόσιο συμφέρον και η γενναιότητα της υπέρβασης του ατομικισμού, που εκτιμούν και απολαμβάνουν τις καλλιτεχνικές μορφές έκφρασης (Γρόλλιος Γ. 2016).
Αυτός ο παιδαγωγικός σκοπός και ευρύτερα το ενιαίο 12χρονο δωρεάν δημόσιο σχολείο προϋποθέτει και μια διαφορετική αντίληψη για τον εκπαιδευτικό και το ρόλο του. Στον κυρίαρχο εκπαιδευτικό λόγο, ο εκπαιδευτικός, αν δεν είναι πλήρως απαξιωμένος και δυσφημισμένος, όπως όλοι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο, οφείλει να λειτουργεί απλώς ως αποτελεσματικός τεχνικός συγκεκριμένων διδακτικών αντικειμένων για την επίτευξη μετρήσιμων αποτελεσμάτων, χωρίς να θέτει ενοχλητικά ερωτήματα γύρω από τη φύση του αναλυτικού προγράμματος, το κοινωνικά καθορισμένο περιεχόμενο της σχολικής γνώσης και τον προσανατολισμό της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής. Οφείλει να επιδεικνύει όλα εκείνα τα επιθυμητά γνωρίσματα που τυποποιούν οι λίστες αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, να ανταγωνίζεται τους συναδέλφους του και την ίδια στιγμή να αποδέχεται ως κάτι αυτονόητο τον διοικητισμό και την εκπαιδευτική ιεραρχία. Οφείλει, επομένως, να είναι μόνιμα υπό καθεστώς φόβου και να λειτουργεί ως απλός υπάλληλος και διεκπεραιωτής ενός παιδαγωγικού σχεδίου που έχει διαμορφωθεί από το κράτος και τους διανοούμενούς του.
Σε αυτή την οπτική, η χειραφετητική παιδεία και το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο αντιπαραθέτουν την αντίληψη για το ρόλο του εκπαιδευτικού ως διανοούμενου της κοινωνικής αλλαγής, που είναι καθοδηγητής των μαθητών του στον δύσκολο δρόμο της μόρφωσης και του αγώνα για την κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση αλλά και τους βοηθά να αναμετρηθούν με τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και να αλλάξουν τον εαυτό τους και τον κόσμο.
Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι αυτονόητο ότι η αναγνώριση του επιστημονικού και κοινωνικού ρόλου του εκπαιδευτικού δεν μπορεί να συνυπάρχει με την έλλειψη μόνιμων διορισμών, τις ελαστικές σχέσεις απασχόλησης, τον διοικητισμό, την αξιολόγηση, την περιπλάνηση σε πολλές σχολικές μονάδες και τη διαρκή απειλή των απολύσεων και μετατάξεων. Προϋποθέτει ανθρώπους ελεύθερους, σε διαδικασία διαρκούς επιστημονικής επιμόρφωσης και αυτομόρφωσης, με αναγνώριση της παιδαγωγικής τους συμβολής σε μια κοινωνία αλληλεγγύης και ισότητας, όπου θα μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια με το μισθό τους, για να μπορούν να συμβάλλουν, με τη σειρά τους, στη μορφωτική ενδυνάμωση και χειραφέτηση της νέας γενιάς.
Mε βάση το συγκεκριμένο προσανατολισμό των παιδαγωγικών στόχων και το σύστοιχο ρόλο των εκπαιδευτικών στο ενιαίο σχολείο πρέπει να οργανώνεται και το περιεχόμενο των σπουδών και η διδακτική πράξη. Απέναντι στην αποσπασματική γνώση, τη «γνώση ίσον άθροισμα πληροφοριών», διεκδικούμε την ενιαία πολύμορφη γνώση που επιστρέφει και βασίζεται στα ιστορικά διαμορφωμένα θεμέλια των επιστημών και συμβάλλει ώστε όλα τα παιδιά να διεισδύουν στους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας σε αντίθεση με τον τεχνοκρατισμό και τη δήθεν ουδετερότητα της επιστήμης. Προωθεί το δέσιμο της θεωρίας με την πράξη, τη μελέτη των διαφόρων επιστημών σε σύνδεση με τις εφαρμογές τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Ένα περιεχόμενο σπουδών που αναφέρεται όχι στην εργασιακή ευελιξία αλλά στην πολυμέρεια του συνολικού ανθρώπου.
Διεκδικούμε επομένως ριζική αλλαγή στα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία, καθορισμό με παιδαγωγικούς όρους ενιαίου ωρολογίου προγράμματος για όλα τα παιδιά. Για τα παιδιά των προσφύγων – μεταναστών μέσα σε αυτό το πρόγραμμα πρέπει να εξασφαλίζεται η γνώση της γλώσσας και της ιστορίας της χώρας τους. Ο τίτλος που θα δίνεται στο τέλος του ενιαίου δωδεκάχρονου σχολείου θα σημαίνει ότι ο απόφοιτός του έχει αποκτήσει εκείνες τις γνώσεις που προβλέπει το πρόγραμμά του και δεν θα χρειάζεται καμιά επιπλέον πιστοποίηση.
Οι αρχές που διέπουν το ενιαίο 12χρονο, υποχρεωτικό, δημόσιο και δωρεάν σχολείο δεν μπορεί παρά να προβάλλονται ενιαία και αδιαπραγμάτευτα, ώστε να μην επιτρέπεται η ουσιαστική ακύρωση του περιεχομένου του από την επιλεκτική, φραστική υιοθέτηση πλευρών του, με στόχο να συγκαλυφθεί ο νεοφιλελεύθερος αντιδραστικός χαρακτήρας της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής, κατά τη συνήθη τακτική των κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών, και ιδιαίτερα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, στη βάση των κατευθύνσεων της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.
Η εκπαιδευτική μας πρόταση συνέχεται από κοινά χαρακτηριστικά στην ανάπτυξή της, βλέποντας το κάθε παιδί και νέα/νέο ως συνολικό, συλλογικό υποκείμενο επίδρασης επί του κόσμου κι αλλαγής του κι όχι ως κατακερματισμένο αντικείμενο υποταγής της ζωής του στην αναπαραγωγή και κυριαρχία του κεφαλαίου. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο ρόλος του εκπαιδευτικού αλλά και η παρέμβαση όλου του κόσμου της εργασίας είναι καθοριστικής σημασίας. Στηρίζεται και ξεδιπλώνει τον άγνωστο στο σήμερα δυναμισμό των ανθρώπινων δυνατοτήτων όταν διεκδικούν και ορίζουν τη ζωή και το μέλλον τους.
Η παραπάνω εκπαιδευτική πρόταση συγκρούεται με την καθημερινή μας πραγματικότητα, όχι τυχαία, αλλά από πρόθεση. Γιατί θέλει να την ανατρέψει κι όχι να τη διαχειριστεί. Γι’ αυτό είναι μια μάχιμη πρόταση κι όχι μια υπόθεση εργασίας. Γιατί η αντιμετώπιση του σήμερα και η αναζήτηση του αύριο του σχολείου, δεν είναι δυο διαδοχικές διαδικασίες, ούτε παράλληλες. Βαδίζουν αγκαλιά, αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Η μια αναζητά εύφλεκτο υλικό στην άλλη, για να κτίσουν από κοινού τη νέα κοινωνική και εκπαιδευτική απελευθερωτική «ουτοπία» απέναντι στην καπιταλιστική «δυστοπία».