ΑΛΕΚΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Στον 21ο αιώνα στα «ευρασιατικά Βαλκάνια» (Λίβανος, Παλαιστίνη, Συρία, Ιράν, Ιράκ), στην περιοχή του Κόλπου και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, μια περιοχή-εθνοτικό μωσαϊκό, εμπλέκονται άμεσα δύο βασικοί άξονες: Από τη μία ο ευρωατλαντικός, με διακριτά συμφέροντα κυρίως μεταξύ ΗΠΑ και Βρετανίας και με διακριτά ενεργό συμμετοχή πρωτίστως της Γαλλίας αλλά και Γερμανίας. Από την άλλη, ο άξονας Ρωσίας-Κίνας-Συρίας-Λιβάνου-Ιράν, με υπαρκτές αντιθέσεις στο εσωτερικό του.
Η «πυριτιδαποθήκη» της Μέσης Ανατολής
Μιλάμε για μια περιοχή στην οποία, μόνο τα τελευταία τριάντα χρόνια, έχουμε δύο εισβολές των ΗΠΑ, την καταστροφή δυο χωρών –του Ιράκ και της Συρίας– και τον διαρκή αγώνα των Παλαιστινίων. Στη διαπάλη που διεξάγεται όλα γίνονται και όλα επιτρέπονται. Κράτη, πολυεθνικά μονοπώλια, ομάδες επιχειρήσεων και επιχειρηματιών, σύμμαχοι, «φίλοι» και συνεργάτες από τη μια μέρα στην άλλη ονομάζονται εχθροί και τρομοκράτες –και αντιστρόφως– σε ένα σκληρό παιχνίδι χωρίς τέλος. Ο αιώνιος νόμος του καπιταλισμού, ο ανταγωνισμός και η ταξική πάλη, δρα –καθοριστικά πολλές φορές– στο εσωτερικό των διάφορων μερίδων της αστικής τάξης, σε διαφορετικούς μονοπωλιακούς κλάδους ή στο εσωτερικό του ίδιου κλάδου, εξίσου σκληρά ή και σκληρότερα από ό,τι ανάμεσα σε διαφορετικές τάξεις.
Ο σημερινός χάρτης της περιοχής του Περσικού Κόλπου, με τα κράτη και εμιράτα της αραβικής χερσονήσου διαμορφώθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο από τις φυλές και τις φατρίες που κατάφεραν να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους. Τότε οι Αμερικανοί, οι νέοι ηγεμόνες που αναδύθηκαν από τον πόλεμο, χάραξαν τα σύνορα των κρατών με τις ανατριχιαστικές ευθείες που γνωρίζουμε σήμερα. Η διαπάλη ανάμεσα στις «μεγάλες και πολιτισμένες δυνάμεις», το ενδιαφέρον και ο ρόλος τους, ξεκινά και συνεχίζεται με τα ίδια κίνητρα που είχαν και οι Βρετανοί χρόνια πριν. Τότε που μοίραζαν τα εδάφη της διαλυόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το πετρέλαιο τότε, το πετρέλαιο και το αέριο τώρα, οι φυσικοί δρόμοι εμπορίου τότε, οι σύγχρονοι δρόμοι του μεταξιού τώρα, για τον νέο ηγεμόνα την Κίνα, η οποία αναδύεται καθώς οι ΗΠΑ, όπως τότε η Μεγάλη Βρετανία, υποχωρούν και ανταγωνίζονται. Μόνο που τώρα το ρόλο του «Λόρενς της Αραβίας» τον παίζουν ξεδιάντροπα πότε ο Τραμπ και πότε ο Σαρκοζί και ο Σρέντερ, άλλοτε ο Μπλερ και άλλοτε ο Ολάντ και η Μέρκελ, που αποτυπώνουν τα κεντήματα της σύγχρονης ιμπεριαλιστικής διπλωματίας.
Σε αυτό το φόντο, το ζάμπλουτο Κατάρ μέχρι πριν από λίγο ήταν αξιόπιστος φίλος των Αμερικανών. Ξαφνικά, μετά την επίσκεψη Τραμπ στη Σαουδική Αραβία, εμφανίζεται ως ο αποδιοπομπαίος τράγος, ως «ο προστάτης των τρομοκρατών». Και μάλιστα, από τις χώρες (Σαουδική Αραβία και ΗΠΑ) με τις πλέον σκοτεινές και δαιδαλώδεις σχέσεις με ό,τι αντιδραστικό και ακροδεξιό κυκλοφορεί στον πλανήτη.
Σε κάθε περίπτωση, μετά και την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Αιγύπτου και του Μπαχρέιν να συγκροτήσουν αυτό που ονομάζουν ισλαμική στρατιωτική συμμαχία, παράλληλα με τις οικονομικές κυρώσεις εναντίον του Κατάρ, η κρίση στον Κόλπο κλιμακώνεται.
Σοβαρή απειλή για τις ΗΠΑ η ισχυροποίηση και οι φιλοδοξίες
της Τουρκίας και του Ιράν
Φυσικά το ζήτημα δεν είναι η τρομοκρατία. Σε αυτήν την περιοχή του πλανήτη, διασταυρώνονται σήμερα οι επικίνδυνες για τους λαούς ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου. Οι ΗΠΑ, ειδικά στην περιοχή του Καυκάσου και της Μέσης Ανατολής, αντιμετωπίζουν χρόνια τώρα τον υπαρκτό γι’ αυτές κίνδυνο η Τουρκία και το Ιράν από ισχυρές περιφερειακές δυνάμεις να μετατραπούν σε βασικούς πόλους ενός νέου πολυπολικού κόσμου, με ισχυροποιούμενες ιμπεριαλιστικές βλέψεις και δράσεις. Και έχουν τα φόντα.
Το Ιράν καταλαμβάνει εξέχουσα θέση σε θέματα παγκόσμιας ενεργειακής πολιτικής και οικονομίας, ως η τέταρτη μεγαλύτερη χώρα-παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως και ταυτόχρονα ως η χώρα των μεγάλων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αλλά και ως η χώρα με ξεχωριστή πετροχημική βιομηχανία, υφαντουργία, βιομηχανία τροφίμων, σιδηρουργία χάλυβα, αυτοκινητοβιομηχανία, σημαντικά αποθέματα ψευδάργυρου, μόλυβδου, σιδήρου, χρωμίου και βαρίου. Η εκτόξευση, στις 2 Φεβρουαρίου 2009, του δικού της δορυφόρου Omid που τον έθεσε σε τροχιά με έναν πύραυλο κατασκευασμένο στο Ιράν, αποκαλύπτει τη δυναμική της.
Αλλά και η Τουρκία δεν πάει πίσω. Έχει το 17ο μεγαλύτερο ονομαστικό ΑΕΠ παγκοσμίως. Μπήκε με το σπαθί της στο κλαμπ των μεγάλων οικονομιών της G-20. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη του ΟΟΣΑ. Με βασικούς οικονομικούς τομείς τη ναυπηγική βιομηχανία, τις τράπεζες, τον τουρισμό, τις κατασκευές, τις οικιακές συσκευές, τα ηλεκτρονικά, τα υφάσματα, τη διύλιση πετρελαίου, τα πετροχημικά προϊόντα, τα τρόφιμα, το σίδηρο και χάλυβα, τη βιομηχανία μηχανών και αυτοκινήτων (16η παραγωγός στον κόσμο, παρήγαγε 1.072.339 αυτοκίνητα το 2012), τους λιθάνθρακες, τα μεταλλεύματα χρωμίου, χαλκού, μόλυβδου, ψευδάργυρου, αντιμονίου, μαγγανίου, βόριου, χρυσού (πάνω από 6.500 τόνους αποθεματικό).
Οι ΗΠΑ, με όλη την αναμφισβήτητη στρατιωτική τους ηγεμονία και παρά την οικονομική τους οπισθοχώρηση, ακολουθούν μια μόνιμη πολιτική περιορισμού αυτών των δυο δυνάμεων, αποτροπής της μετατροπής τους σε μεγάλες δυνάμεις της ευρύτερης περιοχής. Εξ’ ου και οι κατά καιρούς προστριβές και αναμεταξύ τους εντάσεις.
Η άνοδος του Ομπάμα στην προεδρία σήμανε ορισμένες μετατοπίσεις στην πολιτική τους προκειμένου να υπηρετήσουν τα στρατηγικά τους σχέδια. Οι ΗΠΑ, μετά την εκδήλωση του οικονομικού κραχ το 2017, εγκαταλείπουν αναγκαστικά το οικονομικά δυσβάστακτο στρατιωτικό δόγμα περί «της ικανότητας διεξαγωγής δύο ταυτόχρονα μεγάλων πολέμων σε δυο διαφορετικές περιοχές της γης». Αντί αυτού, επιλέγουν την πολιτική των εταιρικών στρατιωτικών ιμπεριαλιστικών αλλά και πολιτικών επεμβάσεων σε μια περιοχή, σε συνδυασμό με την επιβολή οικονομικών, κυρίως, κυρώσεων. Αυτή την πολιτική υλοποιούν στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Επεμβαίνουν μόνο εταιρικά και επιβάλλουν κυρώσεις στη Ρωσία. Το δε «δικαίωμα» ακόμη και μονομερούς επέμβασης σε δεύτερη περιοχή το διατηρούν και το προσδιορίζουν για την Άπω Ανατολή.
Στα πλαίσια αυτά, σύμφωνα με το δόγμα Ομπάμα, μειώνουν το στρατό στο χαμηλότερο επίπεδό του από το 1940, «αναγνωρίζοντας τις οικονομικές προκλήσεις της εποχής» (εισήγηση υπουργού Άμυνας Χέιγκελ).
Στο ζήτημα των σχέσεων και της πολιτικής που ακολουθούν απέναντι στο Ιράν, ειδικά, οι κυρίαρχες δυνάμεις του αμερικάνικου κατεστημένου επέλεξαν, δια του Ομπάμα, αντί της συνεχούς και απρόβλεπτης ρήξης, τις απευθείας διαπραγματεύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η «συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης», που τέθηκε σε ισχύ το Γενάρη του 2016. «Η συμφωνία για το Ιράν πρέπει να συγκριθεί με τις εναλλακτικές επιλογές, μια διπλωματική επίλυση που θα εμποδίζει το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα είναι σαφώς προτιμότερη από ένα ελεύθερο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ή άλλον ένα πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ πρέπει να θυμούνται ότι αυτή η συμφωνία είναι αποτέλεσμα πολυετούς εργασίας κι αποτελεί μια συμφωνία μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της διεθνούς κοινότητας, όχι μόνο των ΗΠΑ και του Ιράν», διαμηνύει ο Ομπάμα στις 16 Ιανουαρίου 2017.
Μετά την εκλογή Τραμπ, το αμερικάνικο κατεστημένο αλλάζει αυτήν την πολιτική και επιστρέφει στην πολιτική της ευθείας σύγκρουσης με το Ιράν, με τον πόλεμο ως ενδεχόμενο. Με δυο κινήσεις του Τραμπ καταργεί και το «δόγμα Ομπάμα». Πρώτη κίνηση, επεμβαίνει συμβολικά –άμεσα και μονομερώς– στη Συρία. Δεύτερη κίνηση, ανακοινώνει την οικοδόμηση ενός ισχυρότερο στρατού και την αύξηση των πολεμικών δαπανών. Ο Τράμπ υπόσχεται να αυξήσει το στρατό από 475.000 που είναι σήμερα σε 540.000 εν ενεργεία στρατιώτες, τα μαχητικά αεροσκάφη σε 1.200 από 1.113, το συνολικό στόλο στα 350 πολεμικά πλοία, να αναβαθμίσει τα ταχύπλοα σκάφη του Ναυτικού και να αποκτήσει σύγχρονα αντιτορπιλικά «για την αντιμετώπιση των πυραυλικών απειλών από το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα και άλλες χώρες».
Η πολιτική, λοιπόν, του αμερικάνικου καταστημένου δια του Τραμπ παίρνει άλλη μορφή και ιεραρχήσεις με το πλησιέστερο το ενδεχόμενο του πολέμου. Οι προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή συμπληρώνονται με την ανάθεση σε υπεργολάβους-συμμάχους» των ΗΠΑ «εργολαβιών» εναντίον π.χ. του Ιράν ή του Isis, με την ήττα πάση θυσία του δεύτερου (αφού δεν τα κατάφερε…) καθώς και της αλ-Κάιντα στη Συρία και την Υεμένη, τη στήριξη των φιλικών σε αυτή την πολιτική καθεστώτων, παρά το τυχόν βεβαρυμμένο παρελθόν τους.
Στην πρόσφατη επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου στη Σαουδική Αραβία, την πρώτη του στο εξωτερικό, ο Τραμπ ανέλυσε τη νέα πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στο Ιράν, γεγονός που αποτέλεσε τον συνεπαγόμενο καταλύτη για την εκδήλωση της κρίσης του Κατάρ. Για μεν τις ΗΠΑ, τα κολοσσιαία εξοπλιστικά συμβόλαια τελικού ύψους 350 δισ. (!) δολαρίων ήταν η υλική βάση για να αποκτήσει ξεχωριστή αξία ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας, Σαλμάν Μπιν Αμπντουλαζίζ. Για δε το Σαουδάραβα εκπρόσωπο των Σαούντ, ο ντίλερ του αμερικάνικου στρατιωτικού και βιομηχανικού συμπλέγματος πρόεδρος Τραμπ είναι προνομιακά χρήσιμος στη διαπάλη με το Ιράν. Τα οφέλη είναι συνολικά και τελικά αμοιβαία. Γι’ αυτό και ο Τράμπ μετά τη συμφωνία δηλώνει κατενθουσιασμένος: «Ήταν μια φανταστική ημέρα, τρομερές επενδύσεις στις ΗΠΑ …και δουλειές, δουλειές, δουλειές» (το επίσημο πρακτορείο της Σαουδικής Αραβίας SPA έκανε λόγο για 34 συμφωνίες που υπέγραψαν οι δύο πλευρές χωρίς να αναφέρει τη συνολική τους αξία).
Υπενθυμίζεται ότι η διοίκηση Ομπάμα, λίγο καιρό πριν, είχε μπλοκάρει την πώληση όπλων στο Ριάντ, με το σκεπτικό ότι αυτά θα χρησιμοποιούνταν για τον βομβαρδισμό αμάχων στην Υεμένη. Τελικά, όμως, σε αυτό το αλισβερίσι φαίνεται πως ο Οίκος των Σαούντ απέσπασε το πολυπόθητο «πράσινο φως» για να εξαπολύσει την ολομέτωπη επίθεση κατά του Κατάρ.
Αλλά γιατί το Κατάρ, αφού σε αυτό έχει την έδρα της η αμερικάνικη βάση με 11.000 στρατιωτικούς; Το Εμιράτο-Μίδας παρουσιάστηκε ισχυρότερο στο ουράνιο στερέωμα της Μέσης Ανατολής μετά το 1995 και ειδικά μετά το 2005. Αυτό το μόλις 46 χρόνων ανεξάρτητο κράτος (ήταν βρετανικό προτεκτοράτο και απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971), έκτασης όσο περίπου η Κρήτη, είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας υγροποιημένου φυσικού αέριου, με αποθέματα που αποτελούν το 13% των παγκόσμιων. Διαθέτει αποδεδειγμένα και αποθέματα πετρελαίου ύψους 15 δις βαρελιών (τώρα έχει μικρή παραγωγή). Είναι μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη φορολογία στον κόσμο, χωρίς φόρο εισοδήματος και 0.1% ανεργία με το τέταρτο, παγκοσμίως, υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Το 2005 ίδρυσε την «Αρχή Επενδύσεων του Κατάρ». Έκτοτε ξεσάλωσε. Το πλεόνασμα ύψους πολλών δις δολαρίων από τη βιομηχανία φυσικού αερίου το επενδύει στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Ασία. Ανάμεσα στις επενδύσεις περιλαμβάνονται το αεροδρόμιο Χίθροου, η Siemens, όμιλος Volkswagen, Valentino, Printemps, Harrods, The Shard, Παρί Σεν Ζερμέν, Royal Dutch, Barclays Bank, Bank of America, Shell, Tiffany, Αγροτική Τράπεζα της Κίνας, Sainsbury’s, BlackBerry και Santander Brasil.
Η «κόντρα» Σαουδικής Αραβίας και Κατάρ
ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΚΑΙ Η «ΜΥΗΣΗ» ΣΤΗΝ ΙΣΛΑΜΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Η δυναστεία των Αλ-Θάνι που κυβερνά το Κατάρ υποστήριξε, εάν δεν υποκίνησε ενίοτε, τις ειρηνικές λαϊκές εξεγέρσεις στην Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ιδίως στην Τυνησία, Αίγυπτο και Λιβύη. Επιπλέον, αναλαμβάνει διεθνή διαμεσολαβητικό ρόλο, ανοίγει το 2013 ένα προξενείο των Ταλιμπάν στο πλαίσιο των ειρηνευτικών συνομιλιών με τις ΗΠΑ, προσκάλεσε τους ηγέτες του Σουδάν και του Νταρφούρ το 2011 για την υπογραφή της ειρήνης της Ντόχα. Ως ο «πνευματικός ανάδοχος» της Αραβικής Άνοιξης, προέκρινε στις παραπάνω χώρες το «πνευματικό της τέκνο» τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Αλλά αυτή ζητά την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, το δε ιρανικό υπουργείο Εξωτερικών συμπληρώνει πως «Οι ΗΠΑ δεν έχουν πια λόγο παρουσίας στον αραβικό κόσμο μετά το θάνατο του Μπιν Λάντεν.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην ουσία εκφράζουν, με ισλαμικούς όρους, δυνάμεις της αραβικής αστικής τάξης που επιδιώκουν το σπάσιμο της νεοαποικιοκρατίας του δυτικού κόσμου. Εξάλλου, ως αντίδραση στην αποικιοκρατία προέκυψαν. Οι ιδρυτές τους προέρχονταν από τη δυναμική ανάπτυξη του χώρου των μεσαίων στρωμάτων που με μεγάλη ταχύτητα συνέρρεαν στις αραβικές πόλεις από τη φτωχοποιημένη ύπαιθρο και προσδοκούσαν την άνοδο και καθιέρωσή τους στην τάξη των νέων μορφωμένων και των εμπόρων. Γι’ αυτό, εξάλλου, και δεν επιθυμούν την επανίδρυση της κοινωνίας με όρους ισότητας αλλά με την αυστηρότερη φορολόγηση των πλουσίων προς ανακούφιση των φτωχών και τον μετασχηματισμό εντέλει της κοινωνίας υπό την ιδεοληψία της θρησκευτικότητας.
Η οργάνωση αυτή, αν και κατηγορείται και από Δυτικούς ως η ιδρυτική βάση των ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων, στην ουσία καλλιεργεί συστηματικά τη συμμόρφωση του ανερχόμενου μεσαίου χώρου στα νέα καπιταλιστικά δεδομένα υπό το πνεύμα της αυστηρής υπαγωγής του σε μια α λα Ισλάμ εκδοχή. Και είναι αυτή που, δια της κάλπης, κατέλαβε την «αρχή» σε Λιβύη, Αίγυπτο και Τυνησία και κυριάρχησε επί της (ένοπλης και μη) αντιπολίτευσης σε Συρία, Ιορδανία και τις μοναρχίες του Περσικού ως το 2013.
Το «αραβικό ΝΑΤΟ» με στόχο το Ιράν
Πίσω από τον πάντα υπολογίσιμο σιϊτισμό του Ιράν και πίσω από τον ισχυρό σουνιτισμό της Σαουδικής Αραβίας, βρίσκονται οι πραγματικές αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα κέντρα του ιμπεριαλισμού. Η ίδια η εσωτερική κόντρα των Σαούντ με τους Αλ-Θάνι, που κρατά εδώ και είκοσι χρόνια, είναι η κόντρα ανάμεσα σε αναδυόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας τις οποίες διοικούν οι δυο οικογένειες. Οι ενέργειες του Ριάντ, των ΗΑΕ και άλλων αποτελούν μέρος μιας συντονισμένης προσπάθειας όχι συντριβής, αλλά πίεσης στο Κατάρ, ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις σαουδαραβικές θέσεις για τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και το Ιράν. Αυτό ωφελεί και τις ΗΠΑ.
Αυτό εξάλλου αποκαλύπτει και επιβεβαιώνει και η επίθεση της Σαουδικής Αραβίας το 2013, μέσω ενός περιφερειακού σουνιτικού συνασπισμού, εναντίον των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο, υποστηρίζοντας το αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα που προκάλεσε ντόμινο αλλαγών. Μετά από αυτό, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι υποχωρούν. Παραδίνουν στην Τυνησία την «αρχή» σε μια κοσμική κυβέρνηση, παρακμάζουν στην Ιορδανία, υποχωρούν στη Συρία με ενδυνάμωση των τζιχαντιστών, περιορίζονται στη Λιβύη στην κατοχή της πρωτεύουσας και της δυτικής μόνο χώρας, υφίστανται διώξεις στις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου. Τώρα, με «αιχμή» τους Σαούντ, επιχειρείται η επανασυγκρότηση και επαναλειτουργία του λεγόμενου αραβικού ΝΑΤΟ από τις μοναρχίες του Κόλπου, στην αντιπαράθεσή τους με το Ιράν.
Παρ’ όλα αυτά, το Κατάρ συνεχίζει να τηρεί ευνοϊκή στάση απέναντι στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και στο Ιράν. Το δε παγκόσμιας εμβέλειας τηλεοπτικό κανάλι Al Jazeera, με έδρα τη Ντόχα, συνεχίζει τα δημοσιεύματα εναντίον των γειτονικών μοναρχιών. Συνεχίζει να στηρίζει τον ηγέτη της Χαμάς Αλ-Μεσάλ και τον εξοστρακισμένο κληρικό της Σαουδικής Αραβίας Καράνταγι, τη συνένωση του παρακλαδιού της Αλ-Κάιντα στη Συρία με 4 τζιχαντιστικές οργανώσεις για την δημιουργία της «Επιτροπής Απελευθέρωσης της Λεβαντίνης».
Σε αυτές του τις πρωτοβουλίες, εκτός του Ιράν, συνεπικουρείται και από την Τουρκία του Ερντογάν, του έτερου υποστηρικτή των Αδελφών Μουσουλμάνων. Στην τρέχουσα κρίση, η Τουρκία πραγματοποιεί σαφές άνοιγμα προς το Κατάρ. Η βουλή της ενέκρινε συμβολικά την αποστολή Τούρκων στρατιωτών στο έδαφός του και ο πρόεδρος του τουρκικού εμπορικού επιμελητηρίου στέλνει αεροπλάνα με τρόφιμα.
Η κοινή κλωστή που συνδέει Κατάρ, Τουρκία, Ιράν είναι τα τεράστια υλικά συμφέροντα και ο ρόλος τους στην ευρύτερη περιοχή, είναι η ιδιοδιαχείρηση τους. Δεν είναι δηλαδή οι αιρέσεις του Ισλάμ που τις χρησιμοποιούν με τρόπο ανάλογο με αυτόν που χρησιμοποιούν την ορθοδοξία, τον καθολικισμό, τον προτεσταντισμό για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η συνολική κατάσταση έχει να κάνει με μια χωρίς προηγούμενο διάβρωση του κοινωνικού ιστού, παρουσία πολιτικών ηγετών οι οποίοι αντί να ενώνουν, να δίνουν όραμα, συμβάλλουν στην αποσύνθεση.
Η αίσθησή δε που αποκομίζει κανείς ακόμη και στην αντιμετώπιση (και από τη «Δύση») των ισλαμικών οργανώσεων ως φονταμενταλιστικές και τρομοκρατικές, είναι πως αυτό γίνεται αδίστακτα και τελείως οπορτουνιστικά. Αρκεί αυτό να οδηγεί στη συμμόρφωση των μαζών στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη δυτικής η ισλαμικής χρειάς. Αρκεί αυτό να απομακρύνει από μια στάση ζωής που μπορεί να διεκδικεί τα αιτήματα ελευθερίας, ισότητας και αξιοπρέπειας, μακριά από κάθε υποκριτική και εργαλειακή χρήση της θρησκείας, του εθνικισμού ή όποιου άλλου καταφυγίου.
Αυτός ο φαύλος κύκλος είναι δυνατό να σπάσει τελικά είτε από μια αδύνατο να προβλεφθεί κοινωνική καταστροφή στην ευρύτερη περιοχή είτε από ένα σύγχρονο ανερχόμενο απελευθερωτικό εργατικό και λαϊκό ρεύμα αραβικής προφανώς καταγωγής.