Είναι, τελικά, οι εξεγέρσεις μας εκτός του κλίματος; Μήπως πρέπει να έχουν το μικρόφωνο μόνο οι γνωρίζοντες; Άραγε, τα «Όχι» που τραγουδήσαμε και φωνάξαμε σαν συνθήματα ειπώθηκαν κάποτε ή αποτελούν ένα ολόγραμμα της πολιτικής μας νιότης, που τώρα σβήνει μαζί με την εποχή του;
Οι άλλοι, οι αντίπαλοι, οι τότε χίτες, ταγματασφαλίτες και συνεργάτες των χιτλερικών, που έγιναν η αστική τάξη του τόπου με τα κανόνια και τα αεροπλάνα των δήθεν συμμάχων και με τα τραγικά λάθη των δικών μας, έχουν ήδη απαντήσει στα ερωτήματα αυτά. Άλλωστε, επιχειρούν ήδη να ξαναγράψουν την ιστορία, να σβήσουν από τη συλλογική μνήμη του λαού το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ, το τελευταίο σημείωμα-παρακαταθήκη των 200 κομμουνιστών της Καισαριανής, τον Άρη, τον ΔΣΕ και τη λεύτερη Ελλάδα. Νέο-φιλελεύθεροι, σοσιαλ-φιλελεύθεροι, γιαλαντζί αριστεροί και λοιπές αστικές δυνάμεις, μας στέλνουν κάθε χρόνο τέτοια μέρα μηνύματα με τη δική τους ερμηνεία του «Όχι». Μας λένε ότι είναι ένα όχι στον πάσης φύσης λαϊκισμό, όπως βαφτίζουν τα λαϊκά δικαιώματα και τις ανάγκες της εποχής μας.
Προσπαθούν να μας πείσουν ότι, ταυτόχρονα, είναι ένα μεγάλο ναι στην ανταγωνιστικότητα και την (καπιταλιστική) ανάπτυξη, στην ΕΕ και το ευρώ, που δήθεν αντιπροσωπεύουν τις ευρωπαϊκές αξίες. Ενίοτε δε, ισχυρίζονται ότι είναι απόλυτα φυσικό και αναγκαίο κάποια «Όχι» να γίνονται «Ναι», όπως συνέβη με το ελληνικό δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015, αλλά και με το καταλανικό πριν τέσσερις εβδομάδες.
Αναμφίβολα, τα «Όχι» μας είναι πολύ δυνατά και γραμμένα με ανεξίτηλο μελάνι για να σβήσουν τόσο εύκολα. Τελικά, όμως, αυτό ίσως συμβεί εάν δεν περαστούν με ένα ακόμη «χέρι» κόκκινο — όπως το χρώμα της ανατολής και της φωτιάς, της εξέγερσης και του αίματος.