του Μπάμπη Συριόπουλου
Στις 27 Μαρτίου κατατέθηκε από βουλευτές και ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και συνταγματολόγους μια πρόταση «προοδευτικής συνταγματικής αναθεώρησης». Η ομάδα εργασίας συγκροτήθηκε υπό τον Κατρούγκαλο και μία σειρά προτεινόμενων τροποποιήσεων αφορά στον τρόπο εκλογής και στις αρμοδιότητες του προέδρου της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, αν δεν εκλεγεί με τις (και σήμερα προβλεπόμενες) δύο ψηφοφορίες στη Βουλή με πλειοψηφία δύο τρίτων του συνόλου των βουλευτών, θα εκλέγεται με άμεση διαδικασία από το λαό μεταξύ των πρώτων σε ψήφους δύο υποψηφίων (άρθρο 32). Υπενθυμίζεται ότι σήμερα, αν δεν συγκεντρώσει κανείς υποψήφιος στην τρίτη ψηφοφορία τα τρία πέμπτα γίνονται εκλογές και η επόμενη Βουλή εκλέγει τον πρόεδρο στην τελική ψηφοφορία μεταξύ των δύο πρώτων με σχετική πλειοψηφία.
Εκτός αυτού, προτείνεται μια «λελογισμένη ενίσχυση» (όπως λένε οι ίδιοι οι εισηγητές) των αρμοδιοτήτων του προέδρου: Μπορεί να συγκαλέσει συμβούλιο πολιτικών αρχηγών, να παραπέμψει ψηφισμένο νόμο για αντισυνταγματικότητα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, να προεδρεύσει στο υπουργικό συμβούλιο, να προκηρύξει δημοψήφισμα ( «εκτός από τα δημοσιονομικά»…), να απευθύνει διάγγελμα, να διορίζει μέρος της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Επίσης, θα μπορεί να ανακληθεί από δημοψήφισμα μετά από αίτημα υπογραμμένο από τουλάχιστον ένα εκατομμύριο πολίτες.
Επί της ουσίας, οι προτεινόμενες αλλαγές στο συγκεκριμένο ζήτημα κινούνται στην κατεύθυνση ενός περισσότερο προεδροκεντρικού πολιτεύματος, εναρμονίζονται με τη σημερινή τάση του αστικού κράτους για συγκέντρωση των εξουσιών και περιορισμό του ρόλου των κοινοβουλίων προς όφελος της εκτελεστικής εξουσίας. Ενώ ταυτόχρονα, επιδιώκουν να στρέψουν τη λαϊκή αγανάκτηση σε αναζήτηση σωτήρων σε ένα πρόσωπο.
Όσον αφορά στο εκλογικό σύστημα, παρά το ότι στον πρόλογο οι εισηγητές ισχυρίζονται ότι καθιερώνεται η «απλή αναλογική», αυτό που προτείνεται στο άρθρο 54 είναι ότι «οφείλει να εξασφαλίζει την όσο το δυνατόν πιστότερη τήρηση της αναλογικότητας ψήφων και εδρών στη Βουλή». Πέρα από την αοριστία της διατύπωσης του «όσο το δυνατόν», αν ήθελε ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε ήδη καθιερώσει την απλή αναλογική χωρίς να την παραπέμπει στη συνταγματική αναθεώρηση…
Για τα δημοψηφίσματα, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης που ακύρωσε και αντέστρεψε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιούλη προτείνουν τώρα τη διεξαγωγή τους μετά από αίτημα τουλάχιστον 500.000 ή, αν πρόκειται για ψηφισμένο νόμο, ενός εκατ. πολιτών με υπογραφές. Προβλέπονται ακόμα και τοπικά δημοψηφίσματα, ενώ με δημοψήφισμα επικυρώνεται και οποιαδήποτε «διεθνής συνθήκη με την οποία μεταβιβάζονται αρμοδιότητες που προβλέπονται από το σύνταγμα», αφού πρώτα εγκριθεί από τα τρία πέμπτα των βουλευτών. Άραγε, αυτή η δυνατότητα θα ισχύσει αναδρομικά (π.χ. για το ΝΑΤΟ); Εδώ, όπως είναι φυσικό, οι εισηγητές φυλάνε τα ρούχα τους για να έχουν τα μισά: «Η μεταβίβαση των ως άνω αρμοδιοτήτων δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να είναι ανέκκλητη, με εξαίρεση αυτές που μεταβιβάζονται προς την Ευρωπαική Ένωση στο πλαίσιο του πρωτογενούς ευρωπαικού δικαίου» (άρθρο 28). Δηλαδή η όποια «μεταβίβαση αρμοδιοτήτων» αποκλείεται να είναι «ανέκκλητη» (τελεσίδικη, τελική), άρα είναι πάντα τυπικά υπό την αίρεση της λαικής βούλησης εκτός από αν η «μεταβίβαση» γίνεται προς την ΕΕ. Για όλα μπορεί να μετανιώσει κανείς εκτός από την ένταξη στην ΕΕ…
Επίσης, οι βουλευτές μπορούν να εκλέγονται μέχρι δύο συνεχόμενες θητείες ή οχτώ συνεχόμενα χρόνια, η ασυλία τους περιορίζεται στα «πολιτικά εγκλήματα», ενώ τροποποιείται και περιορίζεται η ασυλία των υπουργών. Ωστόσο, την ίδια στιγμή που δίνεται η εντύπωση κάθαρσης, έχει ζητηθεί από το ΔΝΤ το ακαταδίωκτο των μελών του ΤΑΙΠΕΔ ενώ και ο νέος πτωχευτικός νόμος (απ ότι λέγεται) θα προβλέπει ασυλία για τα στελέχη των τραπεζών που θα κάνουν «αναδιαρθρώσεις δανείων» (κουρέματα), για «πτωχευμένους» επιχειρηματίες βεβαίως και όχι για στεγαστικά δάνεια.
Μεγάλη συζήτηση γίνεται επίσης για τις σχέσεις εκκλησίας-κράτους. Παρά τη φιλολογία για διαχωρισμό εκκλησίας κράτους ο πρόλογος των εισηγητών είναι πιο συγκρατημένος, μιλάει για «διακριτότητα κράτους και εκκλησίας, με πλήρη σεβασμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τον ιστορικό μας ρόλο» (έτσι κι αλλιώς διακριτά είναι!). Προτείνεται η προσθήκη στο άρθρο 3: «Η ελληνική πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», ενώ ακολουθεί η αναγνώριση της ορθόδοξης ανατολικής εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας και στο τέλος του άρθρου 3 διευκρινίζεται ότι: «Η αναγνώριση επικρατούσας θρησκείας δεν επιφέρει καμιά δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων». Αυτές τις αντιφάσεις στις διατυπώσεις έρχονται οι κυβερνήσεις να τις επιλύσουν (μεταξύ αυτών και αυτή του ΣΥΡΙΖΑ) και όπως έδειξε και η αποπομπή του Φίλη δεν τολμούν να αγγίξουν τους υλικούς δεσμούς της εξουσίας με την εκκλησία καθώς, στην Ελλάδα όπως και παντού οι επίγεια εξουσία χρειάζεται τη βοήθεια της επουράνιας. Ως επιβεβαίωση των παραπάνω διατηρείται στο άρθρο 16 ως σκοπός της παιδείας η «θρησκευτική συνείδηση» των Ελλήνων!
Μία σειρά τροποποιήσεις και προσθήκες προτείνονται στον «άξονα των κοινωνικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών» όπως διατείνονται οι εισηγητές στον πρόλογο. Εδώ η υποκρισία περισσεύει. Στο άρθρο 17Α διακηρύσσεται πως «καθένας υποχρεούται να σέβεται τη δημόσια περιουσία», ενώ αμέσως παρακάτω «εκποίηση της δημόσιας περιουσίας επιτρέπεται για δημόσια ωφέλεια, υπό τις προυποθέσεις…». Η διακηρυσσόμενη προστασία των κοινωνικών αγαθών του νερού και του ηλεκτρισμού, σύμφωνα με την κυβερνητική προπαγάνδα, περιορίζεται στον «δημόσιο έλεγχο» και όχι στη δημόσια ιδιοκτησία. Ακόμα και αυτές οι δημαγωγικές διατυπώσεις είναι αρκετά προσεκτικές καθώς προέχει η «ανέκκλητη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων» στην ΕΕ και οι ανάγκες του σημερινού καπιταλισμού για ιδιωτικοποιήσεις που κάθε αστική κυβέρνηση πρέπει να φέρει σε πέρας.
Επιπλέον, αυτοί που φτωχοποιούν την εργαζόμενη πλειοψηφία προς όφελος του κεφαλαίου προτείνουν στο άρθρο 4 «το κράτος… μεριμνά για την άρση των κοινωνικών και άλλων ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη» και εγγυώνται ανέξοδα την εξασφάλιση στέγης, την καθολική πρόσβαση δωρεάν σε αποτελεσματικές υπηρεσίες υγείας και εγγυάται «αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους» στο άρθρο 21. Στη συνέχεια, στο άρθρο 22, εγγυώνται τις «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» και τις συλλογικές συμβάσεις, τη «μονομερή προσφυγή στη διαιτησία» καθώς και το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση μέσω ενός «συστήματος καθολικής κάλυψης». Όσον αφορά στα εργατικά δικαιώματα παραπέμπονται ση συνταγματική αναθεώρηση αυτά που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί και τώρα τα παζαρεύει με την ΕΕ, το ΔΝΤ και τον ΣΕΒ. Στο άρθρο 23 για τη συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωμα στην απεργία ορίζεται στην πρόταση: «Στις δημόσιες υπηρεσίες και σε όσες επιχειρήσεις παρέχουν κοινωνικά αγαθά πρέπει να εξασφαλίζεται προσωπικό ασφαλείας, εφόσον από την απεργία μπορεί να προκληθεί βλάβη για το κοινωνικό συμφέρον». Αυτό το σημείο της πρότασης ανοίγει το δρόμο για την ύπαρξη προσωπικού ασφαλείας και για ιδιωτικές επιχειρήσεις, τα πλοία της ακτοπλοοίας μήπως δεν παρέχουν «κοινωνικό αγαθό» για παράδειγμα;
Η προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση καταρχήν αποτελεί μια προσπάθεια αντιπερισπασμού ενόψει της αξιολόγησης και της επερχόμενης συμφωνίας που δεν μπορεί παρά να είναι αντιλαϊκή όπως κάθε συμφωνία στα πλαίσια της επιτροπείας ΕΕ-ΔΝΤ. Οι προτάσεις εμφανίζονται προοδευτικές όπως τις προσδιορίζουν οι εισηγητές τους στον πρόλογο. Ωστόσο, παρά τον δημαγωγικό τους χαρακτήρα, αποκαλύπτονται σε συγκεκριμένα σημεία οι πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης. Στον πρόλογο αναφέρεται ότι «οι μνημονιακές επιταγές συνιστούν ένα πραγματικό παρασύνταγμα» που «πρέπει να αντιμετωπιστεί με σημαντικές θεσμικές τομές». Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το «παρασύνταγμα» όταν η κυβέρνηση της αστικής επίθεσης ακολουθεί αυτές τις επιταγές; Εξάλλου το παρασύνταγμα δεν συνίσταται τόσο σε διατυπώσεις αλλά σε μία κυβερνητική πρακτική που, πατώντας στις αοριστίες κάθε αστικού συντάγματος και αξιοποιώντας τις εξαιρέσεις που το ίδιο προβλέπει, ανάγει τα ιδιαίτερα συμφέροντα του κεφαλαίου σε δημόσιο συμφέρον.