του Θανάση Σκαμνάκη
Είναι κάποιοι άνθρωποι, οι συνήθεις, που πρέπει να κάνουν μεγάλες διαδρομές για να φτάσουν στις πηγές των πραγμάτων. Διασχίζουν αποστάσεις, γυρίζουν πίσω, ξαναξεκινάνε, χάνονται σε δαιδάλους, ανεβαίνουν σκάλες και αποφασίζουν να περάσουν λαβυρίνθους και δάση με οργιώδη βλάστηση, στρίβουν σε στενά αδιέξοδα, πρέπει να σκαρφαλώσουν τοίχους κι άλλα εμπόδια για να ξαναβγούν στο δρόμο, πέφτουν, κι αν έχουν ακόμα το κουράγιο και το πείσμα τους ξανασηκώνονται, ξανακάνουν το σχέδιο, ξαναρχίζουν τη διαδρομή. Αμφιβάλουν και ξαναπείθονται.
Στην αναζήτηση μιας αλήθειας τους. Της ζωής τους!
Είναι και να τους συμπονάς και να τους εκτιμάς για το θάρρος και την επιμονή τους. Και για το λάθος τους που καιροφυλακτεί.
Κι είναι τώρα κάποιοι άλλοι, αβίαστοι. Όπου το να ξεμπλέξουν με το δάσος είναι εντελώς απλό, και να βγουν στο σωστό δρόμο μιας άγνωστης περιοχής χωρίς χάρτες και πυξίδες αυτονόητο. Όταν ταξιδεύουν στις θάλασσες ίσως και να μην τους χρειάζεται ο Αλδεβαράν, η Μεγάλη Άρκτος, τα σημάδια το ουρανού, σα να μυρίζουν τον αέρα. Κι όταν μπερδεύονται στις ρητορείες ξέρουν ποιά λέξη είναι η κατάλληλη, που λύνει το μυστήριο. Και τι είναι ταξικό, το αισθάνονται. Είναι «σαν να έχουν μέσα τους μια φυσαλίδα σαν εκείνη στο αλφάδι του μαραγκού».
Φαίνεται πως όταν μοιράζονταν τα δώρα βρέθηκαν στο ακριβές σημείο.
Δεν ξέρω αν τους βγήκε σε καλό ή τους βασάνισε κι αυτούς, όπως και τους άλλους, αλλά με άλλο τρόπο, η αναζήτηση, και κυρίως η επιλογή, ξέρω όμως πως αντιπροσωπεύουν τη βεβαιότητα και την ομορφιά του απλού!…
Κι όχι πως δεν κάνουν λάθη. Με τον ίδιο απλό, και αυτονόητο τρόπο, όπως τα σωστά τους.
Κι όχι πως δεν χάνονται κάποιες φορές στις υπόγειες και πρωτότυπες διαδρομές τους. Αλλά πως καταφέρνουν και ξεκινάνε πάλι χωρίς να πρέπει να ξαναπειστούν!..
Όχι με μια πίστη τυφλή, ακολουθία.
Σηκώνονται, ξεσκονίζουν τα ρούχα τους, διορθώνουν τα μαλλιά τους που τα τάραξε η ανεμοσούρα και η πτώση, κάνουν μια επιθεώρηση του εαυτού τους, που ματώνει, που σπάει, που δε νοιώθει σιγουριά, κοιτάνε γύρω, διαλέγουν το μπροστά και ξαναρχίζουν.
Αν θέλατε να πω, σ’ αυτή την κατηγορία έβαζα το Στεφανή. Το «ναύτη». Από το 1970, όταν τον γνώρισα, κι ας μην ήξερα τότε τίποτα από αυτές τις κατατάξεις.
(Στη φωτογραφία ο Νϊκος Στεφανής μαζί με τον αδερφό του Κώστα στο χωριό. 1975)