Ο τραγικός θάνατος του 11χρονου Μάριου στο Μενίδι βάζει στις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με άμεσο και επιτακτικό τρόπο, ερωτήματα που χρειάζεται να απαντηθούν. Η πρώτη ανάγκη είναι αυτή του διαχωρισμού από τη λογική της συλλογικής ευθύνης για ένα συγκεκριμένο έγκλημα. Όσο αυτονόητο είναι ότι ο ένοχος πρέπει να βρεθεί και να πληρώσει, άλλο τόσο αυτονόητο είναι ότι δεν μπορεί να ενοχοποιείται με ρατσιστικά χαρακτηριστικά ολόκληρη η ομάδα των Ρομά ή να υπάρχει ανοχή σε συνθήματα όπως «έξω οι γύφτοι από το Μενίδι».
Η παρέμβαση όμως δεν μπορεί να σταματάει εκεί. Με αφορμή την «αδέσποτη» σφαίρα αναδείχτηκε η εγκληματικότητα στο συγκεκριμένο δήμο και όχι μόνο. Το Μενίδι δεν είναι όλο ένα γκέτο (έχει και «προνομιούχες» περιοχές). Ωστόσο η Δυτική Αττική είναι η χωματερή της Αθήνας κυριολεκτικά και μεταφορικά, μια ολόκληρη ζώνη στην οποία έχουν στοιβαχτεί τις τελευταίες δεκαετίες εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες και από την οποία λείπουν συγκοινωνίες της προκοπής, παιδικοί σταθμοί και δεν υπάρχει ούτε ένα δημόσιο νοσοκομείο (το νοσοκομείο του Ολυμπιακού Χωριού έγινε ιδιωτική κλινική!). Κάθε καπιταλιστική μεγαλούπολη χρειάζεται και την πίσω αυλή της, την αποθήκη της, εκεί που πετιούνται αυτά που πρέπει να κρύβονται από τα μάτια των αστών νοικοκυραίων και από τους τουριστικούς οδηγούς. Εκτός από τη μικροπαραβατικότητα, η Δυτική Αττική είναι μία από τις περιοχές δράσης του οργανωμένου εγκλήματος με ποικίλες δραστηριότητες. Για το αστικό κράτος αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα. Τόσα χρόνια ακούμε για το υποτιθέμενο «άβατο των Εξαρχείων» ενώ τα πραγματικά άβατα του οργανωμένου εγκλήματος είναι αλλού, περιλαμβάνουν επώνυμους εφοπλιστές διακινητές ναρκωτικών και εδράζονται σε πολλές περιοχές της χώρας (π.χ. Κρήτη) με την ανοχή της αστυνομίας και της δικαστικής εξουσίας. Εξάλλου το οργανωμένο έγκλημα είναι το «φαιό νόθο αδελφάκι» του «νόμιμου κεφαλαίου», όπως γράφει ο Διονύσης Τζαρέλλας στο βιβλίο του Εγκώμιο της βίας και, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει: «Ο υπόκοσμος αποτελεί μια σφαίρα παραγωγής αξίας κι εμπορευμάτων, μια κανονικότατη οικονομική δραστηριότητα κι έναν τρόπο κοινωνικής οργάνωσης, μια μορφή, τελικά, κεφαλαίου και οι φορείς του αποτελούν μερίδα της αστικής τάξης».
Σε μια περίοδο αυξημένης ανεργίας, φτώχειας κι εξαθλίωσης για την εργαζόμενη πλειοψηφία, καθώς και απουσίας του κράτους πρόνοιας, αυτό το «μαύρο» κεφάλαιο αναζητεί το προσωπικό του ανάμεσα στα πιο εξαθλιωμένα, αποκλεισμένα και ήδη στιγματισμένα στρώματα του πληθυσμού. Κοινωνικές και εθνοτικές ομάδες και μειονότητες περιθωριοποιημένες και περιχαρακωμένες, με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά (οι Ρομά είναι μία από αυτές) σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον έχουν τις προϋποθέσεις γι’ αυτό το ρόλο. Το δραστηριοποιούμενο στο οργανωμένο έγκλημα κεφάλαιο προσεταιρίζεται ή κατασκευάζει ηγέτες και αρχηγούς τέτοιων δικτύων που «ανεβαίνουν» κοινωνικά. Όταν πετύχει η διαδικασία, οι προϋπάρχουσες ρατσιστικές διαθέσεις από τον υπόλοιπο πληθυσμό και η συλλογική ενοχοποίηση ολόκληρης της κοινότητας ενισχύονται και κανείς δεν ασχολείται με τους πραγματικούς «μεγαλοεπενδυτές».
Η διέξοδος δεν μπορεί να είναι η αυξημένη αστυνόμευση που θα στρέφεται ενάντια σε αυτές τις κοινότητες και όχι στο οργανωμένο έγκλημα. Εξάλλου το τελευταίο χωρίς την ανοχή και τη συνεργασία των αστυνομικών αρχών δεν θα υπήρχε καν. Μόνο με την ένταξη τέτοιων ομάδων όπως οι Ρομά στον κοινωνικό ιστό, αυτές θα σταματήσουν να αποτελούν τα αναλώσιμα υλικά του «φαιού» κεφαλαίου. Μόνο η επίλυση των προβλημάτων στέγασης, εκπαίδευσης, περίθαλψης και εργασίας μπορεί να λύσει το πρόβλημα, σχολεία και νοσοκομεία και όχι αστυνομία. Το πρόβλημα βέβαια της ένταξης των τσιγγάνικων κοινοτήτων δεν είναι τόσο απλό. Είναι αδύνατη αλλά και ανεπιθύμητη η ενσωμάτωση με βάση το κυρίαρχο πρότυπο των ελληνοχριστιανικών αξιών που συνδυάζονται αρμονικά στις μέρες μας με το λάιφσταϊλ και τον άκρατο ατομικισμό. Δεν μπορούν τα τσιγγανόπουλα να γίνουν οι ελπιδοφόροι «μαθητές-επιχειρηματίες» που παρελαύνουν στα κανάλια ή να σπρώχνονται στις «Λευκές Νύχτες» και στις μαύρες Παρασκευές. Αυτή την ενσωμάτωση δεν τη θέλουμε για κανένα παιδί. Η κοινωνία όπως τη θέλουμε μπορεί να περιλαμβάνει πολλές γλώσσες, συνήθειες και πολιτισμούς που όλοι ωστόσο θα μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά: Σεβασμό στον άνθρωπο – ανανεξάρτητα από φύλο, φυλή, χρώμα, καταγωγή και θρησκεία, ισότητα, αλληλεγγύη και ανοιχτούς ορίζοντες προς την παγκόσμια γνώση και πολιτισμό. Με βάση αυτό το μέτρο, κρίνονται τόσο ο κυρίαρχος ελληνοχριστιανικός πολιτισμός της αγοράς όσο και οι «επιμέρους» μειοψηφικοί πολιτισμοί. Οι παραδόσεις που εμποδίζουν την ανθρώπινη χειραφέτηση και αξιοπρέπεια δεν χρειάζεται να διαφυλάσσονται στο όνομα καμιάς ιδιαιτερότητας κι αυτό αφορά σε όλες τις παραδόσεις κυρίαρχες και μη. Η διέξοδος είναι η κοινή πάλη ενάντια στη φτώχια και την εκμετάλλευση και όχι η περιχαράκωση σε «κοινότητες» ιεραρχικές, κλειστές και ανελεύθερες ανεξαρτήτως μεγέθους (το «έθνος μας» είναι μία από αυτές). Η ευθύνη γι’ αυτή την κοινή πάλη ανήκει σε όλους τους εργαζόμενους και φτωχούς που ζουν στην Ελλάδα.