Ο τουριστικός τομέας είναι σημαντικός για την ελληνική οικονομία καθώς η συνολική του συμβολή στο ΑΕΠ εκτιμάται στο 20% με 25%. Πρόκειται για έναν καπιταλιστικό κλάδο στον οποίο παράγεται υπεραξία από τους εργαζόμενους σ’ αυτόν. Εκτός όμως από την καπιταλιστική οικονομική λειτουργία του δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους το ίδιο το προϊόν που παράγει.
του Μπάμπη Συριόπουλου
Ο τουριστικός τομέας συχνά αποκαλείται η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας. Από ποσοτική άποψη είναι σίγουρα σημαντικός. Η άμεση συμβολή του στο ΑΕΠ είναι σχεδόν 10% και η συνολική του συμβολή εκτιμάται 20% με 25%, ενώ κινείται ανοδικά (8,3% το 2013). Στους κλάδους που εμπλέκονται άμεσα με τον τουρισμό (καταλύματα, εστίαση, ταξιδιωτικά πρακτορεία και μεταφορές πάσης φύσεως) εργάζονται πάνω από το 18% των μισθωτών (εννοείται με μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με την εποχή) του ιδιωτικού τομέα, με ανοδική τάση κι εδώ από χρονιά σε χρονιά. Ο τουριστικός τομέας παράγει υπηρεσίες, εμπορεύματα που διαφέρουν από τα τυπικά εμπορεύματα-υλικά αντικείμενα που παράγει η κλασική βιομηχανία, κατά το ότι η στιγμή της παραγωγής τους συμπίπτει με αυτή της κατανάλωσής τους. Πρόκειται για έναν καπιταλιστικό κλάδο στον οποίο παράγεται υπεραξία από τους εργαζόμενους σ’ αυτόν. Ο εξωτερικός τουρισμός μάλιστα, λειτουργεί ως ένας κανονικός εξαγωγικός κλάδος, που στην Ελλάδα ισορροπεί σε μεγάλο βαθμό το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο.
Μία οικονομία ωστόσο η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ένα προϊόν («μονοκαλλιέργεια») είναι ευάλωτη στις διακυμάνσεις της αγοράς. Στην περίπτωση ειδικά του εξωτερικού τουρισμού το εμπορικό κομμάτι του τουριστικού προϊόντος είναι σε μεγάλο βαθμό συγκεντρωμένο σε λίγα χέρια που διαμορφώνουν και κατευθύνουν την τουριστική αγορά. Οι μεγάλοι tour operators είναι μονοπωλιακές επιχειρήσεις που μεσολαβούν ανάμεσα στις χώρες προέλευσης των τουριστών και στους προορισμούς τους, αγοράζουν μαζικά ξενοδοχειακές κλίνες και αεροπορικά εισιτήρια σε χαμηλές τιμές και τελικά «παράγουν» τουριστικά πακέτα που περιλαμβάνουν μεταφορές, διαμονή και συχνά διατροφή, περιήγηση, ενοικίαση αυτοκινήτου κτλ. Οι μεγαλύτεροι όμιλοι, οι γερμανικών συμφερόντων TUI και Thomas Cook και η βρετανική My Travel είναι μεγάλες καθετοποιημένες επιχειρήσεις με δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους και επέκταση σε ξενοδοχειακές αλυσίδες και αεροπορικές εταιρείες. Ενδεικτικό στοιχείο του ελέγχου που ασκούν αυτοί οι όμιλοι στον εξωτερικό τουρισμό είναι το ποσοστό των αφίξεων με πτήσεις charter από τη Βρετανία που ξεπερνά το 90% του συνόλου των αφίξεων από αυτή τη χώρα. Με την κυριαρχία αυτών των ομίλων ο ελληνικός τουριστικός τομέας είναι και με άλλο τρόπο «εξαγωγικός». Οι έλληνες επιχειρηματίες υποχρεώνονται να παραχωρήσουν ένα κομμάτι από την υπεραξία που αποσπούν στα ευρωπαϊκά μονοπώλια που δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα. Την ίδια στιγμή για πολλούς έλληνες εργαζόμενους οι διακοπές είναι άπιαστο όνειρο και πολύ πιο ακριβοπληρωμένες καθότι δεν έχουν τη δυνατότητα να προαγοράζουν μαζικά και μισοτιμής τα τουριστικά προϊόντας. Εκτός όμως από την καπιταλιστική οικονομική λειτουργία του δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους το ίδιο το προϊόν που παράγει ο τουριστικός τομέας. Το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική πρωτοπορία τους αφορούν τα προϊόντα που παράγονται και ως αξίες χρήσης, οι ανθρώπινες ανάγκες που ικανοποιούν και κατ’ επέκταση ο κοινωνικός άνθρωπος που διαμορφώνουν. Ο σημερινός αναπτυγμένος καπιταλισμός είναι δομημένος με βάση συγκεκριμένα καταναλωτικά πρότυπα. Ακόμα και τα υλικά εμπορεύματα δεν κρίνονται με βάση κυρίως την υλική τους χρησιμότητα αλλά γίνονται σύμβολα, «σημεία» που παραπέμπουν σε έναν κόσμο ευημερίας, ατομικισμού και «μοναδικότητας», ανεμελιάς και απόλαυσης. Αυτή η «ατομική» αλλά μαζική και καταναγκαστική ανέφελη ευτυχία γίνεται όλο και περισσότερο δυσπρόσιτη για την εργαζόμενη πλειοψηφία σήμερα, στις συνθήκες της κρίσης και της εργασιακής ανασφάλειας και κατάργησης των εργατικών δικαιωμάτων, αλλά κυριαρχεί ακόμα έστω και ως άπιαστο όνειρο.
Αν αυτά ισχύουν για πολλά υλικά εμπορεύματα, στις υπηρεσίες, ιδίως αυτές που αφορούν στην ψυχαγωγία, στις διακοπές κτλ, αυτά τα χαρακτηριστικά διογκώνονται ακόμα περισσότερο. Η ίδια η έννοια της «υπηρεσίας» προέρχεται από τη φεουδαρχία και προϋποθέτει τη «φυσική» ανισότητα των ανθρώπων. Αν ο καπιταλισμός των υλικών προϊόντων υποτάσσει την ανθρώπινη εργασία, ο καπιταλισμός της βιομηχανίας των υπηρεσιών υποτάσσει τις ανθρώπινες σχέσεις και την επικοινωνία. Επανέρχονται έτσι, παρά την τυπική αστική ισότητα, η φεουδαρχική δουλοπρέπεια. Ο τουρίστας, που μπορεί να είναι εργάτης στη χώρα του, όταν βρίσκεται στο ξενοδοχείο ενός ελληνικού νησιού πρέπει να αισθάνεται σαν άγγλος ευγενής που περιστοιχίζεται από τους ακολούθους του, έτοιμους να ικανοποιήσουν κάθε του επιθυμία και παραξενιά με υποχρεωτικό χαμόγελο και προσομοιωμένη ανθρώπινη ζεστασιά και φιλοξενία. Παίρνοντας υπ’ όψη ότι το τουριστικό προϊόν είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ευρύτερου περιβάλλοντος και της εικόνας της παραλίας, του χωριού, του νησιού, ολόκληρη η χώρα πρέπει να φαίνεται χαμογελαστή και χαρούμενη, χωρίς ταξικές αντιθέσεις και φτώχεια και κυρίως χωρίς κοινωνικούς αγώνες και ανατροπές. Για παράδειγμα, το 1974 με μείωση κατά 31% των αφίξεων έχει χαρακτηριστεί «τουριστική καταστροφή». Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων Τουρισμού (ΣΕΤΕ) είναι πολύ ευαίσθητος με ότι μπορεί να διαταράξει τη γαλήνη των επισκεπτών μας. Σε κατ’ εντολή του έρευνα μετράται η ποσοστιαία δυσμενής επίδραση της προσφυγικής κρίσης στη γερμανική, βρετανική και αμερικανική αγορά και η πολιτεία καλείται να αντιμετωπίσει το προσφυγικό πρόβλημα «ώστε να διασφαλιστεί με κάθε μέσο ότι δεν αλλοιώνεται η καθημερινότητα των τοπικών κοινωνιών{…}και δεν επηρεάζεται η λειτουργία των τουριστικών επιχειρήσεων…». Στην περιοδική έκθεσή του, τον Ιούλιο του 2016, ο ΣΕΤΕ βαθμολογεί πολύ αρνητικά την «διογκωμένη αβεβαιότητα» και την «επαναφορά της άμεσης απειλής του GREXIT» το διάστημα Ιανουάριος-Αύγουστος 2015.
Είναι φανερό ότι από αντικαπιταλιστική σκοπιά ο τουριστικός τομέας δεν μπορεί να είναι η «βαριά βιομηχανία» ούτε η ατμομηχανή της χώρας. Έχει θέση βέβαια ένας άλλος τουρισμός που θα φέρνει σε επαφή τους ξένους επισκέπτες με τους πραγματικούς ανθρώπους της Ελλάδας με τα προβλήματά τους, τους αγώνες τους και κυρίως την αξιοπρέπειά τους.
Η εξάπλωση του Airbnb στην Ελλάδα της κρίσης
Τα τελευταία χρόνια, η πλατφόρμα Airbnb καθώς και οι αντίστοιχες πλατφόρμες της «Οικονομίας του Διαμοιρασμού» (sharing economy) στον τουρισμό παρουσιάζουν ραγδαία «άνθιση» και στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια τάση η οποία ήταν ιδιαιτέρως διαδεδομένη εδώ και χρόνια στο εξωτερικό, καθώς η «Οικονομία του Διαμερισμού» θεωρείται ότι παρέχει την δυνατότητα στους καταναλωτές να μοιράζονται ιδέες, προϊόντα και υπηρεσίες (όπως διαμέρισμα, το αυτοκίνητο κ.ά.) χωρίς ενδιάμεσους, μέσω διαδικτύου, μειώνοντας έτσι το κόστος.
Η πλατφόρμα Airbnb αποτελεί ιδέα του Αμερικανού Μπράιαν Τσέσκι. Ο προερχόμενος από εργατική οικογένεια Μπράιαν Τσέσκι, διευθύνων σύμβουλος και συνιδρυτής της Airbnb σήμερα, πριν από 10 χρόνια μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο από το Λος Άντζελες, μαζί με έναν συμφοιτητή του, προσπαθώντας να στήσουν μια νέα επιχείρηση. Όταν κάποια στιγμή η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, όπου έμεναν, τους ζήτησε αύξηση ενοικίου, οι δυο φίλοι για να καλύψουν τα έξοδα, σκέφτηκαν να υπενοικιάσουν τους κενούς χώρους του διαμερίσματος. Επειδή εκείνη την περίοδο στην πόλη γινόταν ένα βιομηχανικό συνέδριο και όλα τα ξενοδοχεία ήταν γεμάτα, βρήκαν σχεδόν αμέσως τους πρώτους του πελάτες. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα και πλέον η πλατφόρμα Airbnb έχει παρουσία σε 191 χώρες και 34.000 πόλεις, με περισσότερα από 2 εκατομμύρια ακίνητα. Σύμφωνα με την εταιρεία Cowen, μέχρι το 2020 μέσω της Airbnb θα γίνονται καθημερινά 500 εκατ. διανυκτερεύσεις και ένα δισ. διανυκτερεύσεις μέχρι το 2025.
Στην χώρα μας, για την τεράστια εξάπλωση του φαινομένου Airbnb σημαντικοί παράγοντες αποτελούν η μεγάλη κατάρρευση των οικογενειακών εισοδημάτων τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό πάντα με τη συνεχή αύξηση των τουριστικών ροών. Σύμφωνα με περυσινή μελέτη της Grant Thornton, το μέγεθος της συγκεκριμένης αγοράς εκτιμάται στα 1,38-1,45 δισ. ευρώ (περίπου το 10% των συνολικών τουριστικών δαπανών στη χώρα). Συνολικά υπολογίζεται ότι τα καταχωρισμένα ακίνητα στις διάφορες πλατφόρμες ενοικίασης αγγίζουν τα 87.000 είναι, εκ των οποίων τα 31.000 είναι μη πιστοποιημένα.
Μόνο για τον τρέχοντα Ιούνιο, τα διαθέσιμα καταλύματα, στούντιο, διαμερίσματα και βίλες, ανέρχονται σε 20.000 σε πέντε δημοφιλείς προορισμούς, παρουσιάζοντας αύξηση 40% σε σχέση με το 2014. Στην Αθήνα, υπολογίζονται σε 5.000, στην Κρήτη σε περίπου 10.000, στην Θεσσαλονίκη σε 1.000 και στην Ρόδο σε 1.500. Για κάθε κράτηση, η πλατφόρμα Airbnb κρατά το 10%, το 3% από τον ιδιοκτήτη και το υπόλοιπο από τον ενοικιαστή. Για ένα σύγχρονο αυτόνομο σπίτι απαιτούνται περίπου 120 ευρώ την ημέρα, ενώ για μια παρέα τριών-τεσσάρων ατόμων το κόστος ξεκινά από 150 ευρώ την ημέρα.
Σύμφωνα πάλι με έρευνα της Grant Thornton, η απουσία επαρκούς ρυθμιστικού πλαισίου για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα οδηγεί σε απώλεια εσόδων για το κράτος (260-276 εκατ. ευρώ ετησίως), με τους ξενοδόχους να κάνουν λόγο για αθέμιτο ανταγωνισμό.
Πέρα όμως από τις «ανησυχίες» του τουριστικού κεφαλαίου (οι οποίες και δεν ενστερνιζόμαστε), προκύπτουν και άλλα ζητήματα από την ραγδαία εξάπλωση του φαινομένου στην χώρας μας. Αξίζει να προβληματιστούμε γύρω από τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια τέτοια διαδικασία στον κοινωνικό ιστό, με τα σπίτια κάθε γειτονιάς να μετατρέπονται ανά πάσα στιγμή σε ξενώνες και οι μόνιμοι κάτοικοι σε ιδιοκτήτες-ενοικιαστές.