Την ώρα που στους δρόμους του Αμβούργου είχε ξεσπάσει πραγματικός πόλεμος ανάμεσα στους πραιτωριανούς του συστήματος και τις δεκάδες χιλιάδες των διαδηλωτών, μέσα στις αίθουσες της συνόδου διεξαγόταν μια διαφορετική μάχη, με πρωταγωνιστές τους πολιτικούς εκπροσώπους των ισχυρότερων μερίδων του παγκόσμιου κεφαλαίου. Αυτά τα δύο, άλλωστε, πάνε πάντα μαζί…
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
Η σύνοδος κορυφής της ομάδας των G20 στο Αμβούργο αποτέλεσε τον καθρέφτη των οξυνόμενων ανταγωνισμών των ηγετικών καπιταλισμών, αλλά και της αλληλεξάρτησής τους, των εύθραυστων και εναλλασσόμενων προσεγγίσεων. Η αγωνιώδης προσπάθεια αύξησης της κερδοφορίας τους, η διεύρυνση των αγορών, η εξασφάλιση πρώτων υλών και ροών ενέργειας, αυξάνει την ανταγωνιστικότητα και επιθετικότητα των ηγετικών καπιταλισμών.
Στον απόηχο των μαχητικών διαδηλώσεων, οι ηγήτορες των ισχυρότερων καπιταλισμών επιδίωξαν την εξασφάλιση συμβιβασμών, κυρίως σε τρία κυρίαρχα ζητήματα της συγκυρίας: στον επαπειλούμενο εμπορικό πόλεμο που θα προκληθεί αν ο Τραμπ θεσπίσει περιορισμούς στην εισαγωγή χάλυβα, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την αποδέσμευση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού για την εκπομπή ρύπων και τέλος στις συνεχιζόμενες πυρηνικές δομικές της Βόρειας Κορέας, που δημιουργούν εκρηκτικό κλίμα στον Ειρηνικό.
Η αντίθεση της ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας και του εθνοκρατικού προστατευτισμού κυριάρχησε για μια ακόμη φορά στις ενδοκαπιταλιστικές διαβουλεύσεις. Η κυβέρνηση Τραμπ εξαγγέλλει μέτρα προστατευτισμού, ενστερνιζόμενη τις απαιτήσεις μερίδας του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται κυρίως στην εσωτερική αγορά των ΗΠΑ. Επίδικο ζήτημα στη συγκυρία είναι η απειλή για επιβολή υψηλών δασμών στον χάλυβα, που εισάγεται κυρίως από τη Γερμανία, την Κίνα και τον Καναδά. Αν και οι ΗΠΑ παραμένουν συνολικά η ισχυρότερη καπιταλιστική χώρα, οι απειλές της για έμφαση στον προστατευτισμό οξύνουν τις σχέσεις της με τους ανταγωνιστές της –ακόμη και με εταίρους της στο ΝΑΤΟ– και ευνοούν τις μεταξύ τους προσεγγίσεις.
Έτσι, στη σύσκεψη των G20 αυτή η πολιτική των ΗΠΑ καταγγέλθηκε και εμφανίστηκε απομονωμένη. Οι ηγέτες της ΕΕ απηύθυναν αυστηρή προειδοποίηση στον Τραμπ. Ο πρόεδρος της Κομισιόν Γιουνκέρ τόνισε ότι «η Ευρώπη είναι έτοιμη να αντιδράσει αμέσως και επαρκώς». Την παραμονή των G20, εξάλλου, ΕΕ και Ιαπωνία είχαν υπογράψει συμφωνία εμπορικής συνεργασίας, περιορίζοντας τις δυνατότητες για τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Η αιτία για την επίσπευση αυτής της συνεργασίας βρίσκεται στην απόσυρση των ΗΠΑ απ’ τη Συμφωνία του Ειρηνικού (ΤΡΡ), την οποία η κυβέρνηση Τραμπ έκρινε ασύμφορη για τις ΗΠΑ. Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού της Ιαπωνίας και των προέδρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στρέφονται σαφώς κατά του προστατευτισμού.
«Με την καταρχήν συμφωνία της οικονομικής εταιρικής σχέσης, η Ευρώπη και η Ιαπωνία αποδεικνύουν στον κόσμο […] ότι το ελεύθερο εμπόριο, με σαφείς και διαφανείς κανόνες […] παραμένει ένα σημαντικό εργαλείο, για να προωθήσουμε την ευημερία στις κοινωνίες μας. Η συμφωνία οικονομικής εταιρικής σχέσης ΕΕ-Ιαπωνίας θα αποτελέσει τη βάση μιας στρατηγικής εταιρικής σχέσης για το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, έναντι του προστατευτισμού», τονίζεται στην ανακοίνωση.
Επιπλέον, οι ηγέτες της G20 επιχείρησαν να πείσουν τον Τραμπ να αλλάξει στάση στο θέμα της κλιματικής αλλαγής και να μην αποσυρθούν οι ΗΠΑ από τη συμφωνία του Παρισιού. Η σύνοδος και στο θέμα αυτό κατέγραψε την απομόνωση του Τραμπ και του εθνοκεντρισμού του, επισημαίνοντας ότι τα κράτη-μέλη της ομάδας, πλην ΗΠΑ, είναι αποφασισμένα να εφαρμόσουν τη συγκεκριμένη συμφωνία.
Βέβαια, δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες. Αυτή η απόφαση δεν διαπνέεται από πραγματική ευαισθησία για την προστασία του περιβάλλοντος. Εκδηλώνεται στο βαθμό που υπηρετεί τα κερδοσκοπικά κίνητρα. Διότι πίσω από τη μέριμνα για το περιβάλλον κρύβονται μεγάλα συμφέροντα μονοπωλιακών ομίλωνν που δραστηριοποιούνται σε τομείς, όπως οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, το φυσικό αέριο, τα βιοκαύσιμα, η ανακύκλωση, η ηλεκτροκίνηση στην αυτοκινητοβιομηχανία. Σε αυτούς τους τομείς τεράστιες είναι οι επενδύσεις ιδίως του κινεζικού κεφαλαίου.
Σε αντιπερισπασμό προς το κλίμα απομόνωσης ο Τραμπ συζήτησε για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πούτιν σε μια συνάντηση που διήρκεσε 140 λεπτά. Στον κατάλογο περιλαμβάνονταν τα θέματα των κυβερνοεπιθέσεων από ρώσους χάκερς, της φερόμενης εμπλοκής των Ρώσων στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές, της Βόρειας Κορέας και της Συρίας. Αν και η συνάντηση χαρακτηρίστηκε εποικοδομητική και διαπιστώθηκε στη διάρκειά της καλή «χημεία» μεταξύ τους, τα αποτελέσματα δεν δικαιολογούν αυτή την εκτίμηση. Οι Ρώσοι δεν δεσμεύτηκαν ότι δεν θα παρέμβουν ξανά στις αμερικανικές υποθέσεις, ούτε για ενεργότερη παρέμβαση στη Βόρεια Κορέα. Από την άλλη, επιτυχία, εύθραυστη όμως, θεωρείται η ανακοίνωση εκεχειρίας στη νοτιοδυτική Συρία και η συμφωνία για την καθιέρωση ενός μόνιμου δίαυλου επικοινωνίας των δύο ηγετών.
Πάντως, η πιθανότητα ενός «άξονα» με τον Πούτιν που καλλιέργησε ο Τραμπ στην αρχή της θητείας του αποδεικνύεται σαφώς αβάσιμη, αφού προσκρούει σε ανειρήνευτες οικονομικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις που τελευταία οξύνονται. Ακόμη και στη Συρία, οι προσεγγίσεις και αντιθέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας αλληλοδιαδέχονταν. Τεταμένες είναι αντιθέσεις για το θέμα της Ουκρανίας, αλλά και στην ανατολική Ευρώπη, όπου τελευταία έχουν ενισχυθεί επιθετικοί σχηματισμοί του ΝΑΤΟ σε σύγχρονα πυραυλικά συστήματα. Η αντιπαλότητα εντείνεται από τη θέληση δώδεκα χωρών της περιοχής να μειώσουν την ενεργειακή εξάρτησή τους απ’ τη Ρωσία, εισάγοντας υγροποιημένο φυσικό αέριο, το οποίο ασμένως διέθεσε ο Τραμπ.
Μετά από όλα αυτά, ο καθένας μπορεί να ερμηνεύυσει όπως θέλει το τελικό ανακοινωθέν της Συνόδου της G20, που επιβεβαίωσε τα εξής:
– Τη μάχη κατά του εμπορικού προστατευτισμού, αναγνωρίζοντας το ρόλο των εργαλείων της νόμιμης εμπορικής άμυνας — άποψη που ο Τραμπ ερμήνευσε ως παραχώρηση στις απόψεις του.
– Το σημαντικό ρόλο του διεθνούς εμπορικού συστήματος που στηρίζεται σε κανόνες.
– Τη δέσμευση για τη βελτίωση των μηχανισμών διαπραγμάτευσης, παρακολούθησης και επίλυσης διαφορών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).
– Τη δέσμευση των χωρών-μελών των G20, πλην των ΗΠΑ, ότι η συμφωνία του Παρισιού για την προστασία του κλίματος είναι μη αναστρέψιμη.
– Τη συνεργασία των ΗΠΑ με άλλες χώρες, προκειμένου να επιτευχθεί η πιο καθαρή και αποδοτική αξιοποίηση ορυκτών καυσίμων.