του Δημήτρη Τζιαντζή
Εννέα είναι οι «επίσημες» διαστάσεις της υλικής στέρησης, και μία από αυτές είναι «η αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μία εβδομάδα το χρόνο». Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που μόλις προχθές δόθηκαν στη δημοσιότητα, αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που αδυνατούν να καλύψουν τουλάχιστον τις τέσσερις από αυτές τις διαστάσεις και, επομένως, ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Ανάμεσά τους εκατοντάδες χιλιάδες (αν όχι εκατομμύρια) παιδιά. Αυτό συμβαίνει μετά το 2009, όταν άρχισαν να εφαρμόζονται τα μνημόνια, ενώ ιδιαίτερα πληττόμενες κατηγορίες είναι τα παιδιά ηλικίας έως και 17 ετών στα οποία η «υλική στέρηση» ανέρχεται για το 2016 σε 26,7%, ενώ το 2009 ήταν 11,9%. Για τα άτοµα ηλικίας 65 ετών και άνω, το ποσοστό στέρησης το 2016 ανήλθε σε 15,2% και παρέµεινε αµετάβλητο σε σχέση με το 2015, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν 12,1%. Στα άτοµα ηλικίας 18 έως 64 ετών, το ποσοστό όσων στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2016 ανέρχεται σε 23,7%.
Οι διακοπές λοιπόν, έστω και για μία εβδομάδα, δεν είναι πολυτέλεια αλλά μια βασική ανάγκη όπως η θέρμανση ή η επαρκής διατροφή ή η «αδυναμία διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι» (και μάλιστα ειδικά το κοτόπουλο που σε πολλά σημεία πωλείται δύο ευρώ το κιλό).
Το ορμητικό ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 σημαίνει ότι πολλοί κάτοικοι της Αθήνας έχουν κάποια βάση στο χωριό και, επομένως, κάποιοι μπορούν να καλύψουν όπως-όπως την ανάγκη για διακοπές πηγαίνοντας στον τόπο των γονιών ή των παππούδων τους, ακόμα και αν το χωριό δεν είναι παραθαλάσσιο. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και αυτή η λύση δεν είναι εφικτή καθώς υπάρχει αδυναμία κάλυψης των εξόδων μεταφοράς (βενζίνη, ακτοπλοϊκά εισιτήρια κ.ά.) και τα αυξημένα έξοδα παραμονής (εξοπλισμός, τουριστικές τιμές κ.λπ.). Την ίδια ώρα που πυκνώνουν οι φωνές επιχειρηματικής προστασίας της «βαριάς βιομηχανίας της Ελλάδας», κανείς δεν προστατεύει το δικαίωμα των ίδιων των κατοίκων της χώρας να απολαύσουν θέα στη θάλασσα έστω για λίγες μέρες.
Θα περίμενε κανείς από μια κυβέρνηση που μιλάει στο όνομα της Αριστεράς να έδειχνε μια στοιχειώδη ευαισθησία σε κοινωνικά θέματα, να προχωρούσε σε ενίσχυση του κοινωνικού τουρισμού για όλες τις κατηγορίες πολιτών, να δημιουργούσε δομές και ζώνες προστασίας του ελεύθερου κάμπινγκ. Το μόνο που είδαμε είναι μεθοδεύσεις για επιπλέον περιορισμούς στις κοινωνικές δαπάνες, νέο «ψαλίδι» και «μαχαίρι» στον κοινωνικό τουρισμό και ας επιμένει η κυβέρνηση ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει με βάση τους δικαιούχους.
Ακόμα είδαμε το ελεύθερο κάμπινγκ να αξιοποιείται ως προοδευτικό άλλοθι από 38 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που σε περίοδο ψήφισης νέων μνημονιακών μέτρων κατέθεσαν για το ξεκάρφωμα ερώτηση στους υπουργούς Δικαιοσύνης και Εσωτερικών, με την οποία υποστηρίζουν πως η ελεύθερη κατασκήνωση θα μπορούσε να είναι μια χρήσιμη προσθήκη εναλλακτικού τουρισμού και θα πρέπει να σταματήσουν οι διώξεις εναντίον των κατασκηνωνωτών. Ακόμα και αυτό έμεινε σε επίπεδο προθέσεων.
Πίσω από τα στοιχεία-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό των αφίξεων και των κερδών βρίσκονται τα στοιχεία της ντροπής. Και αυτά δεν είναι μόνο οι φωτογραφίες με παραλίες εγκαταλειμμένες και γεμάτες σκουπίδια που ανεβάζουν «με μεγάλη θλίψη» στο Ίνσταγκραμ σταρ του Χόλιγουντ που κάνουν διακοπές με κότερο. Αυτά τα στοιχεία αφορούν τις άθλιες συνθήκες εργασίας των εργαζομένων στον τουρισμό που σε αρκετές περιπτώσεις στεγάζονται ομαδικά σε κοντέινερ. Ο κλάδος του επισιτισμού-τουρισμού παραμένει πρωταθλητής στην αδήλωτη εργασία, ενώ οι εργοδότες εμφανίζονται ιδιαίτερα εφευρετικοί όσον αφορά τους τρόπους που χρησιμοποιούν για να γλιτώνουν πρόστιμα και αμοιβές. Στις μεγάλες επιχειρήσεις, οι εποχικά εργαζόμενοι αξιολογούνται κάθε 15 μέρες. Στις μικρότερες και ιδιαίτερα στις κοσμικές περιοχές αντί για τις κλαδικές συμβάσεις ισχύει ο νόμος της εργασιακής ζούγκλας. Οι εργαζόμενοι ζουν όπως οι ινδοί εργάτες στο Ντουμπάι και πληρώνονται μόνο από τα φιλοδωρήματα.
Σε ένα τοπίο που αλλάζει με βίαιο, πολλές φορές, τρόπο έρχονται να προστεθούν και οι νέες μορφές τουρισμού όπως η λεγόμενη «οικονομίας διαμοιρασμού» που μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες (σαν το Airbnb) ιδιοκτήτες προσφέρουν επιπλωμένα ακίνητα προς ενοικίαση μέσω ίντερνετ. Πολλοί Έλληνες που αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στο εξωτερικό προσφέρουν τα σπίτια τους μέσω Airbnb, ώστε να τα εκμεταλλευτούν οικονομικά και να έχουν ένα πρόσθετο εισόδημα. Στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας και σε περιοχές φιλέτα έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο οι ιδιοκτήτες να πιέζουν και να εξωθούν σε φυγή του εκμισθωτές, για να γίνει το διαμέρισμά τους διαθέσιμο στη διαδικτυακή πλατφόρμα. Μεγάλα τμήματα της Ελλάδας μοιάζουν να υποτάσσονται στη λογική της μετατροπής τους με ρηχό επαρχιώτικο τρόπο σε τουριστική ατραξιόν, «from souvenirs to more souvenirs» όπως τραγουδούσε ο μακαρίτης Ντέμης Ρούσσος. Από την άλλη, ο μόνιμος πληθυσμός μπορεί να συνεχίσει να ζει στη χώρα της θάλασσας και να μην μπορεί να αντικρίσει τη θάλασσα, όπως θα έλεγε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης.