του Μάκη Γεωργιάδη
Μια σφαίρα, μια κηλίδα αίμα στο προαύλιο του 6oυ Δημοτικού σχολείου Αχαρνών, μια τοπική κοινωνία που έμοιαζε έτοιμη από καιρό να εκραγεί. Ο φόνος ενός εντεκάχρονου παιδιού από μια «αδέσποτη» σφαίρα άνοιξε τον ασκό του Αιόλου στο Μενίδι και οι οργισμένοι κάτοικοι, χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό, κατέφυγαν σε πράξεις αντεκδίκησης και τυφλής βίας. Ίσως μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι όλα αυτά είναι φαινόμενα μιας βαθιάς κρίσης και κοινωνικής αποσύνθεσης. Όπως φαινόμενο κρίσης είναι η εμπορία ναρκωτικών και οι εγκληματικές και παράνομες δραστηριότητες.
Αυτοδικία, βανδαλισμοί, αγριανθρωπισμός και άφατο μίσος για τον άλλο, τον διαφορετικό, και πράξεις ακραίας κοινωνικής βαρβαρότητας που τις ασκούν καταπιεσμένοι, στην πλειονότητά τους, και σκληρά εκμεταλλευόμενοι σε άλλες πλευρές της ζωής τους κάτοικοι της περιοχής.
Υπάρχει μια εξαιρετικά γλαφυρή και διδακτική σκηνή στο μυθιστόρημα Καπετάν Μιχάλης του Ν. Καζαντζάκη όταν αργά το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης του 1889, μετά το κάψιμο του Ιούδα στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Μηνά, μια ομάδα αποφασισμένων πιτσιρικάδων, με μπροστάρη το γιο του καπετάν Μιχάλη, ξεκινά συνωμοτικά να βάλει φωτιά στον εβραϊκό μαχαλά ο οποίος βρίσκεται σε μια άκρη της καστροπολιτείας των Χανίων αλλά γειτνιάζει και με τον ρωμέϊκο και με τον τούρκικο. Σκοπός είναι να κάψουν στ’ αλήθεια τους Εβραίους, αυτούς που θεωρούν υπεύθυνους για πολλά από τα δεινά τους, ασχέτως αν και οι Εβραίοι και οι Έλληνες βρίσκονται υπό τον οθωμανικό ζυγό και αμφότεροι υφίστανται την άγρια εκμετάλλευση των ίδιων και της γης τους από τους οθωμανούς δυνάστες. Βιώνοντας από μέσα και από κοντά τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας στο Μενίδι, οι συγκρίσεις άρχισαν να γίνονται σχεδόν αναπόφευκτές. Ο ρατσισμός , η βαρβαρότητα και οι τάσεις τυφλής αντεκδίκησης μοιάζουν με μια διαχρονική κατάσταση, ειδικά σε κοινωνίες σε βαθιά κρίση, κατακερματισμό και ταυτόχρονη ένταση της εκμετάλλευσης που συνοδεύεται με καλπασμό της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Το βέβαιο είναι πως δεν φαίνεται και πολύ πιθανό το τέλος αυτής της ιστορίας στο Μενίδι να μοιάζει με το ρομαντικό και εξίσου συγκινητικό τέλος της σκηνής στο προαναφερθέν έργο του Καζαντζάκη. Η βεντάλια των ζητημάτων η οποία ανοίγεται μετά το φόνο του μικρού Μάριου είναι εξαιρετικά μεγάλη και τα προβλήματα σύνθετα.
Πρέπει εξ αρχής να διευκρινιστεί είναι πως το Μενίδι δεν είναι ένα ενιαίο κοινωνικό σύνολο και φυσικά δεν αποτελεί ολόκληρη η πόλη ένα γκέτο. Υπάρχει μια εξαιρετικά εμφανής ταξική διαστρωμάτωση στο Μενίδι, που αντανακλάται και στη γεωγραφική διάταξη τόσο των υποβαθμισμένων και γκετοποιημένων περιοχών όσο και των εύπορων. Όλες τις τελευταίες ημέρες με τα γεγονότα στη Αυλίζα περιοχές όπως οι Θρακομακδεδόνες, η Βαρυμπόμπη ή το Ολυμπιακό Χωριό ουσιαστικά ούτε κατάλαβαν ούτε συμμετείχαν οι κάτοικοί τους σε κάποια κινητοποίηση. Παρομοίως ήταν εξαιρετικά ισχνή η συμμετοχή κατοίκων από τις πλέον υποβαθμισμένες και περιθωριοποιημένες γειτονιές, όπως η Αγιά Σωτήρα, το στρατόπεδο Καποτά και πολλές άλλες. Πρακτικά αυτό που έχει συμβεί είναι μια εξόφθαλμη χειραγώγηση των κινητοποιήσεων από τις δημοτικές αρχές οι οποίες όντας έμπειρες και για πολλά χρόνια στο πολιτικό αλισβερίσι στρέφουν την αυθόρμητη οργή και αγανάκτηση για υπαρκτά και σημαντικά προβλήματα εγκληματικότητας προς δύο κατευθύνσεις οι οποίες αμφότερες είναι πολύ επικίνδυνες. Από τη μια ενισχύουν την αντίληψη για ένταση της αστυνομοκρατίας, επιβολής μιας λογικής επιχειρήσεων «αρετής» με συνακόλουθη ένταση της καταστολής. Από την άλλη η πρακτική και η ρητορική των δημοτικών παραγόντων υποδαυλίζει το φυλετικό μίσος και οπλίζει τα χέρια όσων είτε συνειδητά και απόλυτα ιδεολογικά πεισμένοι είτε ασυνείδητa στρέφονται εναντίον των Ρομά δαιμομονοποιώντας τους και θεωρώντας τους αιτία όλων των δεινών της περιοχής. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτή τη στιγμή είναι η υπόγεια διαβρωτική δράση και η σιωπηρή αποδοχή καθαρόαιμων φασιστικών ή ακροδεξιών απόψεων η οποία οπλίζει χέρια τα οποία αποσκοπούν να πυρπολήσουν επίσης παιδιά. Μόνο που αυτά τα παιδιά, σύμφωνα με αυτού του τύπου τις αντιλήψεις, είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού και έχουν άλλο χρώμ : είναι τσιγγάνοι.
Είναι εμφανές ότι συνθήματα όπως αυτά που κυριάρχησαν στις πορείες που είχαν στόχο τους συνοικισμούς των Ρομά όπως «έξω η πρέζα απ’ το Μενίδι» και «έξω τα όπλα απ’ το Μενίδι», εκτός από κοντόφθαλμα και ενταγμένα σε πνεύμα έντασης της αστνομοκρατίας, είναι σε λάθος κατεύθυνση και φυσικά δεν δίνουν απάντηση. Γιατί για να δοθεί απάντηση στο πρόβλημα δεν είναι λύση η εγκληματικότητα να μεταφέρεται από περιοχή σε περιοχή. Όπως άλλωστε η περιοχή του Μενιδίου και ευρύτερα της Δυτικής Αττικής έπεσε θύμα μια πολιτικής προστασίας της βιτρίνας που ξεκίνησε με ιδιαίτερη ένταση την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων και φυσικά δεν έλυσε κανένα πρόβλημα. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως το ισχυρά φρουρούμενο και αστυνομευόμενο κέντρο της Αθήνας δεν υποφέρει από διακίνηση ναρκωτικών, πορνεία ή άλλες δραστηριότητες βαριάς εγκληματικότητας; Ποιος μπορεί επίσης να ισχυριστεί ότι στις πλέον εύπορες συνοικίες του Μενιδίου ή και άλλων δήμων της Δυτικής Αττικής με ανάλογα προβλήματα δεν γίνεται διακίνηση ναρκωτικών; Το μείζον ζήτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι ποιοι και με ποιων τη στήριξη διακινούν μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ενώ σίγουρα σε αυτή του είδους το εμπόριο υπάρχει πυραμίδα και διαβαθμίσεις. Ο εύκολος και ορατός στόχος είναι οι φτωχοδιάβολοι και τα «βαποράκια». Η επίσημη κρατική πολιτική εδώ και δεκαετίες δεν καταπολεμά τις αιτίες αλλά τα συμπτώματα του φαινομένου.
Όπως και σε άλλες περιοχές με έντονα προβλήματα εγκληματικότητας στη Δυτική Αττική, έτσι και στο Μενίδι είναι διακριτή και έντονη η απουσία του εργατικού κινήματος, η εκκωφαντική απουσία και σιωπή μιας Αριστεράς που θα έδινε επαναστατικό περιεχόμενο στην πάλη των κατοίκων. Τόσο στο Μενίδι όσο και σε άλλες περιοχές της Δυτικής Αττική, αυτή η απουσία είναι καταλυτικός παράγοντας, με αποτέλεσμα την εμφάνιση τέτοιον αντιδραστικών φαινομένων. Είναι δύσκολο και αφάνταστα επίπονο να μπορέσει κανείς να συγκροτήσει σε αυτήν την εποχή κατακερματισμού και προϊούσας εξαθλίωσης ένα ζωντανό και επαναστατικό τοπικό υποκείμενο που θα συγκρουστεί με την τοπική εξουσία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το Μενίδι αλλά και άλλοι δήμοι της Δυτικής Αττικής όπως της Φυλής – Άνω Λιοσίων είναι οι πλέον χρεωμένοι και φυσικά χρεωκοπημένοι μαζί με την Αθήνα. Όταν έσκασαν οι πομφόλυγες της «ανάπτυξης» και της ευημερίας που συνεπαγόταν η ανακήρυξη του Μενιδίου σε ολυμπιακή πόλη, με το Ολυμπιακό Χωριό στα όριά του, οι προβολείς σιγά σιγά άρχισαν να σβήνουν. Η φτωχοποίηση και η εξαθλίωση των ευάλωτων ή μειονοτικών ομάδων επεκτάθηκε και σε άλλοτε ακμαία μικροαστικά και μεσαία στρώματα τα οποία πλέον συνειδητοποιούν ότι καταβυθίζονται στην κοινωνική πυραμίδα και αντιδρούν τυφλά, χωρίς σχέδιο, ευάλωτα και ανίσχυρα να αποκτήσουν αντισώματα σε μορφές καθαρού φασισμού. Επιπλέον στο Μενίδι συνέρρευσαν ειδικά τα τελευταία 25 χρόνια πληθώρα μεταναστών και προσφύγων και συνακόλουθα, μαζί με τα τοπικά στοιχεία, αναπτύχθηκε μια πολυεθνική πολυφυλετική μαφία η οποία ερίζει στην παρούσα φάση και για τη μοιρασιά. Διότι είναι προφανές ότι η διακίνηση των ναρκωτικών από τη μαφία των Ρομά και τα οικονομικά οφέλη τα οποία συνεπάγεται έχουν μπει στο στόχαστρο άλλων και ίσως ισχυρότερων εγκληματικών οργανώσεων. Εν αγνοία τους οι αγανακτισμένοι στα χέρια αυτών των εγκληματικών οργανώσεων γίνονται ο πολιορκητικός κλοιός με τον οποίο οι ισχυρές μαφίες θα πάρουν πλήρως υπό τον έλεγχό τους όλα τα κέρδη από την εγκληματική δραστηριότητα. Είναι κοινό μυστικό άλλωστε πως το μαύρο χρήμα προϊόν εγκληματικών πράξεων ξεπλένεται και βρίσκει παραθυράκια νομιμοποίησης χρηματοδοτώντας μεγαλοπαράγοντες της περιοχής και επίδοξους πολιτικούς ταγούς. Σε αυτό το πλαίσιο τόσο στο Μενίδι όσο και σε άλλους δήμους της Δυτικής Αττικής είναι βαριές οι ευθύνες των δημοτικών αρχών εδώ και τουλάχιστον τριάντα χρόνια καθώς όλοι οι τοπικοί άρχοντες εκμεταλλευθήκαν τη μειονεκτική θέση τόσο των Ρομά όσο και άλλων ομάδων εξαγοράζοντας ψήφους και εκλογική πελατεία και ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό, συνειδητά ή ασυνείδητα παρείχαν προστασία σε ένα εμπόριο που άνθισε και σήμερα γίνεται βρόχος έτοιμος να προκαλέσει πλήρη ασφυξία.
Έτσι τόσο γενικά όσο και σε μια τοπική κοινωνία όπου κλείνουν σχολεία, δεν υπάρχουν νοσοκομεία, κοινωνικές δομές δεν υφίστανται η υπολειτουργούν και δικαιώματα μέρα με την ημέρα καταπατούνται και εξαφανίζονται, έρχεται στην επιφάνεια ως μείζον ζήτημα η ασφάλεια. Η πιο καθαρή και αιχμηρή ιδεολογική προμετωπίδα των νεοφιλελεύθερων οικονομικών ρευμάτων τα οποία έχουν τις ρίζες τους στις εποχές Θάτσερ και Ρήγκαν και εκτείνονται στο σημερινό ζοφερό παρόν της ΕΕ. Όλοι και όλα από το κατεστημένο πολιτικό σύστημα οδηγούν τους φτωχούς να στρέφονται εναντίον των φτωχότερων και όλοι μαζί να βάλλουν εναντίον των πλέον ευάλωτων, των εξαθλιωμένων και των διαφορετικών.
Όσον δε αφορά το ζήτημα της κοινωνίας των τσιγγάνων πρέπει να σημειωθεί ότι η υπεράσπιση του αδύναμου, του καταπιεζόμενου, του διαφορετικού δε σημαίνει και ξέπλυμα των εγκληματικών δραστηριοτήτων ή αποδοχή τους. Όπως όλες οι κοινωνίες, έτσι και μια κλειστή και με προνεωτερικά χαρακτηριστικά κοινωνία όπως αυτή των Ρομά, δεν είναι ενιαία και με κοινά συμφέροντα. Είναι γεγονός πως στη συζήτηση για την αφομοίωση ή ενσωμάτωση τέτοιων κοινωνιών υπάρχει ισχυρός προβληματισμός κατά πόσο χωράνε τέτοιες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και οπισθοδρομικών ή και αντιδραστικών παραδόσεων, δυστυχώς αυτό που πραγματικά εμφανίζεται είναι η ενσωμάτωση και η αφομοίωση κομματιών των Ρομά στη σύγχρονή δυτικότροπη κοινωνία σε ότι έχει να κάνει με τη βαριά εγκληματικότητα και τις έκνομες δραστηριότητες. Εάν υπάρχει έλλειμμα στην Αριστερά και αδυναμία να οργανώσει και να εμπνεύσει τα εργατικά-προλεταριακά στρώματα, στις κοινωνίες των Ρομά δυστυχώς η πρόσβαση είναι μηδενική ή στην καλύτερη υποτυπώδης. Λύση η οποία θα περιλαμβάνει την πλειονότητα των Ρομά και την ομαλή συμβίωση με όλους τους άλλους λαούς, φυλές ή ομάδες χωρίς τους ίδιους τους Ρομά δεν μπορεί να υπάρξει και ίσως η παρέμβαση και σε αυτήν την κοινωνία να είναι ένα μεγάλο στοίχημα για το προσεχές διάστημα….