ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Το πρόβλημα δεν είναι οι δύο «τρελοί» που βρίσκονται στην Ουάσινγκτον και την Πιονγκγιάνγκ, παίζοντας με τα κουμπιά των πυρηνικών και του Τουίτερ. Το πρόβλημα δεν είναι καν η Β. Κορέα. Είναι οι οξυνόμενοι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα μεγάλα καπιταλιστικά-ιμπεριαλιστικά κέντρα και πρωτίστως ανάμεσα στην ανερχόμενη Κίνα και τις ΗΠΑ, που είναι αναγκασμένες να παραχωρήσουν έδαφος, αλλά δεν θα το κάνουν χωρίς να δώσουν μάχη.
Ένας πόλεμος που δεν τελείωσε ποτέ
Ο Πόλεμος της Κορέας – στον οποίο έλαβε μέρος, στο πλευρό των Αμερικανών, ο περήφανος μετεμφυλιακός στρατός του «προοδευτικού» Πλαστήρα και του «δεξιού» Παπάγου, αφήνοντας στα πέρατα της γης 186 νεκρούς και 566 τραυματίες, με βάση τα επίσημα στοιχεία – δεν τελείωσε ποτέ τυπικά, δηλαδή με την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης. Σήμερα, για του λόγου το αληθές, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η εκεχειρία η οποία υπογράφηκε στις 27 Ιουλίου 1953, ανάμεσα στην Κίνα και τους Βορειοκορεάτες από τη μία και τις Ηνωμένες Πολιτείες από την άλλη – όσο για τη Νότιο Κορέα, δεν κρίθηκε αναγκαίο τότε να έχει λόγο και να συμμετέχει στη… σεμνή τελετή.
Αυτή ήταν η πρώτη ευρείας κλίμακας πολεμική σύρραξη η οποία ξέσπασε μόλις πέντε χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ ο κόσμος εξακολουθούσε να βρίσκεται ακόμη σε κατάσταση σοκ από τα βιώματα και τις συνέπειές του. Στα τέσσερα περίπου χρόνια που διήρκεσε δε, προστέθηκαν άλλοι 1,5 περίπου εκατομμύριο νεκροί στη μακριά και ατελείωτη λίστα, η οποία συνεχίζει να μεγαλώνει μέχρι και σήμερα, με τους περισσότερους να μην έχουν καλά-καλά καταλάβει πώς και γιατί έγιναν κρέας για τα κανόνια και βρέθηκαν εκεί…
Ο Πόλεμος της Κορέας – που ακολούθησε τον τιτάνιο αντιϊμπεριαλιστικό αγώνα του λαού της ενάντια στην πολύχρονη ιαπωνική κατοχή με επικεφαλής τους κομμουνιστές – αποτέλεσε, παράλληλα, το πρώτο δυναμικό μπρα-ντε-φεραναμεσα στα δύο ισχυρά στρατόπεδα που είχαν προκύψει. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι στη μία πλευρά έσπευσαν να στρατευτούν όλοι σχεδόν οι Δυτικοί και τα μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ στην άλλη βρέθηκαν Κινέζοι και Σοβιετικοί, παρά τις ήδη σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους. Θα έλεγε, μάλιστα, κανείς ότι η «ισοπαλία» η οποία πρακτικά σφράγισε την πολεμική και πολιτική εκείνη σύγκρουση (εξ ου και η μη υπογραφή συνθήηκης ειρήνης, μιας και δεν υπήρξε καθαρός νικητής και ηττημένος…) άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, οι οποίοι κάποια στιγμή και με κάποιο τρόπο θα πρέπει να λυθούν.
Έφτασε, άραγε, η ώρα για να γίνει αυτό; Κι αν ναι, με ποιο τρόπο;Ειρηνικά και μέσω διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους τοπικούς και παγκόσμιους «παίκτες»; Ή, μήπως, με ένα νέο μεγάλο πόλεμο, σαν αυτόν που προαναγγέλλουν καθημερινά δυο-τρεις φορές τα περισσότερα ΜΜΕ, ο οποίος εάν ξεσπάσει είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα λάβει ανεξέλεγκτες και καταστροφικές διαστάσεις;
Η απάντηση σε αυτά τα δύο ερωτήματα δεν είναι απλή. Ενδεχομένως δε και να μην υπάρχει…
Ο Κιμ, διαβλέποντας τον θανάσιμο κίνδυνο να έχει την τύχη του Σαντάμ και του Καντάφι, έπαιξε το πιο ισχυρό του χαρτί – και για την ώρα δικαιώνεται
Η δοκιμή της βόμβας υδρογόνου (η οποία βασίζεται στην πυρηνική σύντηξη αντί για τη σχάση), την οποία φέρεται να πραγματοποίησε την περασμένη Κυριακή η Βόρεια Κορέα, οδήγησε σε μπαράζ νέων απειλών από την πλευρά των Αμερικανών, ενώ έδωσε τροφή και σε αναλύσεις για τον πόλεμο που επωάζεται, καθώς και τις αιτίες που θα τον προκαλέσουν. Αρκετοί ήταν αυτοί που δεν δίστασαν, από την πρώτη κιόλας στιγμή, να αποδώσουν τα όσα συμβαίνουν στα νάζια και τις ιδιοτροπίες δύο απρόβλεπτων «τρελών»: Από τη μία, του βορειοκορεάτη μονάρχη Κιμ Γιονγκ-ουν και, από την άλλη, του αμερικανού καουμπόι Ντόναλντ Τραμπ. Μάλιστα, απηύθυναν έκκληση στους λογικούς συμμάχους που βρίσκονται στην πλευρά του καθενός να «του βάλουν μυαλό», έτσι ώστε να αποτραπούν τα χειρότερα.
Οφείλουμε δε να παραδεχτούμε πως οι παρεμβάσεις αρκετών απέδειξαν ότι πραγματικά φοβούνταν το μοιραίο. Οι πολύπειροι Πούτιν και Λαβρόφ, για παράδειγμα, προειδοποίησαν τουλάχιστον δύο φορές ότι η περιοχή βρίσκεται στο χείλος μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης, η οποία θα προκαλάσει εκατόμβες νεκρών. Το σύνολο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, επίσης, διεμήνυσε πολλάκις και παντοιοτρόπως ότι η λύση που θα δοθεί μπορεί να είναι μόνο διπλωματική και σε καμία περίπτωση στρατιωτική. Ακόμη και ο νοτιοκορεάτης πρόεδρος Μουν, ο οποίος είναι ο άμεσα ενδιαφερόμενος, δεν δίστασε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Τραμπ όταν ξεκαθάρισε δημοσίως ότι η οποιαδήποτε απόφαση για στρατιωτική δράση θα πρέπει να ληφθεί όχι στην Ουάσινγκτον αλλά στη Σεούλ, η οποία μάλιστα διατηρεί και δικαίωμα βέτο.
Επειδή, λοιπόν, όπου υπάρχει καπνός συνήθως υπάρχει και φωτιά, είναι προφανές ότι κάτι σοβαρό και εξαιρετικά επικίνδυνο συνέβη και συμβαίνει στην περιοχή του Βόρειου Ειρηνικού και στη Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας και της Ιαπωνίας. Τόσο σοβαρό και επικίνδυνο που, αν μη τι άλλο, δεν δικαιολογεί την αντιμετώπισή του ως ενός ακόμη… τηλεοπτικού Survivorή ενός δυνάμει πολέμου που θα γίνεται αντικείμενο σχολίων από τον καναπέ.
Τι είναι, όμως, αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει και πού μπορεί να οδηγήσει;
Ας είμαστε σαφείς: Το πρόβλημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναιδύο τύποι που έχουν αποφασίσει να παίξουν πόλεμο από τον Λευκό Οίκο και τα καταφύγια της Πιονγκγιάνγκ, πατώντας τα κουμπιά των πυραύλων και του Τουίτερ. Το πρόβλημα, ουσιαστικά, δεν είναι καν η Βόρεια Κορέα. Όπως δεν ήταν – για να ανατρέξουμε σε ορισμένες άλλες γνωστές και σύγχρονες περιπτώσεις γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων που έχουν λάβει πολεμική διάσταση – ούτε η Συρία, ο «μακελάρης» Άσαντ και οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, ούτε η Κριμαία, οι αυτονομιστές της Ουκρανίας και ο δήθεν ψυχροπολεμικός και στυγνός Πούτιν.
Η ρίζα του κακού και των κινδύνων που συνεπάγεται βρίσκεται στην αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στα μεγάλα καπιταλιστικά-ιμπεριαλιστικά κέντρα του πλανήτη, η οποία σφραγίζεται από τη σταδιακή και σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ και την άνοδο της Κίνας και άλλων χωρών (μαζί και την επάνοδο της Ρωσίας), που διεκδικούν ολοένα μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα.
Πρόκειται για μια εξέλιξη σε μεγάλο βαθμό αντικειμενική με βάση την ιστορία του κεφαλαίου και την (εθνική και υπερεθνική) διαδικασία συσσώρευσής του, η οποία ωστόσο επιταχύνεται από τη συνεχιζόμενη κρίση. Από την αδυναμία, δηλαδή, του κεφαλαίου να βρει μια αξιόπιστη «συνταγή» ανάταξης και σταθεροποίησης της κερδοφορίας – με άλλα λόγια, να ξεπεράσει την κρίση αυτή με τρόπο ριζικό και βιώσιμο. Κι αυτό είναι ένα γεγονός που οδηγεί αφενός σε εμβάθυνση της αντιδραστικής τομής και των αναδιαρθρώσεων και, αφετέρου, σε παροξυσμό όλων των αντιθέσεων, παλιών και νέων.
Αναμφίβολα, η εκλογή Τραμπ είναι ένα στοιχείο το οποίοεπιδρά καθοριστικά στην όξυνση των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών. Το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», το οποίο απλοϊκά και αφελώς ερμηνεύτηκε από κάποιους ως σάλπισμα γενικής υποχώρησης της μέχρι σήμερα μοναδικής πραγματικά παγκόσμιας υπερδύναμης, αποδεικνύεται ότι έχει μια εντελώς διαφορετική διάσταση: Διότι μπορεί οι ΗΠΑ να είναι αναγκασμένες να επανεξετάσουν συνολικά τη θέση τους και τις συμμαχίες τους, στο φόντο των νέων δεδομένων και συσχετισμών, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι έτοιμες να εγκαταλείψουν αμαχητί τα κεκτημένα και τα συμφέροντά τους.
Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει και θα συμβεί: Όσο αυξάνεται η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας και της ηγεμονίας τους τόσο θα επιχειρούν πιο επιθετικά να κατοχυρώσουν τις θέσεις που θεωρούν ζωτικής σημασίας για το παρόν και το μέλλον. Σε αυτή τη διαδικασία, θα υπολογίζουν ολοένα λιγότερο τη στάση ή τις επιφυλάξεις των παραδοσιακών τους συμμάχων ή την ανάγκη να τηρούνται οι ισορροπίες, έστω για τους τύπους, στους διεθνείς οργανισμούς, που ούτως ή άλλως αποτελούν «αποτύπωμα» της προηγούμενης εποχής. Και θα κάνουν ό,τι κάνουν,χρησιμοποιώντας τα δύο τρομακτικά όπλα που έχουν στη διάθεσή τους – είτε χώρια είτε συνδυαστικά: την ισχυρότερη στρατιωτική μηχανή στην ιστορία της ανθρωπότητας και το ισχυρότερο νόμισμα που γέννησε ο καπιταλισμός, το δολάριο.
Από αυτή την άποψη, είναι μάλλον καθαρό τι επιχειρούν να κάνουν οι Αμερικανοί με την Κίνα, την οποία άλλωστε ο Τραμπ είχε βάλει στο στόχαστρο από την προεκλογική του εκστρατεία – και άρα κανείς, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για μια ακόμη κωλοτούμπα. Επιλέγοντας, για προφανείς λόγους, να μην συγκρουστούν κατά μέτωπο μαζί της, επιχειρούν να την πλαγιοκοπήσουν ασκώντας ασφυκτικές πιέσειςστη Β. Κορέα και, λίγο νοτιότερα, εκμεταλλευόμενοι της αντιδράσεις της Ιαπωνίας και άλλων χωρών της περιοχής για τον επεκτατισμό και την επιθετικότητα του Πεκίνου.
Μάλιστα, ο νυν πρόεδρος και κορυφαίοι υπουργοί του έφτασαν να διαμηνύσουν προς τους Κινέζους ότι στην περίπτωση που «αδειάσουν» το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ, τότε θα τους προσφέρουν ως αντάλλαγμα πιο ελεύθερο εμπόριο και ακόμη μεγαλύτερη πρόσβαση στην αμερικανική αγορά – ενώ άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο να δεχθούν και κάποιες από τις διεκδικήσεις τους στην ευρύτερη περιοχή.
Ο Κιμ, όμως, διαβλέποντας έγκαιρα ότι εάν άφηνε ρωγμές θα είχε την τύχη του Σαντάμ Χουσεΐν και του Καντάφι, αντέδρασε ακαριαία και ουσιαστικά πρόλαβε να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού. Χρησιμοποιώντας και επιδεικνύοντας διαρκώς το μοναδικό αποτελεσματικό όπλο που έχει στη διάθεσή του, τους πυραύλους και τα πυρηνικά του, έστειλε το μήνυμα ότι θα αντιδράσει καίρια σε κάθε εγχείρημα με στόχο την ανατροπή του, μετατρέποντας την περιοχή σε κόλαση του Δάντη. Εμπλέκοντας αυτομάτως και την Κίνα, η οποία δεν θα μπορεί και δεν θα θέλει σε μια τέτοια περίπτωση να σφυρίζει αδιάφορα.
Το δε Πεκίνο, παίρνοντας το μήνυμα και ταυτόχρονα ανησυχώντας για τα σχέδια των ΗΠΑ, έβαλε γρήγορα τη δική του κόκκινη γραμμή, παρά τη δυσφορία του για τις τάσεις… αυτονόμησης του Κιμ: Έσπευσε να διαμηνύσει, στις αρχές Αυγούστου, ότι εάν εκδηλωθεί προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος στη γειτονική χώρα, θα την σταματήσει – με απλά λόγια, απείλησε τους Αμερικανούς με πόλεμο!
Πλέον, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μοιάζει με γόρδιο δεσμό για την Ουάσινγκτον, η οποία έχει δύο επιλογές: Είτε να κάνει λίγο πίσω είτε να τον κόψει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται – και όλα δείχνουν ότι θα επιλέξει το πρώτο, χωρίς φυσικά αυτό να αποκλείει περαιτέρω πολεμικές δηλώσεις ή ακόμη και «θερμά επεισόδια».
Όσο για τη Ρωσία, τον έτερο μεγάλο ανταγωνιστή της υπερδύναμης, είναι γνωστό ότι ο Τραμπ είχε κάτι άλλο στο μυαλό του όταν έμπαινε στον Λευκό Οίκο: Να τα βρει μαζί της ώστε να μπορέσει πιο εύκολα και αποτελεσματικά να «στριμώξει» τους Κινέζους. Όμως, το κατεστημένο και το «βαθύ κράτος» της Ουάσινγκτον είχε διαφορετική γνώμη και, για την ώρα, μοιάζει να επικρατεί συντριπτικά και να επιβάλει τη γραμμή του.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις, έχει ενδιαφέρον η «ψυχρή» ανάγνωση του Πούτιν: «Ο Τραμπ δεν είναι η νύφη μου, ούτε εγώ είμαι ο γαμπρός του», είπε ερωτηθείς εάν αισθάνεται απογοητευμένος. Και συνέχισε, χαρακτηρίζοντας αφελείς όσουτς πιστεύουν κάτι διαφορετικό: «Ο Τραμπ καθοδηγείται στις ενέργειές του από τα εθνικά συμφέροντα της χώρας του και εγώ από της δικής μου. Θα είναι ευτύχημα εάν καταφέρουμε, όπως έχει ο ίδιος πει, να βρούμε κάποιους συμβιβασμούς για να επιλύσουμε τα διμερή και τα διεθνή προβλήματα».
Τόσο απλά και καθαρά.
Ο παγκόσμιος πόλεμος δεν είναι (σήμερα) πιθανός
Καθώς η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, έχει φέρει βίαια την ανθρωπότητα στη νέα εποχή των πολέμων, ουδείς μπορεί και δικαιούται να υποτιμήσει τους κινδύνους παγκόσμιας ανάφλεξης που συνεπάγονται οι εξελίξεις στην Κορεατική Χερσόνησο. Κυρίως δε, ο εντεινόμενος ανταγωνισμός στον Ειρηνικό, όπου «διασταυρώνονται» τα συμφέροντα Αμερικανών, Κινέζων και Ρώσων – μαζί και μιας σειράς πιο αδύναμων, αλλά πάντως ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων.
Εξάλλου, σε εκείνη ακριβώς την περιοχή υπάρχει και ένα δεύτερο μέτωπο το οποίο τυπικά δεν έχει κλείσει με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι δύο άμεσα ενδιαφερόμενοι επίσης δεν έχουν υπογράψει οριστική συνθήκη ειρήνης.Ένα μέτωπο που αφορά το σύμπλεγμα τεσσάρων νησιών που ελέγχονται από τους Ρώσους, οι οποίοι τα ονομάζουν Νότιες Κουρίλες, όμως οι Ιάπωνες θεωρούν ότι τους ανήκουν δικαιωματικά και γι’ αυτούς είναι οι λεγόμενες Βόρειες Περιοχές.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μεταφέρουν σταδιακά στον Ειρηνικό το μεγαλύτερο μέρος του στόλου και των αεροπλανοφόρων τους, ο διαρκής εξοπλισμός της Κίνας και ο επανεξοπλισμός της Ιαπωνίας, καθώς και η αυξανόμενη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας, ασφαλώς δεν αποτελούν τυχαία γεγονότα. Αποδεικνύουν ότι από εκεί, ίσως περισσότερο από ό,τι στη Μέση Ανατολή ή τη Βαλτική, πηγάζουν οι πιο σοβαροί κίνδυνοι για την ειρήνη.
Ωστόσο, οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας ένα παράγοντα ο οποίος είναι καθοριστικός και δεν μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε τις γεωπολιτικές εξελίξεις του σήμερα με βάση τα εργαλεία του παρελθόντος. Κι αυτός δεν είναι άλλος από τα πυρηνικά όπλα.
Αμερικανοί, Ρώσοι και Κινέζοι διαθέτουν σήμερα στα οπλοστάσιά τους τόσες κεφαλές που αρκούν για να καταστρέψουν και να καταστήσουν ακατοίκητο τον πλανήτη όχι μία, αλλά εκατό φορές. Οι δεΒορειοκορεάτες, αν και κανείς δεν είναι βέβαιος όσον αφορά στην ποιότητα και τελειότητα των δικών τους πυρηνικών, αναμφίβολα έχουν τη δυνατότητα να μετατρέψουν τη Νότιο Κορέα σε κρανίου τόπο.
Ακόμη και στην περίπτωση ενός γενικευμένου πολέμου με συμβατικά όπλα – πέρα από τον κίνδυνο να «εκτραπεί» ανά πάσα στιγμή σε πυρηνικό ολοκαύτωμα – οι απώλειες θα είναι τρομακτικές, καθώς μιλάμε για εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια νεκρούς.
Προφανώς, αυτά τα γνωρίζουν τα επιτελεία Δύσης και Ανατολής. Και επειδή το κεφάλαιο διαθέτει ένστικτο αυτοσυντήρησης και επιβίωσης, το σενάριο ενός τρίτου παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος θα ξεσπάσει και θα εκτυλιχθεί για πρώτη φορά μακριά από το έδαφος της Ευρώπης δεν μοιάζει να είναι σήμερα ιδιαιτέρως πιθανό.
Αύριο, βεβαίως, κανείς δεν ξέρει, μιας και η κρίση θα οξυνθεί περαιτέρω…
Απειλές και εμπάργκο βοηθούν το καθεστώς Κιμ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ
Το γεγονός ότι, για τους λόγους που περιγράφηκαν ήδη εν συντομία, μια γενικευμένη σύγκρουση με πυραύλους, βόμβες και στρατιώτες δεν είναι σήμερα ένα σενάριο που συγκεντρώνει αρκετές πιθανότητες στην περιοχή της Κορέας, δεν σημαίνει πως το κεφάλαιο και οι ιμπεριαλιστές δεν έχουν τη δυνατότητα να διεξάγουν πολέμους με άλλα μέσα, κυρίως οικονομικά και τεχνολογικά. Ειδικά ο δυτικός καπιταλισμός και πρωτίστως οι ΗΠΑ, έχοντας την αναμφισβήτητη υπεροχή στις αγορές και τις τεχνολογίες αιχμής, μπορούν να εκβιάσουν αποτελεσματικά και να προκαλέσουν σοβαρές απώλειες (ακόμη και φυσικές) σε αντιπάλους και ανταγωνιστές,χρησιμοποιώντας αυτά ακριβώς τα όπλα.
Άλλωστε, το έκαναν και συνεχίζουν να το κάνουν με διάφορες χώρες του πλανήτη που στάθηκαν εμπόδιο στα σχέδιά τους, όπως η Κούβα, το Ιράν, η Βενεζουέλα και, βεβαίως, η Βόρεια Κορέα. Και μάλιστα, το έκαναν όχι μόνο επιχειρώντας να «στραγγαλίσουν» τις ίδιες και να τις στερήσουν ακόμη και από βασικά προϊόντα (όπως πετρέλαιο, φάρμακα και τρόφιμα), αλλά επιβάλλοντας κυρώσεις και στους συμμάχους τους.
Αυτό ακριβώς, πέρα από τις απειλές που εκτοξεύει καθημερινά, κάνει ο Τραμπ, διαμηνύοντας ότι ενδέχεται να χτυπήσει οικονομικά όποιον δεν δεχθεί να συμμετέχει στον αποκλεισμό της Πιονγκγιάνγκ. Για να είμαστε δε ειλικρινείς, ειδικά στην περίπτωση της Κίνας και της Ρωσίας, του έρχεται «γάντι», μιας και θα του δώσει ένα ακόμη επιχείρημα για να επιβάλλει προστατευτικά μέτρα σε διάφορα επίπεδα, χωρίς μάλιστα να κινδυνεύει να τον χαρακτηρίσουν ως αντίπαλο του ελεύθερου εμπορίου.
Αυτός που κυρίως την πληρώνει και θα συνεχίσει να την πληρώσει, βεβαίως, είναι ο λαός της Βόρειας Κορέας, ο οποίος βρίσκεται ούτως ή άλλως υπό το καθεστώς ενός άγριου και απάνθρωπου εμπάργκο από τους Αμερικανούς εδώ και αρκετές δεκαετίες. Κι αυτό όχι μόνο διότι στερείται βασικών υλικών αγαθών, τα οποία θα του έδιναν τη δυνατότητα να απολαύσει τις αναμφισβήτητες κατακτήσεις σε θέματα όπως η υγεία και η εκπαίδευση, αλλά και η εργασία, που αποτελούν ουσιαστικά και κατοχυρωμένα καθολικά δικαιώματα. Αλλά και επειδή, με τον τρόπο αυτό, με την αίσθηση του διαρκούς αποκλεισμού και της απειλής, γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή η απόλυτη κυριαρχία ενός αναμφισβήτητα δικτατορικού καθεστώτος, που σε επίπεδο ηγεσίας δεν διαφέρει και πολύ από την «ελέω θεού» αντιδραστική οικογενειοκρατική μοναρχία του παρελθόντος.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η περίπτωση της Βόρειας Κορέας και του Κιμ δεν έχει καμία σχέση με λαϊκή δημοκρατία, όπως θέλει να δηλώνει η επίσημη ονομασία της χώρας. Ωστόσο, αυτό είναι το λιγότερο που απασχολεί τους Δυτικούς, μιας και έχουν αποδείξει ότι εφόσον εξυπηρεούνται τα σχέδιά τους, μπορούν μια χαρά να κάνουν μπίζνες με εξίσου ή και περισσότερο αυταρχικά καθεστώτα – όπως με της Σαουδικής Αραβίας, της Αιγύπτου ή ακόμη και της Κίνας.
Εμάς, όμως, οφείλει να μας απασχολεί. Όπως και το ερώτημα πώς και υπό ποιους όρους μπορεί να επιβιώσει ένας περικυκλωμένος λαός που θα επιλέξει να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο.