της Αρχοντούλας Βαρβάκη
Σύμφωνα και με πρόσφατες εξελίξεις στο ζήτημα της στέγασης των προσφύγων-μεταναστών το σχέδιο του υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής φαίνεται να παραμένει ίδιο, οδηγώντας τους στην απομόνωση, σε χώρους εκτός των πόλεων. Ενώ ο αναπληρωτής υπουργός Γ. Μουζάλας υπόσχεται τη φιλοξενία των περισσότερων από τους αιτούντες άσυλο σε διαμερίσματα εντός πόλεων και το σταδιακό κλείσιμο των στρατοπέδων, τονίζοντας παράλληλα ότι τα προβλήματα θα λυθούν όσο ισχύει η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, οι πρόσφυγες δεν παύουν να οδηγούνται σε απομονωμένες δομές παρά τις αντιδράσεις τους.
Έξω από τη Θήβα και δίπλα στο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού Ήρων, δηλαδή σε μια απομονωμένη και άκρως ακατάλληλη περιοχή, έχει φτιαχτεί ένας καινούριος χώρος στέγασης προσφύγων, στον οποίο φημολογείται ότι θα μεταφερθούν όσοι βρίσκονται στους χώρους του Ελληνικού. Η εκκένωση του Ελληνικού φαίνεται να πλησιάζει μετά την αποχώρηση Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) που δρούσαν στο χώρο. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες που μένουν εκεί ζώντας σε άθλιες συνθήκες θέλουν να φύγουν από αυτόν τον χώρο, αλλά αρνούνται να μεταφερθούν σε μια απομονωμένη περιοχή μακριά από την Αθήνα, μακριά από κάθε υπηρεσία που μπορεί να χρειαστούν και σε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον.
Την προηγούμενη Δευτέρα 3/4, δύο εξ’ αυτών, ο Μασούντ και ο Ελιάς από το Αφγανιστάν, η εκπρόσωπος του Συντονισμού Σωματείων, Συλλογικοτήτων και Φοιτητικών Συλλόγων για το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό, Μαρία Μπικάκη και ο εκπρόσωπος της ΚΕΕΡΦΑ, Πέτρος Κωνσταντίνου παρέθεσαν συνέντευξη τύπου με αφορμή τα παραπάνω. Μιλώντας για την πολιτική του υπουργείου ο Π. Κωνσταντίνου παρατήρησε ότι «όπως παλιά το ελληνικό κράτος στοχοποιούσε τους πρόσφυγες, τους αποκαλούσανε τουρκόσπορους και τους βάζανε έξω από την Αθήνα, ιδρύοντας τη Ν. Ιωνία, τη Ν. Σμύρνη, όλες τις νέες πόλεις, αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση θέλει να ιδρύσει το νέο Χαλέπι, τη νέα Καμπούλ, τη νέα Μοσούλη με τη λογική ότι πρέπει να βρίσκονται έξω από τις πόλεις, μακριά από τον πληθυσμό, διότι είναι ξένο σώμα και ενοχλούνε».
Ο Μασούντ εξέφρασε την άρνηση των προσφύγων να μεταφερθούν σε έναν ακατάλληλο χώρο: «Πήγα στη Θήβα. Είδα ότι αυτό το μέρος είναι πολύ άσχημο, σαν ένα μικρό Γκουαντάναμο. Δεν ξέρω γιατί φτιάχνουν τα καμπ έτσι, έξω από τις πόλεις. Θέλουμε οι Έλληνες να στηρίξουν το αίτημά μας για παραμονή εντός των πόλεων». «Η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι οι περισσότεροι εδώ, αν και έχουν να πουν πάρα πολλά, δεν μπορούν να επικοινωνήσουν με τους εκπροσώπους της λόγω γλώσσας και έτσι θα προσπαθήσει να τους μεταφέρει όπου θέλει», σημείωσε ο Ελιάς.
Η Μ. Μπικάκη παρατήρησε πως ανάλογες πρακτικές υιοθετήθηκαν και για τη στέγαση προσφύγων που βρίσκονταν σε ξενοδοχεία στα Γιάννενα για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως «είναι ένας σχεδιασμός, ο οποίος κάθε άλλο παρά συνάδει με το να προσφέρουμε την απαραίτητη προστασία στα θύματα των πολέμων και της φτώχειας, την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τους. Γι’ αυτό λέμε ανθρώπινες συνθήκες στέγασης για τους πρόσφυγες, παραμονή τους μέσα στον αστικό ιστό, δικαιώματα, ελευθερίες, άσυλο για όλα τα θύματα των πολέμων και της φτώχειας».
Όπως τονίζεται σε ανακοίνωση του Συντονισμού για το Προσφυγικό- Μεταναστευτικό, η Υπάτη Αρμοστεία ανακοίνωσε στους πρόσφυγες τη μεταφορά τους από τα ξενοδοχεία των Ιωαννίνων σε άλλους χώρους μόνο τρεις μέρες πριν πραγματοποιηθεί. Οι πρόσφυγες δεν συμμετέχουν στη λήψη αυτών των αποφάσεων, οι διαμαρτυρίες τους για τη μεταφορά τους σε απομονωμένους χώρους δεν βρίσκουν αποδέκτη και τελικά αναγκάζονται να συμβιβαστούν με τη μοναδική επιλογή που έχουν. Η Ύπατη Αρμοστεία έδωσε το «δικαίωμα επιλογής» και όποιος δεν ήθελε να μεταφερθεί είχε το δικαίωμα να αρνηθεί. Αλλά, αυτομάτως όποιος αρνούνταν, πεταγόταν έξω από τα προγράμματα στέγασης της Ύπατης αλλά και δε θα είχε δικαίωμα να συμμετέχει στο cash distribution της Ύπατης Αρμοστείας.
Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των προσφύγων (που πρέπει να μεταφέρονται όπου τους υποδείξουν οι διαχειριστές αυτής της κατάστασης) αλλά και των εργαζομένων των ΜΚΟ (που κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν στον αέρα) δε σέβεται τις ανάγκες και τα δικαιώματά τους και διαχειρίζεται τα οικονομικά ποσά που διατίθενται για τους πρόσφυγες χωρίς τη δική τους συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων. Οι πρόσφυγες χρειάζονται μια αξιοπρεπή ζωή σε σπίτια και όχι «πολυτελείς» χαμηλοτάβανους, στενούς οικίσκους με κουκέτες, αραδιασμένους σε στρατόπεδα απομακρυσμένα από τα νοσοκομεία, τα σχολεία και τη ζωή των ελληνικών πόλεων.