Οι τελευταίες προβλέψεις για τις εκλογές της 8ης Ιουνίου δείχνουν μία σημαντική μείωση της διαφοράς μεταξύ των Τόρις και των Εργατικών. Ωστόσο, κάθε πρόβλεψη είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη,αφού το εκλογικό σύστημα στο Ηνωμένο Βασίλειο στηρίζεται σε 650 μονοεδρικές περιφέρειες, με το νικητή της κάθε μίας να εκπροσωπεί την περιφέρεια στη Βουλή των Κοινοτήτων.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΣΙΝΗΣ, ανταπόκριση από το Ηνωμένο Βασίλειο
Στις 8 Ιουνίου, οι Βρετανοί πολίτες θα κληθούν να εκλέξουν τη νέα κυβέρνηση που θα οδηγήσει το Ηνωμένο Βασίλειο στις διαπραγματεύσεις για την έξοδο από την ΕΕ και θα διαχειριστεί τις προσπάθειες για τη συνολική αντιμετώπιση της κρίσης. Αυτή, μάλιστα, θα είναι η πρώτη φορά από το 1974 που διεξάγονται πρόωρες εκλογές στη χώρα. Ενώ, όμως, πολλοί περίμεναν ότι η προεκλογική εκστρατεία θα επικεντρωθεί στο τεράστιο θέμα του Brexit, όπου οι Τόρις εμφανίζονται πολύ πιο συσπειρωμένοι σε σχέση με τους Εργατικούς, τελικά η πλειοψηφία της πολιτικής κουβέντας εστιάζει στο κοινωνικό ζήτημα. Η ουσία της αντιπαράθεσης έχει μεταφερθεί εκεί τόσο λόγω της σιγουριάς των Τόρις ότι είναι κυρίαρχοι στο θέμα αυτό όσο και εξαιτίας του προγράμματος των Εργατικών, που ασχολείται κυρίαρχα με το κοινωνικό ζήτημα. Έτσι, πρακτικά, πέντε ημέρες πριν τις εκλογές τα χαρτιά των κομμάτων για τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ δεν έχουν ανοίξει. Οι Συντηρητικοί και προσωπικά η πρωθυπουργός Μέι δεσμεύτηκαν για θέσπιση ανώτατου ορίου αμοιβής στους διευθύνοντες συμβούλους των πολυεθνικών ομίλων και ανέδειξαν ως προτεραιότητα τη μετανάστευση, εις βάρος των συμφερόντων της επιχειρηματικής τάξης που επιθυμεί ελεύθερη πρόσβαση στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά, η ζωή με το νυν κυβερνόν κόμμα θα συνεχίσει να είναι και σκληρή και άδικη.
Οι μισθοί αυξάνονται με μικρότερο ρυθμό από ότι ο πληθωρισμός, οι περικοπές συνεχίζονται στο κοινωνικό κράτος, οι άστεγοι πολλαπλασιάζονται με γοργό ρυθμό, ενώ παράλληλα η Μέι υπόσχεται μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου. Επίσης, οι Συντηρητικοί περιέλαβαν στο μανιφέστο τους, πέραν της ιδιωτικοποίησης και των περικοπών στη χρηματοδότηση του δημοσίου συστήματος υγείας και της εκπαίδευσης, μια πρωτόγνωρη επίθεση κόντρα στην ηλικιακή ομάδα η οποία αποτελεί το προπύργιό τους: Την τρίτη ηλικία. Με περικοπές στην κοινωνική φροντίδα και επιβάρυνση με το μεγαλύτερο τμήμα του κόστους για την περίθαλψή τους. Παρά δε το ότι, μετά τη γενική κατακραυγή, η Μέι προσπάθησε να μπαλώσει τα πράγματα, στην ουσία με την κίνησή της αυτή έβλαψε το κύρος της ως «σιδηρά ηγέτιδα».
Οι Εργατικοί, από την άλλη, υπόσχονται επανακρατικοποίηση των σιδηροδρόμων και του ενεργειακού δικτύου, καθώς και ανάσχεση της ιδιωτικοποίησης των ταχυδρομείων. Επιπλέον, στοχεύουν στη βελτίωση του δημόσιου συστήματος υγείας, την κατάργηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια και την παροχή δωρεάν γευμάτων σε όλους τους μαθητές. Για τη χρηματοδότηση αυτών των παροχών, παρ’ όλο που δεν δίνουν πολύ πειστικές απαντήσεις, υπόσχονται την κατά 5% αύξηση της φορολογίας στα υψηλά εισοδήματα και στις επιχειρήσεις. Τέλος, δεσμεύονται για αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου και για κατάργηση των συμβολαίων μηδενικών ωρών.
Όμως, ακόμη και με τη χώρα εκτός ΕΕ, οι πολιτικές αυτές είναι δύσκολο να εφαρμοστούν αλλά και να βελτιώσουν σημαντικά τη ζωή των εργαζομένων. Η αιτία είναι ότι δεν συγκρούονται με τις βασικές επιλογές του κεφαλαίου –όπως θα γινόταν αν προωθούσαν μία βαριά φορολόγηση του κεφαλαίου, τη γενναία αύξηση των μισθών και την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των τραπεζών– ενώ παράλληλα έχουν «θολή» (και πάντως όχι αρνητική) γραμμή για την ΕΕ και στηρίζουν το ΝΑΤΟ. Επίσης, προέρχονται από ένα συστημικό κόμμα το οποίο έχει, προσφάτως και επανειλημμένως, εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, ενώ πολύ σημαντική είναι η αδύναμη παρουσία των κοινωνικών κινημάτων. Τα επιχειρηματικά κοράκια το αναμένουν, άλλωστε, στη γωνία.
Πριν αναφερθούμε στις θέσεις της Αριστεράς, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε τη μοναδική κατάσταση που υπάρχει στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον ιστορικό εγκλωβισμό συνδικάτων και αριστερών οργανώσεων στους Εργατικούς, παρ’ όλη τη λιτότητα, τους πολέμους και τη «νεοφιλελευθεροποίησή» τους τη δεκαετία του 2000. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε το γεγονός ότι τα συνδικάτα είναι εκείνα που ίδρυσαν το Εργατικό Κόμμα το 1900 και όχι το ανάποδο — και οι εκλογές του 2017 επαληθεύουν για μια ακόμη φορά την παραπάνω πραγματικότητα. Έτσι, το σύνολο της Αριστεράς, η οποία θεωρείται ριζοσπαστική για τα δεδομένα της χώρας και αποτέλεσε τον κορμό της αριστερής πλατφόρμας για την έξοδο από την ΕΕ, αμέσως μετά την προκήρυξη των εκλογών συντάχθηκε σθεναρά και τις περισσότερες φορές άκριτα με τον Κόρμπιν. Θέτοντας ως μοναδικό «αστερίσκο» μία κριτική στη δεξιά τους πτέρυγα και μία λογική μετεκλογικής παρουσίας στο δρόμο, ώστε να εξασφαλιστούν αυτά που υπόσχονται οι Εργατικοί.
Είναι γεγονός ότι σε κάποιες από τις εκλογικές αναμετρήσεις, ειδικότερα μετά το 2000, τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς είχαν σχηματίσει –εκλογικά και μόνο είναι η αλήθεια– μέτωπα. Ο εγκλωβισμός των αριστερών κομμάτων όμως στους Εργατικούς μεγάλωσε με την εκλογή του Κόρμπιν στην αρχηγία τους, το 2015. Έτσι, οι κοινωνικές μάχες δίνονταν από τη ριζοσπαστική Αριστερά με ένα πολύ περιορισμένο πολιτικό περιεχόμενο, κόντρα στους Τόρις και στη λιτότητα, χωρίς να βάζουν τακτικά και στρατηγικά στο στόχαστρο τις κεντρικές επιλογές του κεφαλαίου και χωρίς να επιτίθενται στην ΕΕ. Είναι, λοιπόν, φυσιολογική αυτή η κατάληξη και οι αποφάσεις σύμπλευσης με τους Εργατικούς.
Συνολικά, αυτό που διαφαίνεται και κυριαρχεί είναι μία λογική αποσύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική. Ωστόσο, τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς στην Ευρώπη που έκαναν τέτοιες επιλογές στο παρελθόν, ουδόλως συνέβαλαν στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των εργαζομένων. Εύλογα δημιουργείται λοιπόν το ερώτημα: Δεν χρειαζόταν, σε αυτές τις εκλογές, ένα ανατρεπτικό μήνυμα που θα θέτει διεκδικήσεις κοινωνικά αναγκαίες κι όχι καπιταλιστικά εφικτές;
Τα συστημικά κόμματα έχουν επιδοθεί σε μία μάχη κορυφών, με τη Μέι μέχρις στιγμής να αναδεικνύεται νικήτρια, αλλά να έχει χάσει το μομέντουμ της άνοιξης, προβαίνοντας σε κινήσεις οι οποίες αναδεικνύουν ξεκάθαρα τον ταξικό χαρακτήρα της επίθεσης. Στο δημοψήφισμα του 2016, οι παραμελημένοι και καταπιεσμένοι από την κυβέρνηση και την ΕΕ εργαζόμενοι εκδηλώθηκαν. Το στοίχημα τώρα είναι να βγουν στο προσκήνιο και, δυναμώνοντας το εργατικό κίνημα και την κοινωνική πάλη, να εντείνουν τη μάχη για μια καλύτερη ζωή, για ένα εργατικό, κοινωνικά δίκαιο και μεταναστευτικά φιλικό Brexit.