του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Γιατί εντατικοποιήθηκε το τελευταίο διάστημα το εγχείρημα συγκρότησης του «νέου» πολιτικού φορέα, που θα επιχειρήσει να καλύψει με αξιώσεις τον ενδιάμεσο χώρο, από το «προοδευτικό κέντρο» ως και την κεντροαριστερά; Ούτως ή άλλως, οι δομικές και λειτουργικές ανάγκες του αστικού πολιτικού συστήματος με άξονα το νέο διπολισμό, η ομαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του υπέρ της συνέχειας της αντιλαϊκής πολιτικής απαιτούν ή ένα μεγάλο συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, που, υπό τις παρούσες συνθήκες πολωμένου πολιτικού κλίματος (παρά τη σύγκλισή τους στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση) αποκλείεται ή ενός «εύκαμπτου» και ισχυρού, κατά το δυνατόν, πολιτικού σχηματισμού, που θα είναι διατεθειμένος να συγκυβερνήσει με τον έναν ή τον άλλο απ’ τους πόλους του δικομματισμού. Η εσπευσμένη και άνευ αρχών προώθηση της ενοποίησης διάσπαρτων κεντροδεξιών, κεντροαριστερών ή και νεοφιλελεύθερων δυνάμεων (τμήμα του Ποταμιού) αποβλέπει στη συγκρότηση ενός πάγιου κεντρώου φορέα, αλλά και στις ανάγκες της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Ομόθυμος στόχος των συστημικών δυνάμεων που προωθούν το νέο φορέα είναι η αξιόμαχη εκλογική ενίσχυσή του, ώστε να διαμορφωθεί το έδαφος για κυβερνήσεις συνεργασίας (τις οποίες και προτιμούν), αλλά και να περικοπεί η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ, που –αν και υλοποιεί την αστική μνημονιακή πολιτική- λόγω αριστερού ακροατηρίου δεν εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη στο κεφάλαιο.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα για τον υπό σύσταση φορέα. Η συγκρότησή του παρουσιάζει δυσκαμψίες. Παρά τη σύγκλιση των συνιστωσών του στην τρέχουσα συστημική πολιτική, υπάρχει ιδεολογική πανσπερμία (κεντροαριστερά, κεντροδεξιά, νεοφιλελεύθεροι, προοδευτικό κέντρο), τάσεις που τείνουν χείρα φιλίας στον ΣΥΡΙΖΑ (άρθρο Κ. Λαλιώτη, που υπερασπίστηκε την ιδεολογικοπολιτική κληρονομιά του Α. Παπανδρέου), άλλοι κλίνουν προς τη ΝΔ (Βενιζέλος), εκφράζονται διαφωνίες για την οργανωτική μορφή (ενιαίο κόμμα, πολυτασικό, ομοσπονδιακό), πολλοί μνηστήρες διαγκωνίζονται για την ηγεσία. Πέραν αυτών, σοβαρό ιδεολογικοπολιτικό πρόβλημα για το νέο φορέα, που απειλεί να ανασχέσει την επιδιωκόμενη ευπρόσωπη εκλογική εμφάνισή του, αποτελεί η φθορά και εμπλοκή του μεγαλύτερου τμήματός του στη μνημονιακή πολιτική.
Είναι ειρωνεία και καταδηλώνει την ιδεολογικοπολιτική πενία του συστήματος η προβολή ως νέας δύναμης της πολιτικής της «αρχαίας σκουριάς» (Σημίτης, Γ. Παπανδρέου, Βενιζέλος κ.ά.). Παράγοντα ανάσχεσης του νέου φορέα αποτελεί η καθιέρωση του ΣΥΡΙΖΑ ως κυρίαρχης σοσιαλδημοκρατίας στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο, που πριν λίγα χρόνια αποτελούσε σφαίρα επιρροής του ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, δέχεται επίθεση «φιλίας» από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Α. Τσίπρα. Με περισσό κυνισμό και σχιζοφρενική αμφιθυμία απ’ τη μια κατακεραυνώνουν το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, γιατί επί σαράντα χρόνια κατέστρεψαν τη χώρα, ταυτόχρονα όμως η εξουσιολαγνεία ωθεί τον Τσίπρα να πλέκει το εγκώμιο του Α. Παπανδρέου για την πολιτική διορατικότητα και τις εμπνευσμένες πολιτικές επιλογές του. Θόρυβο έχει προκαλέσει άρθρο με το οποίο ο Τσίπρας επιχειρεί να εμφανίσει τον ΣΥΡΙΖΑ ως συνέχεια του ριζοσπαστικού ΠΑΣΟΚ και τον εαυτό του ως «νέο Παπανδρέου» της εποχής! Το ΠΑΣΟΚ, κατά τον Τσίπρα, δρομολόγησε μεγαλόπνοους στόχους που εμπνεύσανε τον λαό και δημιούργησαν μεγάλο ρεύμα υπέρ του ΠΑΣΟΚ: εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη, πραγματική δημοκρατία. Το ΠΑΣΟΚ όμως δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην «ορμή του νεοφιλελεύθερου ρεύματος, που σάρωνε και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα» και πέρασε σε ένα είδος «νεοφιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» (όπως έγραψε ο Α. Τσίπρας στο άρθρο του), υπό την ηγεσία του Κώστα Σημίτη και των λεγόμενων εκσυγχρονιστών. Ο Τσίπρας αυτάρεσκα διαβεβαιώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ξαναπιάσει το νήμα των ριζοσπαστικών στόχων του ΠΑΣΟΚ που εγκαταλείφθηκαν, γι’ αυτό κατηγορείται απ’ τη Δεξιά, αλλά αποδέχεται με υπερηφάνεια την κατηγορία αυτή. Υπήρξαν βέβαια αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, χλιαρές όπως πάντα, και σε ιδεολογικό μόνον επίπεδο, για να μη διαταραχτεί η πολυπόθητη κυβερνητική πλειοψηφία…
Εμφανιζόμενος ο Α. Τσίπρας ως Α. Παπανδρέου σκοπεύει σε διττό στόχο: Να παρέμβει και να επηρεάσει τις διεργασίες του υπό σύσταση φορέα και να κεντρίσει τις χορδές της διάσπαρτης κοινωνικής κεντροαριστεράς.
Η δημαγωγική προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ καταφεύγει και στο στερεότυπο της επάρατης Δεξιάς, στο οποίο είναι ευαίσθητοι οι παραδοσιακοί Πασόκοι , επιχειρώντας να ενεργοποιήσει τα αντιδεξιά αντανακλαστικά τους, απευθύνοντάς τους τη μομφή του μη αποκλεισμού της κυβερνητικής σύμπλευσης με «την ακραία, συντηρητική, νεοφιλελεύθερη ΝΔ».
Οι Σειρήνες του ΣΥΡΙΖΑ εδώ και καιρό, μετά τη φθορά της επιρροής του απ’ την υιοθέτηση και κλιμάκωση της μνημονιακής πολιτικής, ρίχνουν δίχτυα προς τον κεντρώο-κεντροαριστερό χώρο, προσκαλώντας τον σε συνεργασία στον άξονα «πρόοδος-συντήρηση» σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και στο εκλογικό και κυβερνητικό, αφού η αστική πολιτική, δικαιολογημένα, πρεσβεύει ότι στο πεδίο της αντιλαϊκής διαχείρισης δεν έχουν τύχη οι μονοκομματικές με οριακή πλειοψηφία κυβερνήσεις. Κώλυμα στη συνεργασία των δύο δυνάμεων αποτελεί η διεκδίκηση απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ και το νέο φορέα της ηγεμονίας στον κεντρώο-κεντροαριστερό χώρο. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του υπό σύσταση φορέα, καθώς βαρύνεται απ’ την ένταξη της χώρας στα μνημόνια, αποφεύγει να δεσμευτεί με ποιον θα συμμαχήσει, ασκεί αμφίπλευρη κριτική σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ για να πολλαπλασιάσει, στο μέγιστο δυνατό, την επιρροή της. Ανεξάρτητα πάντως απ’ τα ιδιαίτερα κομματικά του συμφέροντα, ο νέος φορέας θα πειθαναγκαστεί να ακολουθήσει την αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος που θα επιβάλει το κεφάλαιο, ανάλογα με τις συνθήκες που θα έχουν διαμορφωθει. Ενώ η συνισταμένη δείχνει προς σύγκλιση ΣΥΡΙΖΑ και νέου φορέα, δεν αποκλείεται, υπό την πίεση των πραγμάτων, το νεότευκτο κόμμα να προχωρήσει σε κυβερνητική συνεργασία ακόμη και με τη ΝΔ. Παρά τη σχετική αυτοτέλεια και τα ιδιαίτερα συμφέροντα των κομμάτων, το κυβερνητικό μέτωπο θα καθοριστεί κυρίως απ’ τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.
Η αντιδραστικοποίηση της αστικής πολιτικής στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό παρασύροντας τις πολιτικές δυνάμεις, πλην της μαχόμενης και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, στη νεοφιλελεύθερη πολιτική δημιουργεί ποικιλία συμμαχιών και κυβερνητικών συνεργασιών. Οι παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές και κεντρώες δυνάμεις, μετά τα πλήγματα που υπέστησαν απ’ την αντιλαϊκή διαχείριση, επιχειρούν να αποκοπούν απ’ τον ομφάλιο λώρο της συνεργασίας με τη Δεξιά ή να συνεργαστούν με άλλες συστημικές δυνάμεις με αριστερές αναφορές, όπως η «νέα σοσιαλδημοκρατία» (ΣΥΡΙΖΑ, Ποδέμος, Μπλόκο, Κόρμπιν, Σάντερς), οι οικολόγοι κ.ά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του SPD στη Γερμανία, που μετά την αποτυχημένη προσπάθεια να υπερκεράσει τους Χριστιανοδημοκράτες με τους οποίους συγκυβερνά και να κυβερνήσει αυτοτελώς ή με τους οικολόγους ή και άλλες δυνάμεις, δεν αποκλείεται πάλι να συγκυβερνήσει με τους Χριστιανοδημοκράτες, αν η Α. Μέρκελ δεν επιλέξει τον κυβερνητικό συνασπισμό με μικρότερα δεξιά κόμματα.
Σε τελευταία ανάλυση, ποιες κατευθύνσεις, ποιες συμμαχίες, ποιο κυβερνητικό μίγμα θα επικρατήσει μετά ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα ενδιαφέρει τον ελληνικό λαό, αφού η αντιλαϊκή διακυβέρνηση, που επιβάλλει το κεφάλαιο, είναι δρομολογημένη. Μόνον ο αγώνας και η ανατροπή πρέπει ν’ αποτελούν το εγκόλπιο του λαού μας.