του Κυριάκου Νασόπουλου
Αποτυχία καταγράφει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην απόπειρα επιβολής της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων με τον ν. 4369/2016, μετά τη συντριπτική συμμετοχή των δημοσίων υπαλλήλων σε υπουργεία, νοσοκομεία, δήμους, πανεπιστήμια και υπόλοιπους φορείς του Δημοσίου στην απεργία-αποχή κατά της αξιολόγησης που είχε κηρύξει η ΑΔΕΔΥ από τον Μάρτιο. Το ζητούμενο από την πλευρά της κυβέρνησης ήταν να περάσει η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς, εκτός των άλλων, αυτό ήταν και προαπαιτούμενο για το κλείσιμο της ερχόμενης αξιολόγησης και το χρονοδιάγραμμα που είχε τεθεί από τους «θεσμούς» για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης που έληγε τον Ιούνιο. Στην προσπάθεια αυτή προσέφεραν τη βοήθειά τους και συνδικαλιστικά κομμάτια στον δημόσιο τομέα, είτε σε περιπτώσεις Διοικητικών Συμβουλίων Ομοσπονδιών και Πρωτοβάθμιων Σωματείων που ψήφιζαν υπέρ της αξιολόγησης και κόντρα στην απόφαση της ΑΔΕΔΥ, είτε, σε άλλες περιπτώσεις, παλινδρομούσαν ανάμεσα στην υποταγή και την αποχή, είτε υπονόμευαν στην πράξη την ειλημμένη συλλογική απόφαση για απεργία-αποχή, αποφεύγοντας τη δράση για την υλοποίησή της. Η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ στην ΑΔΕΔΥ δεν ψήφισε την απόφαση και κράτησε στάση έμμεσης, ακόμα και κραυγαλέας, υπονόμευσής της με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα της διοργάνωσης κομματικής εκδήλωσης στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, σε ώρα εργασίας, με τη συμμετοχή του Βερναρδάκη και θέμα την «αποκάλυψη των μύθων για τους κινδύνους της αξιολόγησης». Οι παρατάξεις ΔΑΚΕ και ΔΗΣΥ (πρώην ΠΑΣΚ) επέμειναν στη διεκδίκηση μιας «καλής» αξιολόγησης, που θα διασφαλιστεί όταν οι προϊστάμενοι-αξιολογητές των υπαλλήλων θα έχουν επιλεγεί και οι ίδιοι «αξιοκρατικά» μετά από κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου, παραγνωρίζοντας ακόμα και αυτό το συμφωνημένο πλαίσιο της απόφασης της ΑΔΕΔΥ που αποκάλυπτε με συνολικό τρόπο τη στόχευση της αξιολόγησης στο Δημόσιο.
Παρόλα αυτά, η πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων δεν πείστηκε ότι αυτή η δήθεν διαφορετική αξιολόγηση έχει ως στόχο το καλό των υπαλλήλων, την προώθηση της «αξιοκρατίας», τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών του κράτους προς την κοινωνική πλειοψηφία ή την επίλυση των χρόνιων προβλημάτων της Δημόσιας Διοίκησης που έχουν οξυνθεί στο έπακρο από την υποστελέχωση, την υποχρηματοδότηση και την προώθηση των νεοφιλελεύθερων και αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων, κατά τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διαλύουν κοινωνικές υπηρεσίες και δομές, με στόχο τη συγκρότηση ενός κράτους στην αποκλειστική υπηρεσία της κερδοφορίας και των αναγκών του κεφαλαίου και απογυμνωμένου από κάθε στοιχείο κοινωνικού κράτους και κράτους πρόνοιας. Είναι πια κοινός τόπος μεταξύ των εργαζόμενων ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα χειροτερεύσουν ακόμα περισσότερο τις εργασιακές τους συνθήκες, θα χρησιμοποιηθούν ως μοχλός εκβιασμού, πειθάρχησης και τρομοκράτησης και σε δεύτερο χρόνο θα αποτελέσουν εργαλείο για κινητικότητα, απολύσεις, σύνδεση μισθού-απόδοσης και μείωση μισθού και μεγαλύτερης διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων.
Άλλωστε τη μαζική ανυπακοή τον δημοσίων υπαλλήλων στην αξιολόγηση επιβεβαιώνει η ίδια η Γεροβασίλη καθώς στις 12 Ιούλη εξέδωσε νέα εγκύκλιο με την οποία ζητάει, ξανά, να προχωρήσει η διαδικασία αξιολόγησης και να συγκεντρωθούν στοιχεία για τη συμμετοχή από όλες τις υπηρεσίες μέχρι τις 8/8! Η εγκύκλιος αυτή είναι ομολογία ήττας από τη μία αλλά και ομολογία σύνδεσης της αξιολόγησης με το σύνολο των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων που επιχειρούνται στο δημόσιο από την άλλη. Γι’ αυτό καταφεύγει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να υπερασπιστεί ιδεολογικά το σύνολο των μεταρρυθμίσεων και να καταλήξει ότι «δεν συνιστά μνημονιακή υποχρέωση αλλά συνταγματική επιταγή»!
Είναι η δεύτερη φορά που οι δημόσιοι υπάλληλοι μπλοκάρουν συλλογικά νόμο για την αξιολόγηση. Η πρώτη φορά ήταν το 2014, όταν ο Μητσοτάκης, ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, στο νόμο για την αξιολόγηση επέβαλε το 15% των αξιολογούμενων να βαθμολογούνται κάτω από τη βάση υποχρεωτικά! Η κραυγαλέα εκείνη ρύθμιση έκανε άμεσα αντιληπτό ότι η αξιολόγηση οδηγούσε σε απολύσεις και κανιβαλισμό. Η μεγάλη αντίδραση στη βάση των εργαζόμενων είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση από την ΑΔΕΔΥ της ανυπακοής και της πρότασης για αποχή από την αξιολόγηση. Ήταν η πρώτη φορά που μια τέτοια μορφή απεργίας, με τη μορφή της αποχής από συγκεκριμένο υπηρεσιακό καθήκον, εφαρμοζόταν σε τόσο μεγάλη κλίμακα και αγκαλιάστηκε από το σύνολο σχεδόν των εργαζομένων στο Δημόσιο.
Η κυβέρνηση Σαμαρά είχε καταφύγει στην αστική δικαιοσύνη, προκειμένου να βγάλει την απόφαση για απεργία-αποχή παράνομη και καταχρηστική. Παρά τις τότε καταδικαστικές δικαστικές αποφάσεις η τότε κυβέρνηση ηττήθηκε οριστικά σε αυτό το πεδίο, αφού ο νόμος Μητσοτάκη δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Η σημερινή κυβέρνηση δείχνει ότι ζορίζεται από την απειθαρχία των δημοσίων υπαλλήλων. Σε κάθε περίπτωση, οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες που έδειξαν ανυπακοή πρέπει να γνωρίζουν ότι η μάχη συνεχίζεται.