του Γιώργου Παυλόπουλου
Δραματικές αναμένονται και την ερχόμενη εβδομάδα οι εξελίξεις στην Καταλονία, καθώς την Τρίτη η κυβέρνησή της είναι πολύ πιθανό να προχωρήσει στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας. Φυσικά, ο Ραχόι και το «βαθύ κράτος» της Ισπανίας δεν πρόκειται να επιτρέψουν κάτι τέτοιο, ούτε θα μπουν σε ισότιμες διαπραγματεύσεις. Όπως, άλλωστε, διεμήνυσε ο πρωθυπουργός και ξεκαθάρισε η Ελ Παΐς (η «ναυαρχίδα» των ισπανικών ΜΜΕ), δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος εάν πρώτα οι Καταλανοί δεν αποκηρύξουν το δημοψήφισμα και δεν δηλώσουν υποταγή στην κεντρική εξουσία.
Η μεταφορά ισχυρών στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων στα περίχωρα της Βαρκελώνης προαναγγέλει ένα νέο γύρο άγριας καταστολής, με μαζικές συλλήψεις στο στρατόπεδο των αυτονομιστών από κάθε πτέρυγά του – από την ακραία εθνικιστική μέχρι την αντικαπιταλιστική. Μάλιστα, δεν αποκλείεται να ενεργοποιηθεί το περιβόητο άρθρο 155 του συντάγματος του 1978, που πρακτικά συνεπάγεται την κήρυξη της Καταλονίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με επιβολή στρατιωτικού νόμου.
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την τροπή που θα λάβουν τελικώς τα γεγονότα, τα όσα συμβαίνουν στην Καταλονία αποτελούν τη σοβαρότερη κρίση για το αστικό κράτος της Ισπανίας μετά το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο. Μια κρίση η οποία διαπερνά όλα τα επίπεδά του, φέρνοντας στην επιφάνεια αντιθέσεις (οικονομικές, εθνοτικές, δημοκρατικές κ.λπ.) που παραμένουν άλυτες, έχοντας βαθιές ρίζες στις ιστορικές, εθνικές και ταξικές, παραδόσεις του ισπανικού λαού, αλλά και στη συγκρότηση και διάρθρωση της βάσης και του εποικοδομήματος του ισπανικού καπιταλισμού.
Παράλληλα, η κρίση αυτή συνιστά μια νέα σοβαρή δοκιμασία –σοβαρότερη από το Brexit– για το εγχείρημα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, της ΕΕ και του ευρώ. Η Ισπανία, άλλωστε, είναι η τέταρτη μεγαλύτερη χώρα και οικονομία, παρουσιάζεται ως το μεγάλο success story των μνημονίων, ενώ η κατάληξη της υπόθεσης της καταλανικής ανεξαρτησίας θα στείλει σαφές μήνυμα και προς άλλες περιοχές της Ευρώπης με παρόμοια προβλήματα.
Το μεγάλο βάθος και οι δυνητικές συνέπειες για την Ισπανία και την ΕΕ είναι εκείνα τα στοιχεία που επιβάλλουν τη στάση μηδενικής ανοχής από την κυβέρνησης Ραχόι, αλλά και τις Βρυξέλλες. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, είναι τουλάχιστον αφελείς όσοι επιχειρούν να διαχωρίσουν την κρατική καταστολή από την αιτία που την προκαλεί. Πολύ απλά, διότι οι έχοντες το μονοπώλιο της βίας κάνουν χρήση της προκειμένου να υπερασπίσουν τα ζωτικά συμφέροντα εκείνων που υπηρετούν – όταν διακυβεύονται, δεν υπάρχει διάλογος και δημοκρατία.
Αν, όμως, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα για το αστικό κράτος, δεν συμβαίνει το ίδιο στην απέναντι πλευρά, όπου αρκετοί προσπαθούν να ξεμπερδέψουν με στερεότυπα σχήματα: Το ΚΚΕ είδε διαμάχη μεταξύ αστικών τάξεων που παραπλανά τον λαό. Όχι στην ανεξαρτησία και ναι στη διερυμένη αυτονομία στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας και ενός νέου συντάγματος, είναι η «λεπτή ισορρροπία» που προβάλλουν το ΚΚ Ισπανίας και μεγάλο τμήμα των Podemos. Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση είναι ιερό, απαραβίαστο και υπέρτερο, διαμηνύουν οι εθνικιστές (μαζί και τμήματα της Αριστεράς). Άλλοι ισχυρίζονται ότι παρά τις αντιθέσεις και τους κινδύνους, στην Καταλονία βρίσκεται σε εξέλιξη μια δημοκρατική επανάσταση που μπορεί να εξελιχθεί σε μια εργατική δημοκρατία.
Απέναντι σε αυτήν την εικόνα, δεν μπορούμε παρά να ανατρέξουμε στην αναφορά του Λένιν για «τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» ως τη «ζωντανή ψυχή του μαρξισμού». Και να λάβουμε θέση με κριτήριο, πάντοτε, τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών για το «ημέτερο» στρατόπεδο στο πεδίο της ταξικής πάλης. Έτσι, η κατάσταση στην Καταλονία δεν είναι ίδια με την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν γερμανοί και γάλλοι σοσιαλδημοκράτες πρόδωσαν την τάξη τους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά των αστών ομοεθνών τους. Διαφέρει από τον εθνικισμό των Σκοτσέζων, των Φλαμανδών και της Λίγκας του (ιταλικού) Βορρά. Δεν έχει μεγάλη σχέση ούτε με το Κόσοβο ή το πρόσφατο δημοψήφισμα των Κούρδων του βόρειου Ιράκ.
Στην Καταλονία σήμερα, υπάρχουν και δρουν ταυτόχρονα και ιδιόμορφα δύο δυαδικές εξουσίες: Η μία ανάμεσα στις κυβερνήσεις Βαρκελώνης και Μαδρίτης, όπου η δεύτερη έχει σαφές πλεονέκτημα και περισσότερα όπλα – ειδικά καθώς σημαντικό τμήμα των καταλανών καπιταλιστών έχει αποκηρύξει την ανεξαρτησία, φοβούμενο τις συνέπειές της, όπως δείχνει η στάση του συνδέσμου βιομηχάνων και οι αποφάσεις τραπεζών και επιχειρήσεων να απομακρύνουν εκβιαστικά την έδρα τους.
Η άλλη εμφανίζεται στο εσωτερικό του ίδιου του κινήματος, ανάμεσα σε αστούς και μικροαστούς εθνικιστές και το ταξικά πιο συνειδητό τμήμα, που βλέπει την ανεξαρτησία άρρηκτα δεμένη με τον αγώνα εναντίον του κεφαλαιοκρατικού εκμεταλλευτικού συστήματος. Η διαπάλη είναι σκληρή και η πρώτη συνιστώσα πιέζεται ασφυκτικά και δεν μπορεί να φτάσει στον συμβιβασμό που θα επιθυμούσε, εξαιτίας της ισχυρής παρέμβασης της δεύτερης. Παρ’ όλα αυτά, διατηρεί το προβάδισμα, λόγω και της αναποφασιστικότητας και ατολμίας της άλλης πλευράς να το πάει μέχρι τέλους – που εκφράζεται και στις κυβερνητικές αυταπάτες.
Είναι χαρακτηριστικό, από αυτή την άποψη, το επιχείρημα που χρησιμοποίησε πρόσφατα το στέλεχος του CUP, Πάου Λιόντς σε δημόσιο διάλογό του με την εμβληματική μορφή του ΚΚ, Αλμπέρτο Γκαρθόν: «Υπάρχει μια εναλλακτική στη θεσμική σφαίρα που έχει τη δυναμική να καταστεί ηγεμονική στην Καταλανική Δημοκρατία: Ο συνδυασμός της Catalunya en Comú (του «παραρτήματος» των Podemos), της Esquerra Republicana (των εθνικιστών σοσιαλδημοκρατών) και του CUP».
Η σύγκρουση, όμως, συνεχίζεται.