ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Η διαρκής επέκταση
της χρήσης των λανθανιδών
ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ
Οι σπάνιες γαίες ή λανθανίδες (rare earth elements-REE), τα χημικά στοιχεία Λανθάνιο και Δημήτριο, Πρασεοδύμιο, Νεοδύμιο, Προμήθιο και Σαμάριο, το Ευρώπιο, το Γαδολίνιο, το Τέρβιο, και το Δυσπρόσιο, το ΄Ολμιο, το Ύτριο, το Έρβιο, το Θούλιο, το Υτέρβιο και το Λουτέτσιο, φέρουν το όνομα τους όχι γιατί είναι τόσο σπάνιες, αλλά γιατί τα μεταλλεύματα στα οποία εμπεριέχονται έχουν μικρή «συγκέντρωση» -και ταυτόχρονα, για ιστορικούς λόγους.
Τα χημικά στοιχεία με τα σπάνια ονόματα, τα οποία έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα, από το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα παίζουν καταλυτικό ρόλο στους οικονομικούς ανταγωνισμούς και στις σύγχρονες γεωπολιτικές αντιθέσεις. «Δίχως τις σπάνιες γαίες -αναφέρει μελέτη του αμερικάνικου υπουργείου Άμυνας- μεγάλο μέρος της σύγχρονης τεχνολογίας θα είχε εντελώς διαφορετική μορφή και πολλές εφαρμογές δεν θα ήταν καν εφικτές».
Και είναι έτσι. Όσο καινοτόμο είναι ένα βιομηχανικό προϊόν (ανθεκτικό, ελαφρύ, μικρού μεγέθους, κ.α.) τόσο μεγαλύτερη είναι η εξάρτησή του από τις σπάνιες γαίες. Για παράδειγμα, στις οθόνες υγρών κρυστάλλων χρειάζεται ευρώπιο, στους Compact disks δυσπρόσιο, στις οπτικές ίνες έρβιο. Κάθε notebook περιέχει περίπου 10 γραμμάρια σπάνιων γαιών. Στις σπάνιες γαίες βασίζονται τα φωτοβολταϊκά, οι λαμπτήρες χαμηλής κατανάλωσης, η σύγχρονη διύλιση του πετρελαίου, η αμυντική βιομηχανία σε κρίσιμα οπλικά συστήματα, (πύραυλοι τύπου Κρουζ, ραντάρ, θωρακίσεις υψηλής τεχνολογίας, διάφορα πυρομαχικά και ειδικά τηλεκατευθυνόμενα πυρομαχικά ακριβείας και συστήματα νυχτερινής σκόπευσης), οι λέιζερ, συστήματα επικοινωνιών και ορισμένοι δορυφόροι.
Οι σπάνιες γαίες είναι, επίσης, απαραίτητες στις μπαταρίες των υβριδικών αυτοκινήτων. Αποτελούν επίσης βασικό υλικό στις τουρμπίνες των ανεμογεννητριών. Στον τομέα της ιατρικής, ο μαγνήτης ενός μαγνητικού τομογράφου βασίζεται στις σπάνιες γαίες. Ο μαγνήτης ενός κινητού τηλεφώνου ο οποίος κάνει το κινητό να δονείται περιέχει νεοδύμιο.
Οι σπάνιες γαίες ή λανθανίδες, εξαιτίας της βιομηχανικής τους μοναδικότητας, του εύρους και της ποιότητας της χρήσης τους σε εφαρμογές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, θεωρούνται ό,τι και το πετρέλαιο για τη βιομηχανία και την οικονομία γενικότερα. Ο έλεγχος της εξόρυξης, της παραγωγής και της εμπορίας τους, λόγω ακριβώς του ειδικού βάρους τους στη σύγχρονη παραγωγή, βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων.
Τα αυτόματα μηχανήματα της σύγχρονης υψηλής τεχνολογίας, τα οποία αλλάζουν τη ζωή μας αλλά και το παγκόσμιο εμπόριο, είναι δημιουργήματα της τεχνολογικής έκρηξης που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’70. Έκτοτε οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί, εξαιτίας ακριβώς αυτής της έκρηξης, αποκτούν σύγχρονη δυναμική, ένταση και περιεχόμενο.
Χάρη στα δεκαεπτά μέταλλα, τα οποία ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ ήδη από τη δεκαετία του 1970 αποκαλεί «το πετρέλαιο της Κίνας», δημιουργείται ένας νέος συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στο Πεκίνο και τους Αμερικανούς, τους Ιάπωνες ή τους Ευρωπαίους, οι οποίοι είναι ανταγωνιστές γενικά, αλλά ειδικά σε σχέση με τις σπάνιες γαίες είναι πελάτες.
Ο σκληρός γεωπολιτικός ανταγωνισμός αποκτά νέες διαστάσεις με διακύβευμα τον έλεγχο της παραγωγής και της εμπορίας των σπάνιων γαιών
Ας αναλογιστούμε μόνο την εξάπλωση μόνο των κινητών τηλεφώνων. Το 2014, ο αριθμός τους φτάνει περίπου στις 7,3 δισ. συσκευές. Το 2016, ο συνολικός παγκόσμιος τζίρος από τις πωλήσεις τους ανήλθε στα 428,9 δισ. δολάρια. Ας αναλογιστούμε επιπλέον την εξάπλωση των σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Τότε έχουμε μπροστά μας όχι μόνο την απάντηση στο γιατί από το 1990 ως το 2000, η κατανάλωση σπάνιων γαιών αυξήθηκε κατά 300%, (από τους 40.000 στους 125.000 περίπου τόνους ετησίως),αλλά παράλληλα μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε απολύτως την οικονομική και γεωπολιτική κρισιμότητα της κατοχής των αντίστοιχων ορυκτών.
Τα ορυκτά, στα οποία απαντώνται οι σπάνιες γαίες εντοπίζονται κυρίως στην Κίνα, τη Νορβηγία, τις ΗΠΑ τη Βραζιλία την Ινδία και την Αυστραλία. Στην παγκόσμια παραγωγή, όμως, κυριαρχεί η Κίνα. Το 2010 το 97% των 125.000 τόνων των οξειδίων σπάνιων γαιών που εξορύσσονται στον πλανήτη προέρχονται από αυτήν.
Πρόκειται, επομένως, για ένα σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο.
Αξίζει να παρακολουθήσει κανείς σε αδρές γραμμές τη μεγάλη πορεία προς αυτό το κινέζικο επίτευγμα. Το 1927, ανακαλύφθηκε στην εσωτερική Μογγολία το Μπαγιάν Όμπο (Bayan-Obo), το μεγαλύτερο «κοίτασμα» σπάνιων γαιών του κόσμου -και μάλιστα επιφανειακό- το οποίο εκτιμάται ότι περιέχει εκατομμύρια τόνους REE ορυκτών. Γι’ αυτά τα ορυκτά, από το 1927 ως και τη δεκαετία του 1960, οι Κινέζοι είχαν ενδιαφερθεί ελάχιστα. Ως τότε, στην εκμετάλλευση και στην (περιορισμένη) χρήση τους κυριαρχούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες,οι οποίες την εικοσαετία 1965 ως 1985, είχαν τον απόλυτο έλεγχο όλων των σταδίων της παραγωγής τους. Το καλιφορνέζικο ορυχείο του MountainPass, από τα μεγαλύτερα στον κόσμο γι’ αυτό το χρονικό διάστημα, τροφοδοτούσε τη σύγχρονη βιομηχανία.
Η Κίνα, από τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Ντενγκ και ύστερα, στράφηκε στην ανάπτυξη μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής προκειμένου να κατακτήσει ηγεμονικό ρόλο σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας των σπάνιων γαιών, από την εξόρυξη και τον διαχωρισμό ως τη μεταποίησή τους και την παραγωγή ημιτελών ενδιάμεσων προϊόντων. Γι’ αυτό και κατά την περίοδο 1978-1989, η κινεζική παραγωγή αυξανόταν κατά 40% ετησίως. Τότε, δημιουργείται και το πρώτο κινεζικό εργαστήριο, αφιερωμένο αποκλειστικά στην εφαρμοσμένη χημεία των σπάνιων γαιών.
Οι Κινέζοι, επιπλέον, στηριζόμενοι στην ευκολία εξόρυξης των άφθονων αποθεμάτων τους, πωλούσαν επί χρόνια τις σπάνιες γαίες τους σε χαμηλή τιμή. Με τις χαμηλές τιμές και με το άνοιγμα τους στο παγκόσμιο εμπόριο, οδήγησαν σταδιακά σε ασφυξία τους υπόλοιπους παραγωγούς. Ταυτόχρονα, άνοιγαν τα σύνορα τους στο ξένο κεφάλαιο και ευνοούσαν ξένους επενδυτές να μεταφέρουν την δραστηριότητά τους στην Κίνα. Οι τελευταίοι, υπηρετώντας τη δικιά τους πατρίδα, το ποσοστό κέρδους καιεφαρμόζοντας το κριτήριο των συγκριτικών πλεονεκτημάτων στην απόσπαση του, αποεπένδυαν στη χώρα τους και επένδυαν στη «νέα πατρίδα». Καθώς συνεχιζόταν αυτή η εμπορική και παραγωγική διαδικασία και αποκτούσε όλο και νέες διαστάσεις, οδηγούσε σταδιακά την αμερικανική παραγωγή σε διαρκή μείωση και τελικά στον υπερκερασμό της.
Αυτή η επιθετική κινέζικη πολιτική στην εκμετάλλευση των λανθανιδών είναι ασταμάτητη. Ο τομέας συγκεντροποιείται και οργανώνεται περαιτέρω με επίκεντρο ορισμένες μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις. Έτσι τον Αύγουστο του 2010 η εταιρεία Baotou Steel, η οποία συγκεντρώνει ήδη το 75% της εθνικής παραγωγής, αποκτά τον έλεγχο ορισμένων μικρότερων εταιρειών στη νότια Κίνα (για παράδειγμα, της Xinfeng Xinli Rare Earths).
Το ενδυναμούμενο κινέζικο κεφάλαιο ασφυκτιά και ξεφεύγει από τα κινέζικα σύνορα. Το Πεκίνο, για να διατηρήσει και «κατοχυρώσει» τη μονοπωλιακή σχεδόν θέση του, ενθαρρύνει τους κινέζους βιομήχανους να αποκτήσουν τον έλεγχο του κεφαλαίου των λιγοστών ξένων εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε όλα τα στάδια του κλάδου των σπάνιων γαιών, από τα αυστραλιανά ορυχεία ως τις καναδικές μεταλλουργικές επιχειρήσεις και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μεταποίησης. Έτσι, το 2009, η China Investment Corp απέκτησε το 17% της Teck Resources Ltd, μιας ιδιαίτερα σημαντικής καναδικής μεταλλευτικής επιχείρησης. Στην Αυστραλία, οι Κινέζοι εξαγοράζουν το 2009 το 25% ενός τοπικού παραγωγού σπάνιων γαιών, της Arafura Resources Ltd, παρά τις έντονες αντιδράσεις της Καμπέρα ιδιαίτερα στα τέλη του 2009, τότε που η κινεζική επιθετική πολιτική εξαγορών επιχειρούσε να ελέγξει τη μεγαλύτερη αυστραλιανή εταιρεία εξόρυξης σπάνιων γαιών στη χώρα (τη Lynas Corporation).
Οι δράσεις των Κινέζων επεκτείνονται και στις ΗΠΑ. Το 1995, δύο κινεζικές εταιρείες συμμαχούν με έναν αμερικανό επενδυτή και υποβάλλουν πρόταση εξαγοράς της εταιρείας Magnequench, θυγατρικής της GeneralMotors που παρήγε μόνιμους μαγνήτες νεοδυμίου-σιδήρου-βορίου, οι οποίοι είναι αναγκαίοι σε κάθε σύγχρονη αυτοκινητοβιομηχανία. Η Magnequench παρήγαγε επίσης τους μαγνήτες με τους οποίους λειτουργεί η τηλεκατευθυνόμενη βόμβα Joint Direct Attack Munition (JDAM) της Boeing και γι’ αυτό είχε χρηματοδοτηθεί μερικώς από δημόσια κονδύλια.
Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δίνει τελικά την έγκρισή της για την εξαγορά, υπό τον όρο να διατηρήσουν οι Κινέζοι τις δραστηριότητες της εταιρείας σε αμερικανικό έδαφος για μία πενταετία. Μόλις όμως έληξε η προθεσμία, το προσωπικό απολύθηκε και η εταιρεία μεταφέρθηκε στο Τιαν Ζιν της Κίνας. Το παράδειγμα ακολούθησαν κι άλλοι παραγωγοί -ανάμεσα τους Γερμανοί και Ιάπωνες- οι οποίοι έκλειναν τα εργοστάσιά τους στην Αμερική και μετέφεραν την παραγωγή τους στον ίδιο προορισμό. Το 2005, μάλιστα, λίγο έλειψε να περάσει στα χέρια των Κινέζων το καλιφορνέζικο ορυχείο Mountain Pass, το κυριότερο «εν υπνώσει»αμερικάνικο κοίτασμα σπάνιων γαιών. Τότε, η China National Offshore Oil Corporation (CNOOC) υπέβαλε πρόταση εξαγοράς της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας Unocal. Η συγκεκριμένη εταιρεία είναι η ιδιοκτήτρια του Mountain Pass, μέσω της εταιρείας Molycorp την οποία η Unocal είχε εξαγοράσει το 1978. Τελικά, η Unocal παρέμεινε αμερικανική, χάρη στον σάλο που προκλήθηκε και στις εντονότατες αντιδράσεις του Κογκρέσου, με επίκεντρο τη στρατηγικής σημασίας ανάγκη ενεργειακής αυτονομίας των ΗΠΑ.
Ο αιώνιος νόμος του καπιταλισμού, ο ανταγωνισμός, δρα και επιδρά καθοριστικά. Στα παραπάνω δεδομένα προστίθεται και μια άλλη παράμετρος, η διαρκής άνοδος της στρατιωτικής ισχύος της Κίνας, κυρίως από την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα και εντεύθεν.
Η ηγεσία του Πεκίνου καθώς προσανατολίζει το μπρα ντε φερ στο πεδίο των αναγκαίων ορυκτών φυσικών πόρων, αναδεικνύει την τεράστια αδυναμία των υπόλοιπων δυνάμεων που υστερούν στην εξόρυξη του «πετρελαίου των νέων τεχνολογιών». Η αδυναμία αυτή διογκώνεται, καθώς τα σύγχρονα τεχνολογικά προϊόντα έχουν προσχεδιασμένα σύντομο χρόνο ζωής, γύρω στα πέντε χρόνια. Καθώς μάλιστα αυτοί οι σύντομοι κύκλοι στην παραγωγή παγιώνονται μέσω της καινοτομίας,δημιουργείται μια νέα δυναμική. Σε αυτή την περιοδικά ανανεωνόμενη αγορά,οφείλει να προσαρμοστεί η εκμετάλλευση των σπάνιων γαιών. Οφείλει πρωτίστωςνα εξασφαλίζει όσες και οπότε χρειάζεται κάποιος σπάνιες γαίες. Άρα, οι σπάνιες γαίες δεν μπορεί πλέον να είναι τόσο «σπάνιες».
Οι ισχυροί του σύγχρονου και υπό διαμόρφωση πολυπολικού κόσμου τρέχουν να προλάβουν. Εξαιτίας των συνολικών εξελίξεων, στις ΗΠΑ οι σπάνιες γαίες βρίσκονται ξανά στο κέντρο των συζητήσεων και σχεδιασμών. Καθώς το ζήτημα αφορά ιδιαίτερα το Πεντάγωνο, οι επιτελείς του αφιερώνουν γι’ αυτές μεγάλο μέρος των μελετών τους. Αναλύουντις προοπτικές αποσκοπώντας στην ευαισθητοποίηση των στελεχών της εκάστοτε αμερικανικής κυβέρνησης και των μελών των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων.
Η Ρωσία επίσης ανακοίνωσε το Σεπτέμβριο του 2013 πως μέχρι το 2018 θα επενδύσει 1 δισ. δολάρια στην παραγωγή/εξόρυξη σπάνιων γαιών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση παράλληλα, στις 17 Ιουνίου του 2010, μια έκθεση της Κομισιόν έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την -κρίσιμη για την οικονομία της- κατάσταση στο πεδίο του ανεφοδιασμού της σε δεκατέσσερις πρώτες ύλες. Οι σπάνιες γαίες εμφανίζονταν στις πρώτες θέσεις του καταλόγου.
Η ασφυκτική υπεροχή του παραγωγού (Κίνα) πάνω στον καταναλωτή (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ευρώπη κ.α) δημιουργεί επομένως νέους όρους σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο, ο σκληρός γεωπολιτικός ανταγωνισμός αποκτά νέες διαστάσεις, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις χώρες με παραγωγή μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας και στις χώρες εξόρυξης και εξαγωγής λανθανιδών αποκτά νέα ένταση και περιεχόμενο.
Άρχισαν τα όργανα και για την Ελλάδα
ΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΕΚΤΙΜΑΤΑΙ ΟΤΙ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΣΕ ΣΠΑΝΙΕΣ ΓΑΙΕΣ
Στο φόντο των ενδυναμούμενων αυτών ανταγωνισμών, η Ευρωπαϊκή Ένωση επενδύει 10 εκατομμύρια ευρώ στο ερευνητικό πρόγραμμα Eurare με στόχο τον εντοπισμό πιθανών κοιτασμάτων σπάνιων γαιών στη Γροιλανδία, την Σουηδία την Φινλανδία και την Ελλάδα. Στο πρόγραμμα Eurare μετέχουν πλήθος γεωλογικών ιδρυμάτων, πανεπιστημίων και εταιρειών από 11 ευρωπαϊκές χώρες (μεταξύ των οποίων το ΕΚΒΑΑ και το ΕΜΠ).
Στην Ελλάδα, στις έρευνες που διεξάγονται στα πλαίσια του προγράμματος μετέχουν η ΑΕ του ομίλου Μυτιληναίος, τρεις βιομηχανίες προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στις οποίες συγκαταλέγονται η NOKIA, η γερμανική MEAB Chemie Technik GmbH, η φινλανδική Neorem Magnets Oy (NEOREM), τέσσερις επιχειρήσεις τεχνολογικών εφαρμογών και τέσσερα πανεπιστήμια από 11 χώρες της Ευρώπης. Στους τρεις έλληνες εταίρους, το ΙΓΜΕ, το ΕΜΠ και το Αλουμίνιο της Ελλάδος, αντιστοιχεί το 16% της συνολικής χρηματοδότησης. Παράλληλα, εκδηλώνεται έντονο ενδιαφέρον και από την Κίνα.
Ως περιοχές ερευνών και μελλοντικών εκμεταλλεύσεων σπάνιων γαιών αντιμετωπίζονται τα κοιτάσματα βωξίτη του Παρνασσού. Σύμφωνα με παλιότερες μελέτες του ΙΓΜΕ, η Ελλάδα διαθέτει κοιτάσματα σπάνιων γαιών που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω κοιτασματολογικής έρευνας και εκμετάλλευσης. Οι συγκεντρώσεις τους σε σπάνιες γαίες αγγίζουν έως και τα 6.300 ppm, (δηλαδή στο ένα εκατομμύριο γραμμάρια, κιλά ή ό,τι άλλο, τα 6.300 μέρη είναι σπάνιες γαίες). Ανάλογες περιοχές θεωρούνται τα κοιτάσματα μολύβδου- ψευδαργύρου- χαλκού του Λαυρίου, το Βαθύ του Κιλκίς που διαθέτει σχετικά υψηλή περιεκτικότητα σε λανθάνιο και δημήτριο η σερβομακεδονική μεταλλογενετική ζώνη και η αντίστοιχη ζώνη της Ροδόπης, ειδικά οι περιοχές μεταξύ Χαλκιδικής και Αλεξανδρούπολης.
Σύμφωνα με αναλύσεις δειγμάτων που πραγματοποίησε το ΙΓΜΕ το 2001, τα αποθέματα εκτιμώνται σε 485 εκατομμύρια τόνους, με μέση περιεκτικότητα σε σπάνιες γαίες 1,17% -κυρίως δημήτριο (Ce), λανθάνιο (La), νεοδύμιο (Nd) και πρασινοδύμιο (Pr). Στο Παγγαίο όρος, επίσης, σε μία μεταλλουργική σκωρία από τις παλιές κάμινους τήξης, πιθανώς από την οθωμανική περίοδο, βρέθηκαν έξι σπάνιες γαίες σε όχι αμελητέα περιεκτικότητα. (λανθάνιο, 6.171 ppm, δημήτριο, πρασινοδύμιο, νεοδύμιο, σαμάριο και ευρώπιο).
Το πώς αυτή η πραγματικότητα θα ενταχθεί σε ένα μάχιμο πρόγραμμα της Αριστεράς, ώστε να αντιμετωπισθεί προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων, καθώς μάλιστα η ενέργεια αποτελεί δημόσιο αγαθό, είναι ζητούμενο.
Αντιδραστικές αναπροσαρμογές
στη στρατηγική των ΗΠΑ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΜΕΤΡΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
«Αν οι ΗΠΑ και η Κίνα μπορούν να αλληλοβοηθηθούν σε πολλά ζητήματα, οι προοπτικές σταθεροποίησης στην Ασία θα αυξηθούν κατά πολύ. Αυτό είναι ακόμα πιο πιθανό αν οι ΗΠΑ μπορούν να ενθαρρύνουν μια αυθεντική αποκατάσταση σχέσεων ανάμεσα στην Κίνα και την Ιαπωνία, μετριάζοντας παράλληλα τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε Κίνα και Ινδία», σημειώνει στη «Μεγάλη Σκακιέρα» ο Μπρεζίνσκι.
Αλλά αυτή η στρατηγική είναι πλέον ρεαλιστική; Οι ΗΠΑ μπορούν; Πολύ περισσότερο όταν ο ανταγωνισμός και η ανισόμετρη ανάπτυξη, πανταχού παρόντες, σε συνδυασμό με το πεπερασμένο των ενεργειακών πηγών και την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού (3 δισ. επιπλέον καταναλωτές ως το 2050) συνεπάγονται τον παροξυσμό στα πολιτικοστρατιωτικά μέσα προώθησής για τον έλεγχο χωρών παραγωγής των ενεργειακών ορυκτών;
Σε αυτή τη δυναμική πραγματικότητα προστίθενται πλέον -και μάλιστα με αυξανόμενο ειδικό βάρος- οι σπάνιες γαίες. Η στρατηγική και πολιτική των ΗΠΑ οδηγείται σε αναπροσαρμογές οι οποίες συνδέονται πρωτίστως με την κούρσα στις νέες τεχνολογίες. Αναπροσαρμογές που αντανακλούν σταθερά το στρατιωτικό, πολιτικό, αλλά και επιχειρηματικό κατεστημένο της χώρας, τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα στη σημερινή πλέον πραγματικότητα. Αντανακλούν επίσης την επίδειξη ισχύος τους, αλλά σε συνθήκες διολίσθησης των ΗΠΑ.
Ως γνωστό αυτές καθ’ αυτές οι εξελίξεις συμπυκνώνονται κάθε φορά σε μια ανάλογα ανανεωνόμενη ιμπεριαλιστική πολιτική. Το 1998, για παράδειγμα, ο τότε μελλοντικός αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ Τσένι, διευθύνων Σύμβουλος της Χαλιμπάρτον ακόμη, δήλωνε: «Δεν μπορώ να σκεφτώ καμιά άλλη περίοδο στην παγκόσμια ιστορία που κάποια περιοχή να απέκτησε ξαφνικά τόσο μεγάλη στρατηγική σημασία όσο η περιοχή της Κασπία». Στην περιοχή της (Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν) οι εκτιμήσεις για το μέγεθος των ενεργειακών αποθεμάτων έως 200 δις βαρέλια πετρελαίου και η ύπαρξη ανάλογης ποσότητας φυσικού αερίου επιβεβαιώνονταν.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις σπάνιες γαίες. Η μονοπώληση τους σχεδόν από την Κίνα και μάλιστα σε ένα τόσο ευαίσθητο και στρατηγικής πλέον σημασίας τομέα (νέες τεχνολογίες) ενεργοποιείανάλογα το αμερικάνικο κατεστημένο. ΟΤραμπαπομακρύνεται από τη στρατηγική Μπρεζίνσκι η οποία συμπύκνωνε τη μέχρι τώρα πολιτική των ΗΠΑ(δεν φαίνεται να είναι τυχαίοςο χαρακτηρισμός του ως ηλίθιας της δημοσιογράφου-κόρης του Μπρεζίνσκι).
Από τη μια, αντιμετωπίζει τις κληρονομημένες στενές εμπορικές και συναλλαγματικές σχέσεις με την Κίνα. Από την άλλη επιχειρεί αναγνωριστικές επιχειρήσεις του αμερικάνικου στόλου στα όρια των κινεζικών χωρικών υδάτων, περιοδικές ναυτικές περιπολίες σε διεθνή ύδατα που αποτελούν επίσης μέρος της κινεζικής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και εναέριες αναγνωριστικές αποστολές του αμερικανικού στρατού που δημιουργούν σοβαρούς κινδύνους αθέλητων συγκρούσεων. Ταυτόχρονα,ο Τραμπ προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις για «αμέριστη στήριξη και προστασία της Ιαπωνίας» που προκαλούν ακαριαίες αντιδράσεις από την Κίνα.
Αυτή η ισορροπημένη προς ώρας ταλάντευση δεν μπορεί φυσικά να διαρκεί εσαεί. Ιδιαίτερης προστιθέμενης σημασίας αποτελεί επίσης το γεγονός πως από το Σεπτέμβριο του 2015 το ιαπωνικό κοινοβούλιο ψήφισε νομοσχέδιο το οποίο επιτρέπει στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, στο πλαίσιο της λεγόμενης «συλλογικής αυτοάμυνας»,να λαμβάνουν μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό για πρώτη φορά μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Οι σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ιαπωνία επηρεαζόμενες ολοένα ισχυρότερα από τον ορυκτό πλούτο της Νότιας και Ανατολικής Θάλασσας της Κίνας ταλαντεύονται ανάμεσα στα συμφέροντα, την οικονομία και τη διεθνή ασφάλεια αλλά και στα μέσα διεκδίκησης των ορυκτών της νέας εποχής.Σε αυτό το διεθνές περιβάλλον τα μικρότερα αλλά καθόλου αμελητέα κοιτάσματα, όπως για παράδειγμα του Αιγαίου, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία. Εξ’ ου και το ενδιαφέρον διαφόρων μονοπωλιακών κολοσσών για τον έλεγχο και μοίρασμα της λείας.