Η μεγάλη απεργιακή έκρηξη των καπνεργατών και άλλων κλάδων στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις αντιμετωπίστηκε με τα όπλα από τη χωροφυλακή στις 9 Μάη, αλλά δεν κατεστάλη. Για μερικές ώρες οι απεργοί είχαν τον έλεγχο της πόλης, αλλά οι κινητοποιήσεις ολοκληρώθηκαν με μερική ικανοποίηση αιτημάτων. Στις 4 Αυγούστου επιβλήθηκε η δικτατορία του Ι. Μεταξά.
του Μπάμπη Συριόπουλου
Εκείνη την περίοδο πολιορκητικός κριός του εργατικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη ήταν οι καπνεργάτες, κλάδος με ισχυρές αγωνιστικές και πολιτικές παραδόσεις και κατακτήσεις, όπως κοινωνική ασφάλιση (το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών υπήρχε από το 1925) πριν αυτή καθιερωθεί για το σύνολο των μισθωτών. Οι σκληροί απεργιακοί αγώνες αυτού του κλάδου δεν αφορούσαν μόνο οικονομικά αιτήματα με τη στενή έννοια, αλλά και εργατικού ελέγχου (προσλήψεις, τρόπος επεξεργασίας του καπνού), καθώς και το οχτάωρο. Τέτοιους στόχους έβαζαν και άλλοι κλάδοι, όπως οι αρτεργάτες (ένας εργάτης ανά σάκο αλεύρου), που εξέφραζαν την εργατική αντίσταση ενάντια στην ολοκληρωτική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Η κρίση και η ανεργία είχαν εξασθενίσει τη διαπραγματευτική δύναμη της εργασίας και το εργατικό κίνημα προσπαθούσε να αντιστρέψει αυτή τη διαδικασία. Ειδικά στη Μακεδονία υπήρχε και η εχθρότητα του κρατικού μηχανισμού, που αποτελούνταν από Παλαιοελλαδίτες, απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό και στους πρόσφυγες.
Η απεργία των καπνεργατών άρχισε στις 29 Απρίλη με απόφαση της Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ) με αιτήματα αυξήσεις μισθών, τήρηση του οχταώρου, κατάργηση του «Ιδιωνύμου» και των εκτοπίσεων, συνδικαλιστικές ελευθερίες και συντάξεις για υπερήλικες και φυματικούς. Την οργάνωση της απεργίας εκτός από την ΠΚΟ είχαν οι πρωτοβάθμιες απεργιακές επιτροπές ανά «σαλόνι» επεξεργασίας και η εκλεγμένη Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή (ΚΑΕ), που αποτελούνταν από 40 περίπου μέλη. Η πρώτη συγκέντρωση χιλιάδων καπνεργατών στις 29 Απρίλη έγινε στον κινηματογράφο «Πάνθεον». Ταυτόχρονα η απεργία επεκτάθηκε σε πολλές πόλεις της βόρειας Ελλάδας και στον Πειραιά.
Την Πρωτομαγιά έγιναν δύο συγκεντρώσεις, μία της Ενωτικής ΓΣΕΕ (αριστερής), με το μεγαλύτερο πλήθος, και μία της ΓΣΕΕ. Από το πρωί της 3ης Μάη η αστυνομία είχε διώξει τις απεργιακές φρουρές από τις καπναποθήκες και μπήκαν απεργοσπάστες για την επεξεργασία του καπνού. Έπειτα από κινητοποιήσεις, δόθηκε η εντολή στους υπαλλήλους του ΤΑΚ να ελέγξουν ποιοι δούλευαν στα «σαλόνια», αλλά ως εκ θαύματος δεν βρέθηκε κανείς εργάτης χωρίς βιβλιάριο του ΤΑΚ, ήταν όλα νόμιμα. Ύστερα από αυτό τον εμπαιγμό η ΚΑΕ αποφάσισε την κλιμάκωση του κινήματος. Χιλιάδες διαδηλωτές κατευθύνθηκαν στο τηλεγραφείο στις 4 Μάη και συγκρούστηκαν με την αστυνομία, που προσπάθησε να τους εμποδίσει. Στην απεργία συμμετείχαν στη Θεσσαλονίκη εξαρχής και άλλοι κλάδοι (αρτεργάτες, τσαγκαράδες, κλωστοϋφαντουργοί) με τα δικά τους αιτήματα. Στις 6 και 7 Μάη κηρύχθηκαν γενικές απεργίες σε Βόλο και Καβάλα, ενώ οι απεργοί σε όλη την Ελλάδα ήταν ήδη 50.000. Στις 8 Μάη χιλιάδες διαδηλωτές από διάφορους κλάδους διαδήλωσαν προς το Διοικητήριο της Αστυνομίας, με αποτέλεσμα 300 τραυματίες, μεταξύ αυτών και χωροφύλακες.
Το πρωί του Σαββάτου 9 Μάη η Εκτελεστική Επιτροπή της ΠΚΟ συνεδρίασε, αντιμετωπίζοντας με αμηχανία την τροπή που έπαιρναν τα γεγονότα. Είχε ήδη χάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, που ήταν στα χέρια των εκλεγμένων αντιπροσώπων της βάσης στην ΚΑΕ. Την ώρα της συνεδρίασης είχαν ήδη ξεκινήσει οι διαδηλώσεις των 50.000 πια απεργών μαζί με επαγγελματίες που είχαν κλείσει τα μαγαζιά τους, φοιτητές, μαθητές και νοικοκυρές. Ο αγώνας είχε γίνει παλλαϊκός. Η κυβέρνηση Μεταξά είχε ήδη επιφορτίσει το Γ΄ Σώμα Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Ζέππο, με το καθήκον της τήρησης της τάξης στην πόλη. Η διαδήλωση, με συνθήματα «Κάτω η κυβέρνηση», «Κάτω ο Ντάκος» (ο λαομίσητος αστυνομικός διοικητής της πόλης), «Αίσχος στους δολοφόνους», προχώρησε αντιμετωπίζοντας την αστυνομία, που πυροβολούσε. Μπροστά στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα οι χωροφύλακες με ομοβροντίες σκότωσαν 9 διαδηλωτές και τραυμάτισαν εκατοντάδες. Αργότερα στην Εγνατία σκοτώθηκε ο αυτοκινητιστής απεργός Τάσος Τούσης. Οι απεργοί έβαλαν το σώμα του πάνω σε μια πόρτα. Η γριά γυναίκα που θρηνεί μπροστά στο πτώμα στη συγκλονιστική φωτογραφία είναι η μάνα του. Από αυτή τη φωτογραφία εμπνεύστηκε ο Γιάννης Ρίτσος και έγραψε τον «Επιτάφιο». Οι στρατιώτες δεν χτύπησαν τους απεργούς· αντίθετα, προσπαθούσαν να προστατέψουν τους διαδηλωτές από την αστυνομία. Ο απολογισμός της ημέρας ήταν 12 νεκροί, μεταξύ των οποίων και Εβραίοι εργάτες από την πολυπληθή κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Ο στρατός αναλαμβάνει την τήρηση της τάξης, η αστυνομία αποσύρεται και οι διαδηλώσεις συνεχίζονται μέχρι το βράδυ χωρίς να χτυπηθούν από το στρατό. Από το απόγευμα ο λαός είναι κύριος της πόλης, ο στρατός έχει αποσυρθεί και την πραγματική εξουσία έχει η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή. Εμφανίστηκε, έστω και λίγο, η δυαδική εξουσία, που από την εργατική πλευρά αποτελούνταν από τους εκλεγμένους εκπροσώπους της ΚΑΕ. Την επόμενη μέρα, στις 10 Μάη, έγινε η πάνδημη κηδεία των θυμάτων, με 150.000 διαδηλωτές. Ένας ταγματάρχης δήλωσε ότι ο στρατός είναι «ένα κομμάτι από το λαό» και βρίσκεται στο πλευρό του. Η ΚΑΕ (δείχνοντας και τα δικά της πολιτικά όρια) κάλεσε σύσκεψη των βουλευτών Θεσσαλονίκης που θα μεσολαβούσαν για την ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών. Την επομένη, στις 11 Μάη, την πρωτοβουλία πήραν οι δύο ΓΣΕΕ και σε συνάντηση στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (μαζί με την ΠΚΟ) με την κυβέρνηση και τους καπνεμπόρους έληξαν την απεργία, με τη μερική ικανοποίηση των αιτημάτων των καπνεργατών, ενώ στη Θεσσαλονίκη άρχισαν οι συλλήψεις. Η γενική πανελλαδική απεργία που προκηρύχτηκε από τις δύο ΓΣΕΕ για τις 13 Μάη είχε πρωτοφανή επιτυχία, ενώ η επόμενη προκηρύχθηκε για τις 5 Αυγούστου, οπότε την πρόλαβε το πραξικόπημα του Μεταξά στις 4 του μηνός και δεν έγινε ποτέ. Αντί για την κλιμάκωση της εργατικής-λαϊκής εξέγερσης για την πτώση της κυβέρνησης του Μεταξά, προτάχθηκαν η κυβερνητική λύση του Συμφώνου Σοφούλη-Σκλάβαινα. Στις 7 Αυγούστου, ενώ ήδη ήταν δικτάτορας ο Μεταξάς, ηγέτες κομμάτων, μεταξύ αυτών και ο Σοφούλης, ζήτησαν από το βασιλιά Γεώργιο να «εξουδετερωθεί και διά συνταγματικών εν ανάγκη νομοθετικών μέτρων η κομμουνιστική δράσις». Για μια ακόμα φορά το «μικρότερο κακό» βοήθησε και παραχώρησε οικειοθελώς τη θέση του στο «μεγαλύτερο κακό».