Η απόρριψη του αιτήματος αναστολής της Ηριάννας και του Περικλή αποτέλεσε έκπληξη, σύμφωνα με τον Κώστα Παπαδάκη, συνήγορο του Τ. Θεοφίλου και δικηγόρο Πολιτικής Αγωγής στην δίκη της Χρυσής Αυγής. Ωστόσο, αν και το Συμβούλιο της Επικρατείας και ο Άρειος Πάγος έχουν αντεργατικό χαρακτήρα, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να χρεωθούν τις πολιτικές επιλογές αυτής της κυβέρνησης και των προκατόχων της, που έχουν θεσπίσει ένα τόσο αντιδραστικό νομικό πλαίσιο.
Συνέντευξη στον Γιώργο Παυλόπουλο
Ελεύθερος ο Τάσος Θεοφίλου, παραμένουν στη φυλακή η Ηριάννα και ο Περικλής. Τελικά, είναι τόσο διαφορετικές οι δύο περιπτώσεις; Ή μήπως η δικαιοσύνη εκτίμησε ότι εμφανίστηκε πολύ χαλαρή στη μία και έπρεπε να σφίξει τα λουριά στην άλλη;
Η απόρριψη της αίτησης αναστολής Ηριάννας-Περικλή ήταν πράγματι μια δυσάρεστη έκπληξη. Τόσο η συνδρομή των απαιτούμενων νομικών προϋποθέσεων (μικρή ποινή, μηδαμινά αποδεικτικά στοιχεία, μεγάλες πιθανότητες αθώωσης στο Εφετείο, υποδειγματική στάση κατηγορουμένων και τήρηση περιοριστικών όρων στη διάρκεια της υποδικίας) όσο και η δυναμική που είχε δημιουργήσει το ευρύτατο κίνημα και η αθώωση Θεοφίλου, ελάχιστα περιθώρια άφηναν για αντίθετη πρόβλεψη. Γι’ αυτό και η απόφαση αυτή πρέπει να εκτιμηθεί σοβαρά και να αξιολογηθεί ως μήνυμα στήριξης των κατασταλτικών μηχανισμών από την κυρίαρχη, δυστυχώς, μερίδα των δικαστών και εισαγγελέων και παράβλεψη του κοινού περί δικαίου αισθήματος αλλά και ως μήνυμα εκδίκησης προς την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για τη συμπεριφορά της απέναντι στη δικαστική εξουσία.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης και στελέχη της κυβέρνησης δήλωσαν απογοητευμένοι και δυσαρεστημένοι από την ετυμηγορία. Διαβλέπεις ειλικρίνεια ή υποκρισία στη στάση τους;
Η κυβέρνηση είναι πράγματι απογοητευμένη. Θα ήθελε την αποφυλάκιση της Ηριάννας και το έχει δείξει με πολλούς τρόπους. Τέτοιου είδους αποφάσεις λειτουργούν λυτρωτικά και εξιλεωτικά για μια άθλια κυβέρνηση –που και την μνημονιακή πολιτική συνεχίζει και τη στήριξη των κατασταλτικών μηχανισμών έχει αφήσει αλώβητη– και επιζητούνται για ανακούφιση του πολιτικού της ακροατηρίου. Αλλά όσο κύρος έχει απέναντι στην τρόϊκα, άλλο τόσο έχει και απέναντι στους δικαστές. Ούτε τη διεξαγωγή της δίκης της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο δεν μπορεί να επιβάλει.
Πάντως, η εικόνα που αποκομίζει κανείς από τα ΜΜΕ τελευταία είναι ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε πόλεμο με τη δικαιοσύνη και τις ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων…
Είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διέθετε ελάχιστη επιρροή στους κατασταλτικούς μηχανισμούς και στον χώρο της δικαστικής εξουσίας. Προσπάθησε να την αποκαταστήσει, προσεταιριζόμενη ξαφνικά τα ανώτατα στρώματα των δικαστών με την απίθανη και εμφανώς αντισυνταγματική πρόταση παράτασης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησής τους, ώστε οι ανώτεροι δικαστές να παραμένουν μέχρι τα εβδομήντα τους χρόνια ενεργοί, φορείς εξουσίας και οικονομικών απολαβών. Αποτέλεσμα ήταν η πλήρης ρήξη της κυβέρνησης με την πλειοψηφία των δικαστών, που ακόμη δεν της συγχώρησαν ούτε την περσινή διαρροή προσωπικών ιστοριών του αντιπροέδρου του ΣτΕ την περίοδο κρίσης της συνταγματικότητας του νόμου Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες, ούτε την όλη πολιτική του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης και πρώην εισαγγελέα των μηχανισμών, Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, ούτε φυσικά τις προκλήσεις και τους λαϊκισμούς του Πολάκη. Στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις εξουσίες, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επέλεξε τη σύγκρουση με τη δικαστική εξουσία και τη συμμαχία του με την αγωνιζόμενη κοινωνία. Με εξαίρεση τους «νόμους Παρασκευόπουλου» –το ν. 4322/2015 που κατάργησε τον κουκουλονόμο και θέσπισε ευνοϊκούς όρους αποφυλάκισης για μεγάλη κατηγορία κρατουμένων και στη συνέχεια το νόμο 4411/2016 που «παρέγραψε» αρκετά ποινικά αδικήματα– η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διατήρησε σε ισχύ όλο το τρομοκρατικό οπλοστάσιο και, το κυριότερο, εξέπεμψε μήνυμα ασυλίας στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, κάνοντάς τους να αισθάνονται ότι η κυβερνητική αλλαγή δεν έχει αγγίξει, όπως και πράγματι έχει συμβεί, τον τρόπο λειτουργίας και τις επιδιώξεις τους. Το ίδιο συνέβη και με τους δικαστές.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, τελικά;
Στις μέρες μας, που ολοκληρώνεται το πρώτο δικαστικό έτος πλήρους λειτουργίας επί ημερών κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ο απολογισμός είναι τραγικός. Εκατοντάδες καταδίκες διαδηλωτών, απεργών, νεολαίων, μαθητών, υπέργηρων, απαγωγή και ομηρία ανήλικου παιδιού από τους διωκτικούς μηχανισμούς και τώρα η προκλητική απόρριψη της αίτησης αναστολής Ηριάννας-Περικλή. Το γεγονός ότι υπήρξαν και θετικές αποφάσεις (αθώωση Αργυρίου, Καπετανόπουλου, Θεοφίλου), μετά από εξάντληση των δυνατοτήτων κινητοποίησης και παρουσίας της κοινωνίας έξω και μέσα στα δικαστήρια, δείχνει πόσο ισχυρή διαπάλη επικρατεί στους κύκλους της δικαστικής εξουσίας αλλά δυστυχώς αποτελεί την εξαίρεση. Η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στη δικαστική εξουσία, ωστόσο, δεν τον απέτρεψε στη συνέχεια από την προσπάθεια μικροκομματικής της εκμετάλλευσης. Τόσο με την επιχειρηθείσα αύξηση του ορίου ηλικίας όσο και με τη ρητή αποδοκιμασία δικαστικών αποφάσεων που δεν του άρεσαν, καθώς και την προσπάθεια επηρεασμού σε περιπτώσεις εξιλεωτικών αποφάσεων που είχε ανάγκη. Πίστεψε ότι σαν καλό παιδί θα δεχθεί την επιβράβευση των δικαστών αλλά, φυσικά, απέτυχε και είναι φανερό ότι πλέον ό,τι πιάνει στα χέρια του το καίει. Πρόσφατα παρέσυρε και τη ριζοσπαστική Αριστερά σε εσφαλμένη κριτική της απόφασης του ΣτΕ σχετικά με την αντισυνταγματικότητα των παραγραφών, η οποία ερμηνεύθηκε ως απαγόρευση φορολογίας του μεγάλου κεφαλαίου. Όμως, η αξίωση φορολογίας του μεγάλου κεφαλαίου δεν σημαίνει λευκή επιταγή στο αστικό κράτος να νομοθετεί αυταρχικά και να παρατείνει εκ των υστέρων παραγεγραμμένες αξιώσεις του ελληνικού δημοσίου για φορολογία εισοδήματος και πρόστιμα, σέρνοντάς τις με διαδοχικούς νόμους για δέκα χρόνια. Αυτό καταργεί κάθε έννοια ασφάλειας δικαίου και μετατοπίζει το πεδίο πολιτικής ευθύνης από τον ΣΥΡΙΖΑ στους δικαστές. Δεν φταίει το ΣτΕ αν όλες οι κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας, θέσπισαν αντισυνταγματικούς νόμους για την εκ των υστέρων παράταση της συμπληρωμένης παραγραφής. Δεν φταίει μόνο το –αντεργατικό όντως– Ελεγκτικό Συνέδριο εάν ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί σε ισχύ μια σειρά αντεργατικούς νόμους εξαιτίας των οποίων έκρινε μη νόμιμη την καταβολή αποδοχών σε συμβασιούχους. Και δεν φταίει μόνο ο –επίσης αντεργατικός– Άρειος Πάγος, αν η κυβέρνηση δεν βελτιώνει την εργατική νομοθεσία, έτσι που να κατοχυρώνει ρητά τα δικαιώματα των εργαζομένων αντί να τα αφήνει έρμαιο ερμηνείας των δικαστών, αντιγράφοντας την τακτική όλων των προηγουμένων κυβερνήσεων
Η δικαιοσύνη δεν αλλάζει χωρίς ρήξη με την εξουσία
Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι τι ρόλο παίζουν σε αυτή τη διελκυστίνδα; Υπερασπίζονται άραγε τη μία από τις τρεις αστικές εξουσίες από την «πρώτη φορά Αριστερά» ή συμβαίνει κάτι άλλο;
Η αντίδραση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού δεν αποτελεί έκπληξη. Πρόκειται για δυνάμεις που διεκδικούν το ρόλο του εκφραστή του κατεστημένου και των μηχανισμών εξουσίας και είναι φυσικό να συντάσσονται με αυτούς απέναντι σε όποιον τους αμφισβητεί. Ανέκαθεν, άλλωστε, οι αντιπολιτεύσεις κατηγορούσαν τις κυβερνήσεις για έλλειψη σεβασμού στην «ανεξαρτησία της δικαιοσύνης».
Ποιος είναι ο ρόλος που διαδραματίζει σήμερα το σύστημα της δικαιοσύνης; Μπορούν οι εργαζόμενοι να ελπίζουν σε δικαστική δικαίωση απέναντι στα αφεντικά τους και οι κοινωνικοί αγωνιστές απέναντι στους μηχανισμούς καταστολής;
Ο ρόλος της δικαστικής εξουσίας ήταν πάντα ο ίδιος. Αποτελεί κατασταλτικό και ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, θεσμικό εγγυητή της αστικής έννομης τάξης και τιμωρό των εχθρών της και όλα αυτά ενισχύονται εξ’ αιτίας του αντιδημοκρατικού τρόπου συγκρότησής της, του ότι δεν εκλέγεται και ότι δεν ανακαλείται, δεν ελέγχεται και δε λογοδοτεί, ενώ η συμμετοχή των ενόρκων στα δικαστήρια αποψιλώνεται συνεχώς, περιορίζοντας με αυτόν τον τρόπο το ίδιο το συνταγματικό θεσμό της λαϊκής κυριαρχίας. Μια πανίσχυρη, ισόβια και αλώβητη δικαστική εξουσία δεν μπορεί παρά να είναι ο καλύτερος ηγέτης και συντονιστής όλων των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους και συνεπώς συνθήματα περί «ανεξάρτητης δημοκρατίας» ή «αφήστε τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της» ρίχνουν νερό στο μύλο της και καλλιεργούν αποπροσανατολισμό των εργαζομένων και του λαού.
Μπορεί, τελικά, να βελτιώσει κανείς σήμερα το νομικό πλαίσιο, ειδικά στα θέματα της καταστολής και της τρομοκρατίας, χωρίς να έρθει σε ευθεία ρήξη με το σύστημα εξουσίας;
Ασφαλώς και δεν είναι δυνατό να αλλάξει το νομικό πλαίσιο στα ζητήματα καταστολής και τρομοκρατίας χωρίς να έρθει σε ευθεία ρήξη με το σύστημα εξουσίας, γιατί αυτό έχει απόλυτη ανάγκη την καταστολή για να εφαρμόσει την πολιτική του. Η αυταπάτη ότι ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορέσει να σκίσει τα μνημόνια, τουλάχιστον θα μπορέσει να κατοχυρώσει δικαιώματα, σήμερα έχει απομυθοποιηθεί απόλυτα. Λιτότητα και καταστολή πάνε μαζί.
Τελικά, πόσο εύκολο είναι να μπει κάποιος στη φυλακή εφόσον στοχοποιηθεί ή επιλεγεί προς παραδειγματισμό; Όταν αρκεί ένα αμφισβητούμενο δείγμα DNA, φανταζόμαστε…
Είναι πάρα πολύ εύκολο, αφού τα τεράστια και ανεξέλεγκτα περιθώρια υποκειμενικής δικαστικής κρίσης επιτρέπουν το χαρακτηρισμό μιας ένδειξης σε απόδειξη, την ερμηνεία νόμων και διατάξεων εναντίον του κατηγορουμένου και όταν αυτά έχουν μαζί τους το κύρος και τη στήριξη των αστυνομικών μηχανισμών και της πλειοψηφίας των ΜΜΕ, χρειάζονται πάρα πολύ γερό αντίβαρο για να έρθει το αντίθετο αποτέλεσμα. Αυτό αποδεικνύεται και από τις περιπτώσεις Θεοφίλου και Ηριάννας-Περικλή (κατά σύμπτωση και οι δύο κρίθηκαν με οριακές πλειοψηφίες 3-2), πράγμα που δείχνει το μέγεθος, την ισχύ και την ένταση της διαπάλης που εσωτερικεύει την κοινωνικοπολιτική σύγκρουση.