του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Παρά τις αμοιβαίες κραυγές και τους εκατέρωθεν αφορισμούς οι δύο πόλοι του δικομματισμού, στην πραγματικότητα, συγκλίνουν περισσότερο στην κοίτη του καπιταλισμού, του ευρωπαϊσμού, της κυρίαρχης αντιλαϊκής πολιτικής. Σ’ αυτό το πλαίσιο κυρίαρχο αφήγημα αναδεικνύονται οι επενδύσεις και η επιχειρηματικότητα και η διεκδίκηση από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ του πρωτείου στην προσέλκυση και αποδοτικότητα τους… Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να διεμβολίσει το συντηρητικό ακροατήριο της ΝΔ, όχι μ’ ένα περιορισμένο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, όπως αυτό της ΔΕΘ του 2014, αλλά προτάσσοντας ένα καθαρά καπιταλιστικό αφήγημα ανάπτυξης και επενδύσεων προς το συλλογικό κοινωνικό όφελος, επιχειρώντας με το πρόσημο «δίκαιη» στο ανάπτυξη να αποδώσει σ’αυτήν μια ψευδώνυμη ταξική χροιά. Διαφοροποίηση που ανατρέπεται απ’ την πραγματικότητα νέων μέτρων απ’ τα διαφαινόμενα δημοσιονομικά κενά του 2017 αλλά και λόγω της κατάργησης του ΕΚΑΣ, της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις το 2019, τη δραστική μείωση του αφορολόγητου το 2020 ή και νωρίτερα και τα θηριώδη πλεονάσματα του 3,5% επί πενταετία, που θα κατακρεουργήσουν τις λαϊκές τάξεις.Με τέτοιο κατακλυσμό αντιλαϊκότητας αποτελεί θρασύτατη δημαγωγία η επίκληση μιας «δίκαιης» ανάπτυξης. Στην «ευγενή άμιλλα» των δύο μονομάχων για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, η ΝΔ αυτοπροβάλλεται ως η αρμοδιότερη για την προσέλκυση επενδύσεων, αφού κινείται στον φυσικό της χώρο και από άποψη ιδεολογίας και εμπειρίας, παρουσιάζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ ως άπειρο μαθητευόμενο που θέλει και δεν θέλει τις επενδύσεις.
Αλλά και η ΝΔ επιχειρεί να διεισδύσει στα χωρικά ύδατα του ΣΥΡΙΖΑ, προσθέτοντας κάποιες πινελιές «φιλολαϊκότητας» στο νεοφιλελεύθερο πρόσωπό της. ‘Οσο κι αν η στυγνή μνημονιακή πραγματικότητα περιορίζει τη δημαγωγία των δύο «μονομάχων», αυτοί εφευρίσκουν τρόπους να καλλιεργήσουν αυταπάτες στις λαϊκές τάξεις για βελτιώσεις στο βιοτικό τους επίπεδο. Η ΝΔ πιστή στον νεοφιλελεύθερο κυνισμό (συμφωνία αλήθειας τον αποκαλεί) ήταν πολύ πιο φειδωλή στην παροχολογία. Προσεγγίζοντας όμως την εκλογική νίκη, φαίνεται ότι οι επικοινωνιακοί σύμβουλοί της συνιστούν και ένα φιλολαϊκό προφίλ,αναγκαίο κατά τα προεκλογικά ειωθότα στη χώρα, ώστε ο υποψήφιος νικητής να δημιουργεί ρεύμα νίκης. Γι’ αυτό, επανέλαβε η ΝΔ το νεοφιλελεύθερο πιστεύω της για την επιδίωξη «επενδυτικής έκρηξης». Αλλά σ’ αυτόν τον ακρογωνιαίο λίθο επιχείρησε να οικοδομήσει και ένα φιλοκοινωνικό προσωπείο, σε αντίθεση με προηγούμενες διατυπώσεις. Επιβεβαίωσε κατηγορηματικά τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων απ’ το 29% στο 20%. Έδωσε έμφαση στην προσέλκυση νέων επενδύσεων που θα δημιουργήσουν κανονικές νέες θέσεις εργασίας. Διαβεβαίωσε τους υποψήφιους επενδυτές ότι η έγκριση των επενδυτικών τους προτάσεων θα γίνονται με διαδικασίες fast track, δηλαδή, με επιφανειακό έλεγχο: «Ξεκινώντας από τις στρατηγικές επενδύσεις, κάθε δημόσια αρχή θα έχει αποκλειστική προθεσμία για την άσκηση της αρμοδιότητάς της. Απόλυτη προτεραιότητα για τη νέα Κυβέρνηση θα είναι η ταχύτατη υλοποίηση των σχεδιασμένων ιδιωτικοποιήσεων. Και η προώθηση εμβληματικών επενδύσεων, όπως το Ελληνικό και οι Σκουριές. Για λόγους και ουσιαστικούς και συμβολικούς». Οι συμβολικοί λόγοι αφορούν, προφανώς, το να πειστούν οι ξένοι επενδυτές να επενδύσουν στη χώρα μας με ασφάλεια, ταχύτητα και υψηλή απόδοση, όταν θα προχωρήσουν ταχύτατα επενδύσεις, όπως το Ελληνικό και οι Σκουριές, για τις οποίες υπάρχουν σφοδρές λαϊκές και επιστημονικές αντιδράσεις. Παράλληλα, ο Μητσοτάκης υποσχέθηκε στους ξένους Κροίσους πακτωλό επιδοτήσεων και οικονομικών διευθετήσεων, για να αξιωθούν να πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις τους στη χώρα. Ο Μητσοτάκης αμιλλώμενος τον Τσίπρα (που με μια συμφωνία Μπανανίας ξεπούλησε την Τραινοσέ στους Ιταλούς αντί 50 περίπου εκατομμυρίων, επιβαρύνοντας το Δημόσιο με τα χρέη της εταιρείας, ύψους 700 εκατομμυρίων ευρώ), επαγγέλεται χρηματοδότηση των επενδυτών, με γαλαντομία, από τρεις πηγές: Την καλύτερη «παραγωγική» αξιοποίηση των ΕΣΠΑ, τη γρήγορη καταβολή των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα και την αποκατάσταση ρευστότητας, απ’ το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, χωρίς την οποία καμία επιχείρηση δεν επενδύει, τοποθετώντας μόνο δικά της κεφάλαια. Και σε μια φιλοκαπιταλιστική έξαρση, ο Μητσοτάκης εισάγει το «λευκό μητρώο επιχειρήσεων», προσφέροντας κίνητρα με μειωμένες εισφορές για τις συνεπείς ασφαλιστικά επιχειρήσεις που σέβονται τους εργαζόμενους και δεν βαρύνονται με εργασιακές παραβάσεις. Αντί να περιορίσει τον Μεσαίωνα που επικρατεί στην αγορά εργασίας, εφαρμόζοντας ακόμη και την ισχύουσα νομοθεσία (όπως είχε υποσχεθεί και ο Τσίπρας, χωρίς να κρατήσει βέβαια το λόγο του) προσφέρει πρόσθετα κίνητρα στα μονοπώλια, για να τηρήσουν τις αυτονόητες νομοθετημένες υποχρεώσεις τους! Κι όμως σ’ αυτήν την ακραία φιλοκαπιταλιστική πολιτική, ο Μητσοτάκης, επιχειρεί να προσδώσει φιλεργατικό-φιλολαϊκό πρόσωπο! Παίρνοντας μαθήματα απ’ τη σοσιαλφιλελεύθερη αντίληψη της «υγιούς επιχειρηματικότητας» και του «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», κατακεραυνώνει «την επιχειρηματικότητα που λειτουργεί βασιζόμενη σε προνομιακές σχέσεις με τις τράπεζες, στη φοροδιαφυγή και στη μαύρη εργασία. Που δεν σέβεται το περιβάλλον και δεν στηρίζει τους εργαζόμενους». Απεναντίας επαινεί την αντίθετη επιχειρηματικότητα: «Ναι στην επιχειρηματικότητα που μοιράζει το μέρισμα της επιτυχίας στους εργαζόμενους. Ναι στους επιχειρηματίες πατριώτες, όχι στους λαθρεπιβάτες του παρασιτικού καπιταλισμού»! Ποιος φανταζόταν έναν Μητσοτάκη «αντικαπιταλιστή»! Αυτά κελεύει όμως η αδυσώπητη πάλη για τον κυβερνητικό θώκο… Ο Μητσοτάκης δεν αρκείται, όπως σε προγενέστερες διατυπώσεις του σε μιαν αφηρημένη και αυτόματη αντίληψη του «κοινωνικού προσώπου» του νεοφιλελευθερισμού. Εξακολουθεί να ταυτίζει την κοινωνική πολιτική με την ανάπτυξη και την κερδοφορία που αυτή επιφέρει και να την αντιπαραθέτει στη σοσιαλδημοκρατική πολιτική των επιδομάτων: «Η καλύτερη κοινωνική πολιτική σήμερα είναι να βρούμε στους ανέργους δουλειές. Δεν είναι να διαχειριζόμαστε τους ευρωπαϊκούς πόρους, για να δίνουμε κάποια επιδόματα, τα οποία –όπως όλοι γνωρίζουμε– κάποια στιγμή θα τελειώσουν».
Το νέο στοιχείο στη ρητορική του Μητσοτάκη για την κοινωνική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού είναι η ενεργητική και φερέγγυα διαμεσολάβηση της ΝΔ μεταξύ θεσμών, κεφαλαίου και λαού, ώστε να πειστούν οι καπιταλιστές ότι είναι δυνατό ένα άλλο μίγμα περιοριστικής πολιτικής, πιο ανθρώπινης και πιο αποτελεσματικής. Λυδία λίθο για την πειστικότητα του δικού του μίγματος θεωρεί ο Μητσοτάκης την αξιοπιστία της ΝΔ — αλλά και ένα «συνεκτικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» που θα προτείνει στους εταίρους (χωρίς όμως να αποκαλύπτει το περιεχόμενό του). Στην «αξιοπιστία» της ΝΔ αντιπαραθέτει την αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ , που «θριάμβευσε το πρώτο εξάμηνο του 2015» αλλά και το μέρισμα που διένειμε στους συνταξιούχους, απ’ την υπεραπόδοση μιας αιματηρής φορολόγησης χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους δανειστές. Η αποδοχή της πρότασης Μητσοτάκη δεν εδράζεται ούτε σε μια δέσμη «παροχών», για να εκμεταλλευτεί την ασυνέπεια του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε σε μια διαδικασία «διαρκούς διαπραγμάτευσης» με τους δανειστές, όπως διατείνεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Εναποθέτει την πρότασή του στην κρίση και την εμπιστοσύνη των δανειστών, στην αξιοπιστία που αποπνέει. Ο Μητσοτάκης διαβεβαιώνει ότι δεν θα διεκδικήσει απλώς, αλλά ότι θα πετύχει μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2%, έναντι του 3,5%. Παράλληλα, υπόσχεται μείωση των κρατικών δαπανών, χωρίς να προσδιορίζει ακριβώς ποιες και το ύψος τους, για τις οποίες ευελπιστεί ότι οι δανειστές δεν θα εγείρουν αντιρρήσεις.
Εντέλει, η περισπούδαστη νέα πρόταση του Μητσοτάκη συνίσταται στην προσδοκία ενός σοκ επενδύσεων με ατού τους εξευτελιστικούς όρους και την επάνοδο στην αποτυχημένη συνταγή των ισοδυνάμων, ώστε να μειωθούν τα εξοντωτικά πρωτογενή πλεονάσματα και να υπάρξει χώρος για σχετική ελάφρυνση της περιοριστικής μνημονιακής πολιτικής: Μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων απ’ το 29% στο 20%, καθώς και των μερισμάτων των μετόχων κατά 5%. Μείωση του φόρου και των εισφορών των ελευθεροεπαγγελματιών και των μικρομεσαίων, που κατά μέσον όρο απορροφούν τα 2/3 του εισοδήματός τους. Μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% σε δύο χρόνια. Θέσπιση εισαγωγικού συντελεστή 9% μέχρι τις 10.0000 ευρώ (αφού ο Μητσοτάκης ομολογεί ότι δεν θα καταργήσει τον νόμο Τσίπρα για μείωση του αφορολόγητου στα 5.600 ευρώ) για τα φυσικά πρόσωπα και 1.000 ευρώ για κάθε παιδί. Κατάργηση του φόρου αλληλεγγύης, «όταν η οικονομία θα αναπτύσσεται γοργά», «κατάληξη» σε δύο συντελεστές ΦΠΑ, 11% και 22%. Βελτιωμένη εφαρμογή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, το οποίο η ΝΔ εφάρμοσε πρώτη. Ωστόσο, αν και οι κοινωνικές ανισότητες διερύνθηκαν τα τελευταία τρία χρόνια επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το όψιμο, προεκλογικό κοινωνικό πρόσωπο της ΝΔ δεν πείθει.