του Δημήτρη Τζιαντζή
Σε προεκλογικούς ρυθμούς κινείται το επικοινωνιακό επιτελείο της Νέας Δημοκρατίας, στο πλαίσιο του άτυπου ντιμπέιτ στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ηγετική ομάδα της Πειραιώς προχωρούν σε ρετούς και εξωραϊσμό της επιθετικής νεοφιλελεύθερης ατζέντας τους, σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι διαρροές προς το κέντρο. Σε αυτό το πλαίσιο λέξη κλειδί είναι η «επανεκκίνηση» που υπόσχεται για τη χώρα, την οικονομία και τις επενδύσεις, την πιο χιλιοειπωμένη ίσως έννοια της τελευταία οκταετίας. Σε άρθρο του στην Καθημερινή, ο Κυριάκος σκιαγραφεί με πολύ θολό περίγραμμα το «ριστάρτ» που οραματίζεται. Ενώ στην πράξη επενδύει στη δικομματική πόλωση με τον ΣΥΡΙΖΑ, στο κείμενο –που προφανώς έγραψε κάποιος λογογράφος– τάσσεται εναντίον του «ακραίου διχασμού με εμφυλιοπολεμικούς όρους». Η σκληρή ατζέντα μεταρρυθμίσεων και η καρατόμηση των κοινωνικών δαπανών περιγράφεται ως «ένα κράτος λιτό και λειτουργικό». Η φοροασυλία για το μεγάλο κεφάλαιο και ο περιορισμός των εργατικών δικαιωμάτων αναφέρονται ως «στήριξη της ιδιωτικής οικονομίας ως κινητήριο μηχανισμό παραγωγής πλούτου».
«Αν θέλετε επενδύσεις ήρθατε στη σωστή διεύθυνση. Δεν είναι το Μέγαρο Μαξίμου. Είναι εδώ, Πειραιώς 62», δήλωσε περιχαρής υποδεχόμενους τους εκπροσώπους των «κοινωνικών εταίρων» (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕ και ΣΕΤΕ) στο γραφείο του, υποσχόμενος να μετατρέψει την Ελλάδα σε επενδυτικό και επιχειρηματικό παράδεισο! Ο Κ. Μητσοτάκης τόνισε πως η ανάπτυξη και οι θέσεις εργασίας θα έρθουν μέσα από τον ιδιωτικό τομέα και τις ιδιωτικές επενδύσεις, τις οποίες το κόμμα του θα ενισχύσει. Για άλλη μια φορά απέφυγε, πάντως, να περιγράψει συγκεκριμένα ποια θα είναι τα μέτρα στα οποία θα προχωρήσει.
Κωμικοτραγική είναι η ευχή-προτροπή του Κυριάκου προς τους εταίρους για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, οι οποίες «δεν μπορεί να είναι με μισθούς των 360 ευρώ και την ελαστική απασχόληση που έχει επιβάλει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά με μισθούς αντίστοιχους της ποιότητας του εργατικού δυναμικού». Οι συνεχείς αναφορές για τις δουλειές που «πρέπει να έχουν» οι νέοι και τη μελλοντική αξία του …πτυχίου που θα αποκτήσουν, αποτελούν «προεκλογικό δόλωμα» για την πλειοψηφία των νέων ψηφοφόρων. Η αντίφαση του Κυριάκου είναι ότι από τη μια εξαγγέλλει «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας και υπόσχεται απόλυτη συμμόρφωση στις μνημονιακές επιταγές και, από την άλλη, κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για την επιβολή της ελαστικής εργασίας και τις αμοιβές πείνας (το Πρώτο Θέμα αναφέρθηκε χαρακτηριστικά σε …«μισθούς Στάλιν»). Αυτό που αποκρύπτει είναι ότι το οικονομικό μοντέλο που ευαγγελίζεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πολλές ομοιότητες με το πείραμα της Χιλής του Πινοσέτ. Όταν η ανεργία έφτασε σε επίπεδα-ρεκόρ και η πείνα έγινε επιδημία, οι νεοφιλελεύθεροι του Σικάγο δεν δέχτηκαν καμιά ευθύνη και επέμεναν ότι το πρόβλημα δεν εντοπιζόταν στην επιθετική συνταγή τους αλλά στο ότι αυτή δεν εφαρμοζόταν με την αναγκαία αυστηρότητα. Έτσι και η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, δύο χρόνια μετά την εκλογική και πολιτική της ήττα, επιδιώκει την «ολική επαναφορά» έχοντας ως κύριο σύμμαχό της τη σημερινή κυβέρνηση που εκλέχτηκε για να ανατρέψει αυτές τις πολιτικές και κατέληξε να υπηρετεί και να υπερασπίζεται τον «μονόδρομο της λιτότητας». Το επιχείρημα του Κυριάκου είναι: «αφήστε μας να εφαρμόσουμε εμείς αυτές τις πολιτικές τις οποίες πιστεύουμε». Στο μείγμα προστίθενται και ισχυρές δόσεις κοινωνικού κανιβαλισμού. Ο Τσίπρας εμφανίζεται ως προστάτης και εγγυητής της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων, ενώ ο Μητσοτάκης επενδύει στον κοινωνικό αυτοματισμό και υπόσχεται να καταργήσει το «προνόμιο της ασυλίας» που απολαμβάνουν οι δημόσιοι υπάλληλοι σε αντίθεση με αυτούς του ιδιωτικού τομέα. Στην πράξη, η σημερινή κυβέρνηση στρώνει το δρόμο στην πιο σκληρή εκδοχή της μνημονιακής λιτότητας που εκφράζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τα συνθήματα, οι όμορφες λέξεις και τα προεκλογικά προγράμματα στα χρόνια των μνημονίων δεν είναι παρά χάντρες, καπνός και καθρεφτάκια για ιθαγενείς, τα οποία πετιούνται στον κάλαθο των αχρήστων την επόμενη μέρα των εκλογών.