ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται φέτος, στις 18 Σεπτέμβρη, από την στυγερή δολοφονία του αντιφασίστα μουσικού Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι. Το οργανωμένα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής με τις ευλογίες του αστικού κράτους και της αστυνομίας, πιστά στις βρόμικες ιστορικές παρακαταθήκες των πολιτικών τους προγόνων, έκαναν αυτό που ξέρουν καλύτερα. Επιτέθηκαν θρασύδειλα μες το σκοτάδι, με στόχο να σιγήσουν ένα νέο άνθρωπο ο οποίος περήφανα μέσα από τα τραγούδια του και την πολιτική του δράση κατάφερε να μείνει όρθιος στην εποχή των σκυμμένων. Η δολοφονική επίθεση της 18ης του Σεπτέμβρη, δεν είχε στόχο μόνο το πρόσωπο του Παύλου Φύσσα. Αντίθετα, επεδίωξε μέσα από τον ωμό παραδειγματισμό να στείλει ένα μήνυμα φόβου και τρομοκράτησης σε κάθε κομμάτι της κοινωνίας, που εν δυνάμει μπορεί να συμβάλλει στην υπόθεση της αντίστασης και του αγώνα απέναντι στην εξαθλίωση της κρίσης.
Όσο και αν τα αστικά μέσα προσπαθούν πλέον να σβήσουν από τη μνήμη μας τον άδικο χαμό του Παύλου και να τον ανάγουν σε μία «άτυχη στιγμή» μιας τυχαίας συμπλοκής δύο ακραίων – περιθωριακών στοιχείων (βλ. προσομοίωση ναζισμού – κομουνισμού), η ιστορία γράφει και δεν ξεγράφει. Η δολοφονία Φύσσα ήταν μια πράξη με ξεκάθαρο πολιτικό υπόβαθρο, απόρροια ενός ευρύτερου – αδιαφανούς σχεδιασμού των ηγετικών κλιμακίων της Χρυσής Αυγής και των ισχυρών διασυνδέσεων με τους κρατικούς μηχανισμούς (επίσημους ή μη). Για το Φύσσα και για όλα τα υπόλοιπα αιμοδιψή εγκλήματα που έχουν διαπράξει οι φασίστες της ΧΑ, θα λογοδοτήσουν στο λαϊκό κίνημα τόσο «τα ενεργά της μέλη», που σαν παραστρατιωτική οργάνωση επιδιώκουν να τρομοκρατήσουν κάθε μειονότητα και αγωνιστές, όσο όμως και εκείνοι οι θύλακες εντός του αστικού πολιτικού προσωπικού και του μεγάλου κεφαλαίου, που συνειδητά έθρεψαν το τέρας του φασισμού προκειμένου να εκπληρώσουν τις δικές τους πολιτικές και οικονομικές στοχεύσεις.
Το ζήτημα του φασισμού στην Ελλάδα του σήμερα όχι μόνο παραμένει επίκαιρο και μετά την δολοφονία του Φύσσα και την δίκη της ΧΑ αλλά αντίθετα η αντιμετώπισή του είναι επιτακτικότερη, καθώς κλιμακώνονται τα σκληρά οικονομικά μέτρα φτωχοποίησης του λαού και εξελίσσεται η σταδιακή προσαρμογή της φασιστικής ΧΑ στο σοβαροφανές φάσμα του πολιτικού κόσμου: με την ολοένα και μεγαλύτερη υιοθέτηση αστικών χαρακτηριστικών (πολιτικός λόγος, εμφάνιση, «στροφή στη νομιμότητα»), αξιοποιώντας και τα πρότυπα που λειτουργεί τα τελευταία χρόνια η ακροδεξιά σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (βλ. Λεπέν).
Τεράστιο καθήκον του λαϊκού κινήματος, ιδιαίτερα μπροστά στην προσπάθεια «σοβαροποίησης» της ΧΑ και την ανησυχητική αύξηση ιδιόμορφων ακροδεξιών ρευμάτων ανά το κόσμο, είναι η αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής και ευρύτερα του φασισμού στα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη. Όπως σε κάθε ιστορική φάση που το κεφάλαιο επιδίωκε την υλοποίηση μεγάλων τομών σε οικονομικό – κοινωνικό επίπεδο, έτσι και σήμερα (σε καιρό παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης δηλαδή) επιστρατεύει τις υπάκουες σε αυτό φασιστικές ορδές προκειμένου να τσακίσουν κάθε πιθανή αντίσταση και να διαχύσουν στο σύνολο της κοινωνίας τις βάρβαρες λογικές της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, του εθνικισμού με στόχο την διαίρεση της πληττόμενης πλειοψηφίας και τον διεμβολισμό της. Έτσι λοιπόν, στην Ελλάδα της κρίσης συνεχίζονται τα πάρε – δώσε μεταξύ κύκλων του κεφαλαίου και των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής. Στόχος αυτής της συνεργασίας δεν είναι άλλος από την ευκολότερη εμπέδωση των μνημονιακών μέτρων στην ελληνική κοινωνία, κάτι που επιτάσσει το τσάκισμα των σωματείων, των εργατικών συλλογικοτήτων και τη φίμωση κάθε αγωνιστικής φωνής (βλ. Ξυλοδαρμό φοιτητή από φασίστες στον Ερυθρό). Η ολομέτωπη μάχη απέναντι στον φασισμό συνεπώς αρχή γενομένης από τις πορείες της επόμενης βδομάδας οφείλει να πάρει ποιοτικά αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά, προκειμένου να μπορέσει η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι να τσακίσουν τους φασίστες στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές. Για να πραγματοποιηθούν όμως τα παραπάνω, απαιτείται μια διαρκής μετωπική αντιφασιστική πάλη, που μέσα από τον πολιτικό λόγο που θα εκφράζει αλλά και τις κομβικές δράσεις της θα μπορεί να χαρίζει διάρκεια και ανώτερη ποιότητα συγκρότησης (ντόπιοι, μετανάστες) στην αντιφασιστική πάλη του λαού και της νεολαίας.
Στους βίαιους καιρούς που ζούμε, όπου η κρίση έχει αναπτύξει διεθνώς τις τάσεις κυνισμού, η διαφύλαξη της μνήμης ενός δικού μας ανθρώπου αποκτά βαρύνουσα σημασία. Ο Παύλος δολοφονήθηκε γιατί επέλεξε να πάει κόντρα στους καιρούς και να μην υποταχθεί στις βάρβαρες τάσεις της εποχής μας. Δολοφονήθηκε, γιατί αρνήθηκε τον στείρο κόσμο της σημερινής πολιτισμικής βιομηχανίας που λειτουργεί ψυχρά με ποσοστά κέρδους / ζημιάς και έγραψε τραγούδια βγαλμένα από την περηφάνια της εργατικής τάξης, οραματιζόμενος έναν άλλο καλύτερο κόσμο. Δολοφονήθηκε γιατί αν ζούσε θα ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες που θα εξέφραζε το μίσος και την οργή κάθε αντιφασίστα για τις φασιστικές δολοφονίες στο Σάρλοτβιλ των ΗΠΑ, όπου οι ναζί προχώρησαν σε επίδειξη δύναμης ιστορικών διαστάσεων εκμεταλλευόμενοι το εύφορο για εκείνους πολιτικό κλίμα που καλλιεργεί η ρατσιστική πολιτική του Τραμπ.
Έτσι λοιπόν, και επειδή το λαϊκό κίνημα και οι αγωνιστές του δεν ξεχνούν τους νεκρούς τους, ούτε «κάνουν ησυχία» μπροστά στα παιχνίδια του κεφαλαίου και των αστικών κρατών που κρούουν τα τύμπανα του πολέμου ώστε να επεκτείνουν την κερδοφορία τους και να εδραιώσουν την κυριαρχία τους, η ανάδειξη όλων των παραπάνω ζητημάτων και μετουσίωση τους σε μάχιμη πολιτική δράση απέναντι στο φασισμό και το σύστημα που το γεννά, παίρνει δεσπόζουσα θέση στην πολιτική και κινηματική ατζέντα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Με κρίκους την αποφασιστική μάχη απέναντι σε κάθε εμφάνιση της φασιστικής απειλής, την ανάδειξη του πραγματικού ρόλου του φασισμού ειδικότερα σε περιόδους κρίσης και την αξία χρήσης του από το κεφάλαιο. Είναι απαραίτητη η αποφασιστική πάλη κατά της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ και της πολιτικής της, που όχι μόνο κλιμακώνει την μνημονιακή αστική επίθεση, αλλά και στο συγκεκριμένο πεδίο δεν έκανε τίποτα για την εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από φασιστικούς θύλακες και την αντιμετώπιση της εγκληματικής δράσης της ΧΑ. Απεναντίας, βλέπουμε να παίζει επικίνδυνα – εθνικιστικά παιχνίδια στο Αιγαίο, εντάσσοντας και τους φασίστες της Χρυσής Αυγής στον «εθνικό κορμό» (βλέπε κοινοβουλευτική επίσκεψη στο Καστελόριζο). Επίσης κρατάει ανέπαφο τον κρατικό μηχανισμό, ενώ συνεχίζει την ίδια ρατσιστική πολιτική για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Τα υπόλοιπα αστικά μνημονιακά κόμματα έχουν βαριές ευθύνες για την επώαση του φασισμού, ενώ ρίχνουν νερό στο μύλο των νεοναζί με την εξομοίωση κομμουνισμού – ναζισμού.
Το λαϊκό κίνημα μέσα από τον πολιτικό του λόγο αλλά και μέσα από αποφασιστικές δράσεις στο επίπεδο του δρόμου, οφείλει να αποτινάξει από τη λαϊκή συνείδηση κάθε λογική «καθαρότητας» της Χρυσής Αυγής ή εξίσωσή της με το κομμουνιστικό κίνημα και να βάλει γερά τα θεμέλια για μια μαζική – λαϊκή απάντηση απέναντι σε κάθε εκδοχή του φασισμού.