ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Στις 27/8/2011 η Πανελλαδική Διάσκεψη του ΚΚΕ αποφάσισε την επίσημη πολιτική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη. Θεώρησε ότι είχε δίκιο ως προς την εκτίμησ ή του για τη Συμφωνία της Βάρκιζας, πράγμα όμως που δεν δικαιώνει τη στάση του απέναντι στη συλλογική θέση του Κόμματος και την παραβίαση από αυτόν της κομματικής πειθαρχίας και την αξιοποίηση της φήμης και του σεβασμού που είχε κατακτήσει την προηγούμ,ενη περίοδο ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ. Η στάση του αυτή που συνιστούσε ρήξη με τη θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, δεν καθιστά μετά θάνατον δυνατή την αποκατάσταση και της κομματικής του ιδιότητας (Ριζοσπάστης, 27/8/2017). Αυτή η σχιζοφρενική απόφαση είχε προκαλέσει έντονο θόρυβο και την εποχή της λήψης της, δημιουργώντας αλγεινή εντύπωση όχι μόνο στους αγωνιστές της Αριστεράς, αλλά και στους προοδευτικούς ανθρώπους και στις νεότερες ηλικίες ιδιαίτερα. Είναι δυνατόν, ένα κόμμα που διεκδικεί τη θέση της πρωτοπορίας για τη δημιουργία της κοινωνίας της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της λογικής να καταδικάζει κορυφαίο στέλεχός του, όχι μόνον εν ζωή, όταν οι πιέσεις, ο φόβος της ευθύνης, οι σκοπιμότητες της συνδιαλλαγής της καθοδήγησης του ΚΚΕ με την εξουσία εξηγούσαν μια τέτοια στάση, χωρίς να τη δικαιολογούν βέβαια, αλλά και μετά θάνατον ν’ αποφασίζει τη στέρηση της κομματικής του ιδιότητας, αν και αναγνωρίζει την ορθότητα της πολιτικής του εκτίμησης για τη Συμφωνία της Βάρκιζας;
Είναι δυνατόν αντί να δικαιώνεται, έστω μετά θάνατον, ένα στέλεχος για την πολιτική ευφυία και την ηθική τόλμη του να συγκρουστεί με την ολέθρια τότε πολιτική του ΚΚΕ (όπως και το ίδιο παραδέχεται), αντί να τιμάται που διακύβευσε την πολιτική του υπόσταση, για να σώσει την τιμή του κόμματος, αντί να ανυψώνεται σε πρότυπο αγωνιστικότητας και ευθύνης για τις νεότερες γενιές, να του απονέμεται το στίγμα του «διαγραμμένου»;
Είναι δυνατόν με μιαν εκβιαστική μομοφωνία να αποτρέπονται ή να διορθώνονται οι λανθασμένες αποφάσεις;
Το ΚΚΕ, δυστυχώς, είναι ένα κόμμα πωρωμένο στο δογματισμό και την αυτοαναφορικότητά του, ώστε καμιά κριτική δεν πρόκειται να το «συγκινήσει».
Επειδή όμως στους χαλεπούς καιρούς μας έχει καταρρακωθεί το πρότυπο, τόσο της ρεφορμιστικής, όσο και της δογματικής Αριστεράς, και διαπιστώνεται από ευρύ τμήμα της Αριστεράς η ανάγκη συγκρότησης ενός σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος, που να υπερβαίνει τις αγκυλώσεις μιας χρεοκοπημένης Αριστεράς και ν’ ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες, είναι απαραίτητος ο διάλογος για τον χαρακτήρα και τις αρχές λειτουργίας ενός σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος, ώστε ν’ αποτελέσει μια μεγάλη τομή στην πορεία των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Το κομμουνιστικό κόμμα της εποχής μας πρέπει να υποστηρίζει τα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης απ’ τους άμεσους αγώνες ως την επανάσταση για την ανατροπή του καπιταλισμού. Το κομμουνιστικό κόμμα και η λειτουργία του, δεν πρέπει ν’ αποτελεί αυτοσκοπό και να υποκαθιστά την εργατική τάξη. Οι στόχοι και η πολιτική του, επομένως, δεν είναι καθαγιασμένοι και εξ ορισμού σεβαστοί, ακόμη κι αν απ’ το ίδιο κρίνονται λανθασμένοι, όπως στην περίπτωση Βελουχιώτη. Το υπέρτατο κριτήριο δεν είναι η άνευ όρων υποταγή στην πολιτική του κόμματος, αλλά η αταλάντευτη συμβολή του Κόμματος στην εκπλήρωση απ’ την εργατική τάξη της κοσμοϊστορικής αποστολής της. Ούτε πρέπει το Κόμμα να επιχειρεί να υποκαταστήσει την εργατική τάξη, δίνοντας προτεραιότητα στη δική του ενίσχυση και δράση και όχι στην ανάταση της εργατικής τάξης , ούτε να απαιτεί υποταγή των πάντων στην κομματική γραμμή του, αντι να προωθεί μια πλουραλιστική ενότητα της εργατικής τάξης και τη συμμαχία με τις άλλες εργαζόμενες δυνάμεις.
Ωστόσο, η ενότητα σκέψης και δράσης αποτελεί αναπόδραστη ανάγκη (ιδιαίτερα σε συνθήκες ενός αντιδραστικότατου καπιταλισμού) του σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος, για ν’ αντιπαλέψει επιτυχώς με τους θεούς και τους δαίμονες του καπιταλισμού. Η ενίσχυση του βίαιου και συγκεντρωτικού χαρακτήρα του καπιταλισμού στο σύγχρονο στάδιό του, καθιστά εύκολο τον θρίαμβό του επί αντισυστημικών κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων, που εκφυλίζονται σε λέσχες συζητήσεων, σε δίκτυα οριζόντιας επικοινωνίας και οργάνωσης, σε κατά το δοκούν ενότητα δράσης. Η ενότητα δράσης του κομμουνιστικού κόμματος και των άλλων αντισυστημικών δυνάμεων είναι θεμελιώδης όρος για την κατίσχυσή τους επί των αστικών δυνάμεων. Η ενότητα δράσης στο κόμμα και το μέτωπο δεν μπορεί να είναι μονοφωνική και να ταυτίζει την ενότητα δράσης «με τη σιγή νεκροταφείου». Βασική και απαράβατη λειτουργική αρχή του σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος είναι η αρχή της εργατικής δημοκρατίας, με συστατικά της την ελεύθερη εξαντλητική συζήτηση και τη δυνατότα της μειοψηφίας να μετατρέπεται σε πλειοψηφία, δρώντας όμως ως ρεύμα σκέψης, κατά περίπτωση, και όχι ως παγιωμένη, με εσωτερική οργάνωση, διχαστική και εφ’ όλης της ύλης αντιπολίτευση.