ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΑΦΡΟΣ
Οι παρεμβάσεις Τσίπρα στη ΔΕΘ αποκρυστάλλωσαν ένα νέο λόγο στη ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ, που επικεντρώνει στην εξυπηρέτηση των ιδιωτικών επενδύσεων και σε μια μεταμνημονιακή κατάσταση στηριγμένη στην ανάπτυξη, που θα έλθει από το κεφάλαιο. Εξόριστες οι εργατικές λαϊκές διεκδικήσεις, μόνο ψίχουλα φτωχοκομείου. Στο έδαφος αυτό, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ έρχονται πιο κοντά επί της ουσίας και ταυτόχρονα τσακώνονται πιο έντονα.
Ο περσινός ΣΥΡΙΖΑ ήταν ντροπαλός και απολογητικός. Τώρα παίρνει πάνω του το ευρωμνημόνιο και την καπιταλιστική ανάπτυξη
Προς μια νέα αγοραία συναίνεση
Οι ομιλίες των πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ και η γενικότερη πολιτική τους τοποθέτηση, πέρα και πίσω από τις μικροκομματικές και συχνά άσφαιρες αντιπαραθέσεις και καταγγελίες (που θυμίζουν όλο και περισσότερο την εποχή του παλιού δικομματισμού ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) αναδεικνύουν όλο και περισσότερο μια ταύτιση απόψεων γύρω από το τρίπτυχο: ευρωπαϊκός μονόδρομος-δημοσιονομικός Προκρούστης- ενθάρρυνση της επιχειρηματικής ανάπτυξης, πρώτα και κύρια των μεγάλων επιχειρήσεων-«επενδύσεων». Η ενιαία αυτή γραμμή, που στηρίζεται αλλά και κλιμακώνει παραπέρα τη μνημονιακή λογική, εκφράζεται πια (με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις) από τον ΣΥΡΙΖΑ, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το νέο «κόμμα-πράγμα» (του κέντρου αλλά και των κέντρων). Διαμορφώνεται έτσι μια νέα συναίνεση, που θεωρεί δεδομένη και απαρασάλευτη την παραμονή της Ελλάδας στη φυλακή της ΕΕ του διαρκούς ευρωμνημονίου και την κυριαρχία του κεφαλαίου, και ομνύει σε μια ανάπτυξη («δίκαιη», «βιώσιμη», «μεγάλη» ή τι άλλο), που θα έρθει με βάση τις επενδύσεις του κεφαλαίου, τα συμφέροντά του και τους νόμους της αγοράς. Σε αυτή τη νέα αγοραία συναίνεση, οι ψευδεπίγραφοι διαχωρισμοί «Αριστεράς-Δεξιάς» θα υπάρχουν, περισσότερο όμως ως ιδεολογική αντιπαράθεση και ως δόλωμα ψηφοθηρίας.
Τα συμφέροντα και οι ανάγκες του κόσμου της εργασίας (και της ανεργίας) όχι μόνο θα απουσιάζουν όλο και περισσότερο, όχι μόνο θα γίνονται καύσιμη ύλη για το τζετ του ανταγωνισμού, αλλά θα είναι «παρελθόν», «καθυστέρηση», «πρόβλημα».
Πάνω στο έδαφος αυτής της νέα συναίνεσης θα διαμορφώνονται στο μέλλον οι πολιτικές εξελίξεις, με μια βεντάλια πολιτικών επιλογών ανάλογα και με τις ανάγκες του συστήματος. Δείτε τι απάντησε ο Α. Τσίπρας σε ερώτηση σχετική με τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-κεντροαριστεράς: Καταρχάς αναφέρθηκε θετικά στον τρόπο που συγκροτούνται οι κυβερνήσεις συνεργασίας στη Γερμανία («δημόσια, ανοιχτά, πάνω στα προγράμματα»). Ας μην ξεχνούμε πως η απερχόμενη κυβέρνηση ήταν Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατικών. Δεύτερο, αναφέρθηκε σε ένα «ψευτοδίλημμα» που υπήρχε το προηγούμενο διάστημα, «σε σχέση με τη στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή, αν θα παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, αν θα παραμείνουμε στην Ευρώπη ή θα φύγουμε από αυτήν». Κατηγόρησε τη ΝΔ και ένα κομμάτι της κεντροαριστεράς πως δεν κατάλαβαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε στρατηγική επιλογή την ΕΕ «και συνεχίζουν να κάνουν αντιπολίτευση σε ένα κόμμα που δεν υπάρχει σήμερα και σε μια άποψη που δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει ο αντιευρωπαϊκός ΣΥΡΙΖΑ», είπε. Κι αφού έθεσε ορισμένα σημεία διαφοροποίησης από το νεοφιλελευθερισμό, σημείωσε πως «στο μέλλον μπορεί να υπάρξουν συμπτώσεις και ανάμεσα σε κομμάτια που βρίσκονται παραδοσιακά στο στρατόπεδο της Δεξιάς και παραδοσιακά στο στρατόπεδο της Αριστεράς».
Μπροστά μας ανοίγεται πια ένας καινούργιος δρόμος. Γιατί, το θέμα δεν είναι να βγούμε από την επιτροπεία για να ξανακάνουμε τα ίδια λάθη, που μας έβαλαν σε αυτή. Για να ακολουθήσουμε ξανά την πολιτική της επίπλαστης ευημερίας, του πελατειακού κράτους, της διαφθοράς, της διαπλοκής». Κι ακόμα: «Η εικόνα της Ελλάδας έχει αλλάξει ριζικά το τελευταίο διάστημα προς το καλύτερο. Τα σημάδια ανάκαμψης και αντιστροφής της υφεσιακής πορείας είναι πλέον εμφανή και σε μας και στους επενδυτές, αλλά και στους εταίρους μας». Κι επιπλέον: «Η κυβέρνηση αυτή είναι φιλική προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Είναι φιλική, κυρίως, προς την υγιή επιχειρηματικότητα. Κάνουμε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια να καταπολεμήσουμε παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης».
Εάν κάναμε ένα κουίζ για το ποιος πρωθυπουργός είπε στη ΔΕΘ τις παραπάνω φράσεις, ο Τσίπρας, ο Σαμαράς ή ο Παπανδρέου, τι θα απαντούσατε; Στην πραγματικότητα ό,τι και να απαντούσατε μέσα θα ήσασταν. Γιατί, οι συγκεκριμένες φράσεις ήταν του Α. Τσίπρα, αλλά πανομοιότυπες έχουν πει και οι πρωθυπουργοί του πρώτου και του δευτέρου μνημονίου. Κι ακόμα περισσότερο, την ίδια γλώσσα μιλούν πλέον Α. Τσίπρας, Κ. Μητσοτάκης, Φ. Γεννηματά και λοιπές μνημονιακές δυνάμεις. Γι’ αυτό και τσακώνονται όλο και πιο έντονα στις λεπτομέρειες, για το ποιος είναι περισσότερο ή λιγότερο φιλικός προς τις επενδύσεις και τους επενδυτές…
Το αφήγημα που ξεδίπλωσε ο πρωθυπουργός στην ομιλία και στη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ το προηγούμενο Σαββατοκύριακο δεν είχε καμία σχέση ούτε καν με τον περσινό μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν κάπως ντροπαλός και απολογητικός. Τώρα, ο Α. Τσίπρας διεκδικεί την ιδιοκτησία του προγράμματος των αντιδραστικών αστικών αναδιαρθρώσεων και των σφαγιαστικών μέτρων του ελληνικού καπιταλισμού, όπως επίμονα ζητούσε η ΕΕ και το ΔΝΤ.
Ερωτήθηκε την Κυριακή: Τι λέτε στους χιλιάδες, όμως, Έλληνες, που δεν έχουν σχέση με τη φοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο, τη διαφθορά και τη διαπλοκή και περιμένουν να ακούσουν αν και πότε θα επιστρέψουν σε αξιοπρεπείς κατώτατους μισθούς, σε δίκαιες μισθολογικές εξελίξεις και σε απαλλαγή από βαρείς και άδικους φόρους, όπως ο ΕΝΦΙΑ; Απάντηση: «Για να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια σταθερή προοπτική για το μέλλον, πρέπει να φύγουμε από αυτήν την, επταετή ως τώρα, σκληρή επιτροπεία των μνημονίων. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, είναι να καταφέρουμε με διαρθρωτικές αλλαγές, με μεταρρυθμίσεις, αλλά και με μια ισορροπία στο μείγμα πολιτικής μας, ώστε να προστατεύουμε ταυτόχρονα τους πιο αδύναμους». Δηλαδή, εφαρμογή των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων και υλοποίηση του μνημονίου (δήθεν μέχρι τον Αύγουστο του 2018, ενώ το ευρωμνημόνιο έχει ορίζοντα δεκαετιών). Μοναδικός στόχος οι ιδιωτικές επενδύσεις, που προφανώς έχουν στόχο το όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος, καμιά αναφορά σε δημόσια παρέμβαση για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών. Άρνηση ικανοποίησης (ακόμα και αναφοράς) και των πιο στοιχειωδών εργατικών λαϊκών αιτημάτων και αναγκών, αλλά παραπέρα εμβάθυνση και κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, με ορισμένα ψίχουλα στα πιο φτωχοποιημένα στρώματα, εάν υπάρχει «δημοσιονομικός χώρος» (δηλαδή παίρνω 10 γυρίζω μισό).
Στην ομιλία και στη συνέντευξη Τσίπρα περίσσευαν οι αναφορές στην προσέλκυση επενδύσεων, στις ιδιωτικοποιήσεις («η επένδυση στον ΟΛΘ δημιουργεί ευρύτερες αναπτυξιακές δυνατότητες» κι έχει «Γαλλικό άρωμα» τρομάρα μας) αλλά και στις Συμπράξεις Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα, τα περιβόητα ΣΔΙΤ, που δίνουν νέα πεδία κερδοφορίας στο κεφάλαιο. Τι έχει να ζηλέψει ένας νεοφιλελεύθερος με κοινωνική ευαισθησία;
Ακριβώς γι’ αυτό ο Α. Τσίπρας πρέπει να φιλοτεχνήσει ένα διαφορετικό πρόσωπο από τον Κ. Μητσοτάκη, όλο και πιο δύσκολο πλέον. «Ανάπτυξη για ποιον;», αναρωτήθηκε κάποια στιγμή στην ομιλία του, στρεφόμενος ενάντια στην «ανάπτυξη των αριθμών», που «επωφελούνται λίγοι και όχι οι πολλοί». «Θέλουμε τις επενδύσεις, θέλουμε ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά θέλουμε να προστατεύσουμε τις εργασιακές σχέσεις και το περιβάλλον. Και ξέρετε, αυτή είναι και μια διαφορά ιδεολογικής προσέγγισης ανάμεσα σε εμάς και τους νεοφιλελεύθερους», είπε στη συνέντευξη τύπου.
Στην πράξη όμως η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν προωθεί την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, αλλά ακόμα και με διυπουργικές task force (όπως είπε ο Α. Τσίπρας) κάνει ό,τι μπορεί για να ξεπεραστεί κάθε εμπόδιο για το κεφάλαιο και ο «φόβος της υπογραφής», σύμφωνα με τον πρωθυπουργό. Το φόβο αυτό, ο Α. Τσίπρας και οι συνένοχοί του τον έχουν ξεπεράσει από καιρό.
Κόντρα στη δικτατορία των επιχειρήσεων
Η υπό διαμόρφωση νέα συναίνεση στο τρίπτυχο ευρωμονόδρομος-δημοσιονομικό σφαγείο-επιχειρηματική ασυδοσία/εργατική ταπείνωση στην οποία συγκλίνουν παλιά και νέα μνημονιακά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι κλπ.), αποτελεί έκφραση της αστικής στρατηγικής για να βγει το κεφάλαιο στην Ελλάδα από την κρίση. Αποτελεί την ουσία της περιλάλητης ανάπτυξης και της εξόδου από τα μνημόνια και την επιτροπεία, που δεν θα είναι τίποτα άλλο από μια ανάπτυξη των κερδών σε βάρος των μισθών και της εργασίας, σε ένα καθεστώς που το ευρωμνημόνιο θα έχει γίνει μόνιμο, θα είναι η νέα καπιταλιστική πραγματικότητα και κανονικότητα, που απαιτεί βαθιά αντικαπιταλιστική πάλη και σύγχρονη κομμουνιστική στρατηγική για να ανατραπεί.
Στο πλάνο αυτό εντάσσεται πλήρως ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει περάσει στη σφαίρα της αστικής πολιτικής. Αποδεικνύεται πως η μνημονιακή του διακυβέρνηση δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου οδυνηρού συμβιβασμού που θα ξεπεραστεί, αλλά πλήρης ένταξη στην κυρίαρχη πολιτική. Με αυτή την έννοια απαιτείται ολοκληρωμένη και κατά μέτωπο αντιπολίτευση στον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του, επιδίωξη αποφασιστικής ήττας της πολιτικής του και ανατροπής του από τα κάτω και από τα αριστερά. Δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο ρεφορμιστικό κόμμα, που ανήκει στην Αριστερά κλπ.
Η τάση διαμόρφωσης και επιβολής μιας νέας αντιδραστικής συναίνεσης δημιουργεί νέες δυσκολίες και δυνατότητες στο εργατικό κίνημα και την αντικαπιταλιστική Αριστερά και εγείρει νέες απαιτήσεις. Οι νέες δυσκολίες προκύπτουν από την τάση το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και των μηχανισμών της κυρίαρχης πολιτικής (π.χ. ΜΜΕ) να προωθούν με διαφορετικούς τρόπους την ίδια πολιτική ατζέντα. Για παράδειγμα, το προηγούμενο 15νθήμερο στα ΜΜΕ (που ελέγχονται έτσι κι αλλιώς από μεγάλες εταιρείες), στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο και στη δημόσια σφαίρα που διαμορφώνουν κυριαρχούσε ο καημός του μεγαλοεπιχειρηματία (πόσο φόρο πληρώνει, πόσο κάνει να πάρει άδεια, πόσο άδικο είναι το ελληνικό δημόσιο απέναντί του κ.λπ.). Κοντέψαμε να κλάψουμε με τα όσα τραβάνε αυτοί οι άγιοι άνθρωποι, που παρόλα αυτά επιμένουν να επενδύσουν στην Ελλάδα… Δεν ακούσαμε και πολλά για την αγωνία του μικροσυνταξιούχου μπροστά στον ΕΝΦΙΑ, το αδιέξοδο του νέου που παίρνει 360 ευρώ ή την απόγνωση του ανέργου και της οικογένειάς του.
Δημιουργούνται όμως και νέες δυνατότητες, καθώς η σύγκλιση των εκδοχών της κυρίαρχης πολιτικής σε μια κοινή κατεύθυνση μακριά από τις εργατικές λαϊκές ανάγκες, δημιουργεί το έδαφος για να αναδειχθεί η εργατική πολιτική, ως αντίπαλο δέος. Αυτό προϋποθέτει όμως από την μαχόμενη Αριστερά να αναβαθμίσει την ανατρεπτική της διάσταση, τον προσανατολισμό στα εργατικά και φτωχά λαϊκά στρώματα και τα προβλήματά τους, την αντικαπιταλιστική διάσταση ενάντια στη νέα επιχειρηματική – ευρωμνημονιακή δικτατορία, χωρίς να μένει σε μια ρηχή αντιμνημονιακή ρητορεία και να σαγηνεύεται από λογικές ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης εντός του καπιταλισμού, στηριγμένη στη μικρή ή στην ελεγχόμενη από το κράτος επιχειρηματικότητα